Οι
Δεκατέσσερις Κοσμογονίες
των Ελλήνων: Η Κοσμογονία
του Ομήρου και ο
ποταμός Ωκεανός
του, ως «Γένεσις Θεών»,
και ως «Γένεσις Πάντεσσι».
Αλήθεια,
πόσοι μπορούν να φανταστούν ότι έχουμε
τουλάχιστον δεκατέσσερις Ελληνικές
Κοσμογονίες ;
Κι
όμως επισήμανα τις Κοσμογονίες:
1)
Του
Ομήρου.
2)
Του
Ησιόδου, κατά την
Θεογονία.
3)
Του
Ησιόδου, κατά τον
Ακουσίλαο.
4)
Του
Ησιόδου, κατά τον
Θεοδώρητο.
5)
Του Αλκμάνος.
6)
Των Ορφικών, κατά τον Αριστοφάνη και
τον Αθηναγόρα.
7)
Των Ορφικών, κατά τον Εύδημο.
8)
Των Ορφικών, κατά τον Ευριπίδη.
9)
Των Ορφικών, κατά τον πάπυρο του Δερβενίου.
10)
Των Ορφικών, κατά τον Ελλάνικο.
11)
Των Ορφικών, κατά την Ραψωδική
θεολογία.
12)
Των Ορφικών, κατά τα Αργοναυτικά
Απολλώνιου του Ρόδιου.
13)
Των Ορφικών κατά τα Αργοναυτικά του
Ορφέως.
14)
Του Επιμενίδου και του Φερεκύδου.
Σε
αυτήν την ανάρτηση μου, θα αναφερθούμε
αναλυτικά μόνον
στην Κοσμογονία του ποιητή Ομήρου.
Για
την κάθε κοσμογονία πού ανέφερα πιό
πάνω: θα κάνω (για κάθε μία ξεχωριστά),
μιά άλλη αναλυτική ανάρτηση.
Ή
Κοσμογονία του Ομήρου.
Όπως
γνωρίζουμε, τουλάχιστον κατά την δεύτερη
χιλιετία πρό Α-Χριστού
(σύμφωνα με την
συμβατική χρονολόγηση), υπήρχαν
δύο κύκλοι επικών ποιημάτων: ο
ένας αναφερόταν σε πολεμικές επιχειρήσεις
και εκπορθήσεις πόλεως και ο άλλος σε
ηρωικά ταξίδια και θαλασσινές περιπέτειες.
Γεννήθηκε
όμως μία ποιητική μεγαλοφυΐα, ο περίφημος
Όμηρος,
ο οποίος πήρε το διάσπαρτο επικό υλικό,
το ζύμωσε, το έπλασε, προσέθεσε τα δικά
του υλικά και δημιούργησε δύο επικά
αριστουργήματα θεατρικής δομής, την
Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Δεν
πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι
και στα δύο του ποιήματα εφήρμοσε την
προχωρημένη και μοντέρνα τεχνική της
αφηγήσεως «in medias res», δηλαδή
από την μέση της υποθέσεως.
Ενώ
λοιπόν τα άλλα γνωστά έπη των άλλων
λαών, το έπος του Γιλγαμές, το Ενούμα
Έλις, το Μαχαμπχαράτα, το Ραμαγιάννα,
το έπος (άσμα) του Ρολάνδου και το έπος
των Νιμπελούγκεν, αρχίζουν χρονικά από
το Α και τελειώνουν
στο Ω, ή μεν
Ιλιάδα
περιγράφει γεγονότα πενήντα πέντε
ημερών του δεκάτου και τελευταίου
έτους του Τρωικού Πολέμου,
ή δε Οδύσσεια
αρχίζει από το όγδοο
έτος των περιπλανήσεων
του Οδυσσέα.
Ενδιάμεσα,
ο ποιητής Όμηρος
βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί τα
προηγούμενα γεγονότα μέσω αναμνήσεων
και διηγήσεων των ηρώων.
Αλήθεια,
πόσοι δεν θα έπαιρναν όρκο ότι η Ιλιάδα
αρχίζει από την αναχώρηση του
Αχαϊκού στόλου από το λιμάνι της
Αυλίδας
και τελειώνει με
την Ιλίου πέρσιν, δηλαδή την
άλωση της Τροίας
με τον Δούρειο Ίππο ;
Και
όμως η Ιλιάδα
αρχίζει από την μήνιν,
την οργή του Αχιλλέα
κατά του Αγαμέμνονα
(πού τον αδίκησε
κατά την διανομή των λαφύρων), και
τελειώνει με την παράδοση του πτώματος
του Έκτορα
από τον Αχιλλέα
στον Πρίαμο.
Όλα
συμβαίνουν σε διάστημα περίπου δύο
μηνών του δεκάτου έτους του πολέμου.
Ούτε
Αυλίδα,
ούτε άλωση της Τροίας.
Γι΄
αυτό η Ιλιάδα
είναι το έπος των
επών, διότι δεν αφηγείται τα
γεγονότα με αυστηρή χρονολογική σειρά,
αλλά τα «θεατροποιεί»
και τα παρουσιάζει με ιστορικές αναδρομές,
πού γίνονται σε κατάλληλες περιστάσεις.
Το
ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με
την Οδύσσεια.
Ενώ
θα νόμιζε κανείς ότι αρχίζει ακριβώς
μετά την άλωση της Τροίας
και καταλήγει στην επιστροφή του Οδυσσέα
στην Ιθάκη,
μετά από δεκαετή περιπλάνηση, στην
πραγματικότητα αρχίζει αφού έχουν ήδη
παρέλθει τα οχτώ χρόνια των περιπλανήσεων
και οι Έλληνες Θεοί
εν συνεδριάσει αποφασίζουν την επιστροφή
του Οδυσσέα,
ενώ αυτός βρισκόταν στο νησί της Καλυψώς,
και τελειώνει πολύ χρόνο μετά την
επιστροφή του στην Ιθάκη,
όταν πλέον η ειρήνη βασίλευσε στην χώρα
του.
Και
τότε υπό ποιές συνθήκες περιγράφει ο
Όμηρος
τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα
;
Απλούστατα,
μετά την άφιξή του στην Νήσο των Φαιάκων,
τις διηγείται ο ίδιος ο Οδυσσέας
στον βασιλέα των Φαιάκων, Αλκίνοο.
Η
πλοκή είναι άξια ενός μεγάλου
μυθιστοριογράφου και ενός μεγάλου
κινηματογραφικού σκηνοθέτη.
Και
όμως στις 27.803
στίχων των δύο αυτών μεγίστων επών
(Ιλιάδα, 15.693
και Οδύσσεια
12.110), ο Όμηρος δεν
βρίσκει παρά μόνο δύο - τρείς στίχους
για να μιλήσει για θέματα κοσμογονίας
και μάλιστα παρεμπιπτόντως.
Συγκεκριμένα,
στην ραψωδία (Όμηρος, Ιλιάδα,
Ξ 201),
διαβάζουμε: «Ὠκεανόν
τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν».
(Στα
συμφραζόμενα μιλάει η Θεά
Ήρα
στην Θεά
Αφροδίτη και
της εκμυστηρεύεται την πρόθεσή της να
ξεγελάσει τον σύζυγο της, τον Θεό
Δία, και την
παρακαλεί να της δώσει την αγάπη και
τον πόθο, πού με αυτά η Θεά
Αφροδίτη
δαμάζει και τούς αθανάτους θεούς και
τους θνητούς ανθρώπους.
Θα
πάω, λέει η Θεά Ήρα
στην Θεά
Αφροδίτη,
στα πέρατα της πολύφορβης γης, να δω τον
Ωκεανό, την γένεση των Θεών,
και την μητέρα Τηθύν,
πού με έθρεψαν μέσα στα δώματά τους και
με μεγάλωσαν με χάδια, όταν με παρέδωσε
σε αυτούς η Ρέα, όταν
ο ευρύοπας Ζεύς είχε
χώσει τον Κρόνο κάτω
από την γη και την ατρύγητη θάλασσα).
(Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ
197-204).
«Τὴν
δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια
Ἥρη·δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον,
ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους ἠδὲ
θνητοὺς ἀνθρώπους. εἶμι γὰρ ὀψομένη
πολυφόρβου πείρατα γαίης, Ὠκεανόν
τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν,
οἵ μ᾽ ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον
ἠδ᾽ ἀτίταλλον δεξάμενοι ῾Ρείας, ὅτε
τε Κρόνον εὐρύοπα Ζεὺς γαίης νέρθε
καθεῖσε καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης·
». (Όμηρος,
Ιλιάδα, Ξ 197-204).
Λίγο
παρακάτω, ανέβηκε η Θεά
Ήρα, στην
κορυφή της Ίδης και συναντήθηκε με τον
Θεό
Δία, πού την ρώτησε, πού πηγαίνει.
Και αυτή του απαντά με δόλο:
«τὸν
δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια
Ἥρη· ἔρχομαι ὀψομένη πολυφόρβου
πείρατα γαίης, Ὠκεανόν
τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν,
οἵ με σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ᾽
ἀτίταλλον·».
(Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ
300-303).
Η
νεοελληνική απόδοση του αποσπάσματος
περιττεύει, διότι Εν πολλοίς είναι ίδιο
με το προηγούμενο.
Ενδιάμεσα
στις δύο σκηνές, πού παραθέσαμε, η Θεότητα
ο Ύπνος
λέει στην Θεά Ήρα:
«Δηλαδή,
της είπε απαντώντας ο νήδυμος Ύπνος.
Ήρα,
σεβάσμια θεά και θυγατέρα του
μεγάλου Κρόνου, εγώ βέβαια
οποιονδήποτε άλλον από τους παντοτινούς
θεούς θα. μπορούσα εύκολα να τον
αποκοιμίσω, ακόμη κι αν
πρόκειται για τα ρεύματα
του
ποταμού
Ωκεανού, πού
είναι η
γένεση των
πάντων».
(Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ
242-246).
«τὴν
δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε νήδυμος
Ὕπνος· Ἥρη πρέσβα θεὰ θύγατερ μεγάλοιο
Κρόνοιο ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν
αἰειγενετάων ῥεῖα κατευνήσαιμι, καὶ
ἂν ποταμοῖο ῥέεθρα
Ὠκεανοῦ, ὅς περ
γένεσις πάντεσσι
τέτυκται·».
(Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ
242-246).
Ο
Ωκεανός αναφέρεται
στην Ιλιάδα στους
εξής στίχους:
• Α
423 : ἐς Ὠκεανὸν.
• Γ
5 : ἐπ᾽ ὠκεανοῖο ῥοάων.
• Ε
6 : ὠκεανοῖο.
• Η
422 : ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο.
(από τον σιωπηλώς ρέοντα και βαθύ ρού έχοντα ωκεανό).
• Θ
485 : Ὠκεανῷ.
• Ξ
311 : πρὸς δῶμα βαθυρρόου Ὠκεανοῖο.
• Π
151 : παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο.
• Σ
240 : ἐπ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοὰς.
• Σ
399 : Εὐρυνόμη θυγάτηρ ἀψορρόου
Ὠκεανοῖο. (του ωκεανού,
πού ρέει προς
τα
πίσω).
• Σ
402 : ῥόος Ὠκεανοῖο.
• Σ
489 : λοετρῶν Ὠκεανοῖο. (των
λουτρών του Ωκεανού).
• Σ
609 : ποταμοῖο μέγα
σθένος Ὠκεανοῖο.
• Τ
1 : ἀπ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοάων.
• Υ
7 : νόσφ᾽ Ὠκεανοῖο. (μακράν του
ωκεανού).
• Φ
195 : βαθυρρείταο μέγα σθένος Ὠκεανοῖο.
• Ψ
205 : ἐπ᾽ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα.
• Όσο
για την Οδύσσεια
εκεί ο Ωκεανός
αναφέρεται στους εξής στίχους:
• Δ
568 : Ὠκεανὸς.
• Ε
275 : λοετρῶν Ὠκεανοῖο.
• Κ
139 : Ὠκεανὸς.
• Κ
508 : δι' Ὠκεανοῖο.
• Κ
511 : ἐπ' Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ. (με
τις βαθιές δίνες).
• Λ
13 : ἐς πείραθ' ἵκανε βαθυῤῥόου Ὠκεανοῖο.
• Λ
21 : παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο.
• Λ
158 : Ὠκεανὸς.
• Λ
639 : κατ' Ὠκεανὸν ποταμὸν.
• Μ
1 : Αὐτὰρ ἐπεὶ ποταμοῖο
λίπεν ῥόον Ὠκεανοῖο.
• Τ
434 : ἀκαλαῤῥείταο βαθυῤῥόου Ὠκεανοῖο.
• Υ
65 : ἀψοῤῥόου Ὠκεανοῖο.
• Χ
197 : παρ' Ὠκεανοῖο ῥοάων.
• Ψ
244 : ἐπ' Ὠκεανῷ.
• Ψ
347 : ἀπ' Ὠκεανοῦ.
• Ω
11 : Ὠκεανοῦ τε ῥοὰς.
Υπάρχουν
λοιπόν εν
όλω τριάντα πέντε
αναφορές του Ομήρου
στον Ωκεανό:
Δεκαεννέα
στην Ιλιάδα
και δεκαέξι
στην Οδύσσεια.
Από
τις τριάντα
πέντε αυτές αναφορές μόνο
σε τρεις
αναφέρεται ο Ωκεανός
ως γένεσις:
στις δύο εξ αυτών
ως «γένεσις θεών» και στην μία ως
«γένεσις πάντεσσι».
Πρώτα-πρώτα
πρέπει να αντιδιαστείλουμε την «γένεσιν»
από την «γέννησιν».
Η
Πρώτη
προέρχεται από το ρήμα «γίγνομαι»
και σημαίνει το «γίγνεσθαι» εν
αντιδιαστολή προς το «είναι».
Η
Δεύτερη
προέρχεται από το ρήμα «γεννώ»
και σημαίνει την γέννα, τον τοκετό.
Όταν
λοιπόν λέει ο Όμηρος
«Ὠκεανός γένεσις θεών», ή
«Ὠκεανός γένεσις
πάντεσσι»,
σημαίνει ότι ο Ωκεανός
είναι το
αίτιο τού να
γίνουν οι Θεοί
και όλα εν γένει τα όντα, έμψυχα και
άψυχα.
Χαρακτηριστικό
του «γίγνεσθαι» είναι η ροή και
επομένως θα ήταν πολύ λογικό να συλλάβει
κάποιος την ιδέα, ότι ο Ωκεανός
με τις βαθιές και περιδινούμενες ροές
των υδάτων του, είναι το
αίτιο της
γεννήσεως
των
πάντων.
Το
«γίγνεσθαι» αποδίδει μία διαδικασία
δημιουργίας, μία ρευστή κατάσταση, η
οποία όταν αποκρυσταλλωθεί, φανερώνεται
ως «φύσις»
των όντων.
Η
Ομηρική
«φύσις»
(Όμηρος, Οδύσσεια, Κ
303) αποκλείει
την
συνωνυμία με την «γένεσιν».
Στο
χωρίο αυτό ο Θεός
Έρμης
δείχνει στον Οδυσσέα
ένα θαυμάσιο άνθος, του οποίου η φύση
δηλώνει τον ιδιάζοντα και εγγενή
χαρακτήρα του.
Η
Ομηρική
«φύσις»
γίνεται αντιληπτή ως «ολοκληρωμένη
σύσταση», ως «τετελεσμένη ολοκλήρωση
ενός γίγνεσθαι», όπως αυτή έχει
πραγματωθεί με όλες τις ιδιότητες, πού
την διακρίνουν.
Η
διάκριση αυτή επιβάλλει να σκεφτούμε
ότι ο Όμηρος
αποδίδοντας στον Ωκεανό
την «γένεσιν»
αποκλειστικά, ενδιαφέρεται περισσότερο
για την εξωτερική προς το γιγνόμενο
πράγμα, διαδικασία ή
πράξη, δηλαδή για την γενεσιουργό
λειτουργία, παρά για την ενέργεια, η
οποία όντας εγγενής στο πράγμα αυτό, θα
το καθιστούσε αυτό, πού είναι.
Το
όνομα «Ωκεανός»
είναι αβέβαιης ετυμολογίας.
Ο
Διόδωρος Σικελιώτης
(Ιστορική Βιβλιοθήκη, 1, 19, 4, 1-3) γράφει:
«Το
αρχαιότατο όνομα του
ποταμού
ήταν Ωκεάνης,
το οποίο ελληνιστί είναι
Ωκεανός».
«τόν
δὲ ποταμὸν ἀρχαιότατον μὲν ὄνομα
σχεῖν Ὠκεάνην, ὅς
ἐστιν ἑλληνιστὶ Ὠκεανός· ».
Διόδωρος Σικελιώτης
(Ιστορική Βιβλιοθήκη, 1, 19, 4, 1-3).
Ο
Αριστοτέλης στο
«Περί κόσμου» (393 Α 16-17) γράφει:
«Το
πέλαγος, πού βρίσκεται πέρα της
κατοικημένης γης, καλείται Ατλαντικός
και Ωκεανός, ο οποίος
μας περιρρέει».
«Πέλαγος
δὲ τὸ μὲν ἔξω τῆς οἰκουμένης Ἀτλαντικόν
τε καὶ Ὠκεανὸς καλεῖται, περιρρέων
ἡμᾶς.».
Ο
Ηρωδιανός
(Περί καθολικής προσωδίας, 3, 1, 179, 18-19)
ετυμολογεί τον «Ωκεανό»:
«ἐκλήθη δὲ οὕτως
παρὰ τὸ ὠκέως νάειν, ὅ ἐστι ῥεῖν»,
δηλαδή η λέξη «ωκεανός»
προέρχεται από την ταχεία του ροή.
Ο
Γεωγράφος Αγαθήμερος
(Ύποτυπώσεις γεωγραφίας, 4, 8-9)
ετυμολογεί την ίδια λέξη: «Ὠκεανὸς
δὲ διὰ τὸ ὠκέως ἀνύειν κύκλῳ τὴν
γῆν»,
δηλαδή εξ αιτίας, του ότι
ταχέως διανύει κυκλικά την
γη.
Ο
φιλόσοφος Κορνούτος
(Περί θεών φύσεως 8, 13-14) ετυμολογεί
τον ωκεανό από το
ότι είναι: «ἔστι δ'
Ὠκεανὸς μὲν ὁ
ὠκέως νεόμενος λόγος καὶ ἐφεξῆς
μεταβάλλων», δηλαδή
ο ταχέως πηγαινοερχόμενος λόγος και
διαδοχικά μεταβαλλόμενος.
Και
ο σχολιαστής
Ηράκλειτος
(Ομηρικά προβλήματα, 22, 7, 1-2) παράγει
τον
Ωκεανό
από το
«ὠκέως νάειν», όπως
ακριβώς
και ο
Ηρωδιανός
(αναφέρθηκε λίγο πιό πάνω)
και ο Στέφανος (Εκ
των Εθνικών, 107, 2-3).
Ο
Πρόκλος (Σχόλια
εις τον Πλάτωνος Κρατύλον, 144,
1-8) γράφει: «Είναι
ο Ωκεανός
αίτιος της οξείας και
ακμαιότατης
ενέργειας
στους
θεούς
και
καθορίζει τούς διαχωρισμούς και
των
πρώτων και
των
μεσαίων και
των
τελευταίων διακόσμων, με
την
ταχύτητα του
νου
στραμμένος στον
εαυτό
του και
στις
δικές
του αρχές, κινώντας τα
πάντα μόνος του στις
δικές του ενέργειες και
τελειοποιώντας τις
δυνάμεις τους και
κάνοντάς τις ασταμάτητες.
Ή δε
Τηθύς
τοποθετεί την
διαμονή στα
κινούμενα υπό του
Ωκεανού».
«Ὅτι
ὁ Ὠκεανὸς ἅπασι τῆς ὀξείας καὶ
ἀκμαιοτάτης ἐνεργείας αἴτιός ἐστιν
τοῖς θεοῖς καὶ τῶν διακρίσεων τῶν τε
πρώτων καὶ μέσων καὶ τελευταίων
διακόσμων ἀφοριστικός, τῇ μὲν ὠκύτητι
τοῦ νοῦ πρὸς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένος
καὶ τὰς οἰκείας ἀρχάς, πάντα δ' ἀφ'
ἑαυτοῦ κινῶν εἰς τὰς οἰκείας αυτοῖς
ἐνεργείας καὶ τελειῶν τὰς δυνάμεις
αὐτῶν καὶ ἀνεκλείπτους ἀπεργαζόμενος.
ἡ δὲ Τηθὺς
τὴν μονὴν ἐντίθησι τοῖς ὑπὸ τοῦ
Ὠκεανοῦ
κινουμένοις... ».
Πρόκλος,
(Σχόλια εις τον
Πλάτωνος Κρατύλον, 144, 1-8).
Προφανώς
ο Πρόκλος
ετυμολογεί
την λέξη
«Ωκεανός»
από την
«ὠκύτητι
τοῦ νοῦ»
(την
ταχύτητα του
νου)
και την
λέξη «Τηθύς»
από το
ρήμα «τίθημι»
(θέτω, ενθέτω).
Φυσικά
αυτά είναι απλώς
γοητευτικές παρετυμολογίες,
όπως εκείνες,
πού δίδαξε ο
Πλάτων
στον «Κρατύλο»
του.
(Για
περισσότερα γι΄ αυτό το θέμα: στην
ανάρτηση μου αυτή):
Ο
λεξικογράφος Ησύχιος
γράφει: «Ὠγήν,
Ὠκεανός»,
«ὠγένιον,
παλαιόν»,
«ὠγυγίου,
παλαιού».
Τελικά
ποιά είναι η
ετυμολογία
του
«Ωκεανού»
;
Ίσως
βοηθάει ο Ησύχιος
με την λέξη «ὠγήν»,
πού εισάγει.
Στην
Ελληνική
γλώσσα έχουμε την ρίζα «υγ»,
πού στα μεταγενέστερα Ελληνικά
έδωσε την λέξη «ὑγρὸς»
και στα Πελασγικά την λέξη
«οὗγε»,
πού σημαίνει ύδωρ (νερό).
Πιθανόν
λοιπόν «ωκεανός»
να είναι μεταγενέστερος τύπος του
«ὠγεανός»
και «οὑγεανός»,
πού σημαίνει μεγάλη ποσότητα υγρού
στοιχείου.
Ο
Θωμόπουλος μάλιστα στα «Πελασγικά» του
(σελίδα 100) παράγει τον «ὠκεανόν»,
«οὑγεανόν»
από τις λέξεις: «οὗγε»,
πού σημαίνει ύδωρ και
«ἂνε»,
πού σημαίνει άκρο, τόπος.
Δηλαδή
«ωκεανός»
σημαίνει το «άκρο», ή
ο «τόπος του ύδατος,
νερού».
Ο
Ωκεανός
λοιπόν κατά τον
Όμηρο
είναι μέγας ποταμός,
πού ρέει ήσυχα τα
βαθειά νερά του στα
πέρατα της οικουμένης.
Ενίοτε
τον αναφέρει και ως «ἀψόρροον»,
δηλαδή «ρέοντα
προς τα πίσω».
Ποτάμι
όμως πού να
ρέει
προς
τα
πίσω δεν
υπάρχει.
Άρα,
ή θα πρόκειται για
παλιρροϊκό φαινόμενο, πού μάλλον
δεν ταιριάζει στην περίπτωση αυτή, ή
θα πρόκειται για ένα μέγα κυκλικό ωκεάνιο
ρεύμα, όπως ακριβώς το θερμό
ρεύμα του κόλπου του Μεξικού
(Golf Stream)
στον Ατλαντικό
ωκεανό.
Το
ρεύμα αυτό υπό μορφή
ενός τεράστιου ωκεάνιου
ποταμού κινείται από τον κόλπο
του Μεξικού (@
δημιουργείται στην θάλασσα της
Καραϊβικής), κατευθύνεται προς
την Μεγάλη Βρετανία και τις Σκανδιναβικές
ακτές και επανακυκλούται.
Το
θαλάσσιο αυτό ρεύμα είναι θερμό,
μεταβάλλει το κλίμα των περιοχών από
τις οποίες διέρχεται, και γίνεται
αντιληπτό, όπως διηγούνται οι ναυτικοί
μας.
Συνεχώς
λοιπόν επανέρχεται ο ωκεανός
και
όριζε: τα εξωτερικά όρια
της γης.
Άλλωστε
στην
ασπίδα του
Αχιλλέα,
ο Θεός
Ήφαιστος
χάραξε την
Γη, τον
Ουρανό και
την
Θάλασσα, τον
Ήλιο, την
Σελήνη και
όλα τα
αστέρια,
τις
Πλειάδες, τις
Υάδες,
τον
Ωρίωνα
και την
Μεγάλη Άρκτο,
πού την
ονομάζουν Άμαξα
και
μόνον
αυτή δεν
λούζεται στα
νερά του
Ωκεανού.
(Όμηρος, Ιλιάδα,
Σ 478-489).
«ο
Ήφαιστος, ώστ’ εύκολα το έργον να
τελειώσει. Σκληρόν χαλκόν, κασσίτερον,
πολύτιμο χρυσάφι και ασήμι βάζει στην
φωτιά, κατόπιν μέγ’ αμόνι εις τον κορμόν
τοποθετεί και στο δεξί του χέρι σφύραν
αδράχνει δυνατήν, και το διλάβι στ’
άλλο.
Κι
έπλασε πρώτα δυνατήν ασπίδα και μεγάλην
όλην με τέχνην και τριπλόν λαμπρόν
τριγύρω κύκλον.
Με
πέντε δίπλες έγινεν η ασπίδα και σ’
εκείνην λογιών εικόνες έπλαθε με την
σοφήν του γνώσιν.
Την
γην αυτού, τον ουρανόν, την θάλασσαν
μορφώνει τον ήλιον τον ακούραστον,
γεμάτο το φεγγάρι, τ’ αστέρια οπού τον
ουρανόν ολούθε στεφανώνουν, την δύναμιν
του Ωρίωνος, Υάδες, Πληιάδες, την Αρκτον,
που και Άμαξαν
καλούν, και αυτού γυρίζει πάντοτε, τον
Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας.
Η
μόνη που τ’ Ωκεανού
το λούσμα δεν γνωρίζει».
(Όμηρος,
Ιλιάδα, Σ 478-489).
«Τον
ποταμόν Ωκεανόν
και δυνατόν και μέγαν
γύρω στον κύκλον έθεσε της στερεής
ασπίδος». (Όμηρος,
Ιλιάδα, Σ 607-608).
«ἐν
δ᾽ ἐτίθει ποταμοῖο μέγα σθένος
Ὠκεανοῖο ἄντυγα πὰρ
πυμάτην σάκεος πύκα ποιητοῖο».
(Όμηρος, Ιλιάδα, Σ
607-608).
(@
Από
την ἄντυγα – ἄντυξ:
έβγαλαν οι Γάλλοι
την λέξη jante
(την
ζάντα του αυτοκινήτου) και οι Έλληνες
την πήραμε
μετά ως αντιδάνειο
και λέμε τώρα (το
μεταλλικό στεφάνι του τροχού)
τις άντυγες των αρχαίων αρμάτων (τον
κύκλο της ρόδας του άρματος)
και σημερινών αυτοκινήτων, ζάντες).
Πλαισιώνοντας
τον κόσμο ο Ωκεανός
επιβάλλει το εξωτερικό του όριο.
Ο
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
(Παρεκβολαί εις την Ομήρου
Ιλιάδα, 2, 8, 7-14) γράφει: «Ο
Ωκεανός αλληγορικά
είναι κύκλος, ο οποίος νοητώς διχάζει
την ουράνια σφαίρα στο γήινο επίπεδο
σε δύο ίσα μέρη και τέμνει αυτή στο
ημισφαίριο το άνω της γης και στο
ημισφαίριο το κάτω της γης· και
εξ αιτίας αυτού
του
λόγου λέγεται και
ορίζων.
Από
τον τέτοιου είδους Ωκεανό,
πού περιβάλλει κυκλικά την γη, ανατέλλουν
οι αστέρες και σε αυτόν πάλιν δύουν.
Γι΄
αυτό και ο Ωκεανός
πήρε αυτό το όνομα, επειδή, κατά την
γνώμη μου, οι αστέρες μέσω αυτού ανατέλλουν
ταχέως προς τα άνω (@
«ὠκύ
άνω»)
ή και επειδή, κατά
την γνώμη μου, ταχέως επιτελούν (@
«ώκέως άνυόντων»)
τις κινήσεις τους.
Η
ποίηση (@
εννοεί τον Όμηρο)
θέλει τον Ωκεανό να
είναι ποταμός πού περιρρέει
κυκλικά την γη».
(Ευστάθιος Θεσσαλονίκης,
Παρεκβολαί εις την Ομήρου
Ιλιάδα, 2, 8, 7-14).
«Ὠκεανὸς
δὲ κατὰ μὲν ἀλληγορίαν ἐστὶ κύκλος,
διχάζων ἐννοηματικῶς τὴν οὐρανίαν
σφαῖραν κατὰ ἰσότητα τοῦ τῆς γῆς
ἐπιπέδου καὶ τέμνων διχῇ κατ' ἐπίνοιαν
αὐτὴν εἴς τε τὸ ὑπὲρ γῆν καὶ εἰς τὸ
ὑπὸ γῆν ἡμισφαίριον καὶ διὰ τοῦτο
ὁρίζων λεγόμενος.
Ἐκ
τοῦ τοιούτου Ὠκεανοῦ,
κύκλῳ περιειληφότος τὴν γῆν, οἱ ἀστέρες
ἀνέρχονται καὶ εἰς αὐτὸν αὖθις
δύονται. διὸ καὶ οὕτω καλεῖται ὡς δι'
αὐτοῦ τῶν ἀστέρων ὠκὺ ἄνω γινομένων
ἢ καὶ ὠκέως ἀνυόντων τὰς ἑαυτῶν
κινήσεις.
Ἡ
δὲ ποίησις Ὠκεανὸν
βούλεται εἶναι ποταμὸν περιρρέοντα
κύκλῳ τὴν γῆν».
(Ευστάθιος Θεσσαλονίκης,
Παρεκβολαί εις την Ομήρου
Ιλιάδα, 2, 8, 7-14).
Ο
λυρικός ποιητής Αλκαίος
γράφει σε ένα ποίημά του:
«Ποιά
είναι αυτά τα πουλιά, πού ήλθαν από τον
Ωκεανό στα πέρατα
της γης, οι αγριόπαπιες με τα πορφυρά
χρώματα, οι ποικιλόχρωμες και ταχύπτερες
; » . (Αλκαίου,
απόσπασμα 345, 1-2).
«ὄρνιθες
τίνες οἴδ' Ὠκεάνω γᾶς ἀπὺ πειράτων
ἦλθον πανέλοπες ποικιλόδειροι
τανυσίπτεροι;»
(Αλκαίου, απόσπασμα 345, 1-2).
Για
την Τηθύν ξέρουμε
ελάχιστα. Το όνομά της είναι αβέβαιης
ετυμολογίας.
Φυσικά
δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς τις
Πλατωνικές
ειρωνικές ετυμολογίες
(Πλάτων, Κρατύλος, 402 C 6 – D2).
Ο
Κορνούτος
γράφει: «Τηθὺς
δὲ ἡ [ἐπὶ] τῶν ποιοτήτων ἐπιμονή».
(Περί φύσεως των θεών, 8, 14-15). Πώς
καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα ο
συγγραφεύς αυτός, είναι δύσκολο να το
αντιληφθούμε.
Ο
Γραμματικός Ωρίων
ο Θηβαίος γράφει: «Τηθύς, παρά
τήν τιτθήν καί τήν τήθην τά γάρ πάντα
τρέφει». (Περί Ετυμολογιών, 151, 28-29).
Δηλαδή
το όνομα Τηθύς σχετίζεται με την
«τιτθήν»
(θηλή του μαστού) και
με την «τήθην»
(τροφός).
Και
στην περίπτωση αυτή δεν
έχουμε
ετυμολογία, αλλά παρετυμολογία.
Ο
Ανώνυμος (Εξήγησις
εις Ησιόδου Θεογονίαν) γράφει:
«Ἠ
Τηθύς, ἤγουν ἡ γή ἡ τρέφουσα πάντα»
(395, 20-21), υπονοώντας προφανώς τα υπό
του γραμματικού Ωρίωνος
διατυπωθέντα στην προηγούμενη παράγραφο.
Ο
Πρόκλος (Σχόλια
εις τον Κρατύλο του
Πλάτωνα, 144, 7-8) γράφει:
«ἡ δὲ Τηθὺς τὴν μονὴν ἐντίθησι
τοῖς ὑπὸ τοῦ Ὠκεανοῦ κινουμένοις»,
δηλαδή η Τηθύς θέτει
τον τόπο διαμονής στα υπό του Ωκεανού
κινούμενα.
Προφανώς
συσχετίζει το «Τηθύς»
με το ρήμα «τίθημι».
Και εδώ μάλλον πρόκειται για
παρετυμολογία.
Ο
Πρόκλος στο ίδιο
έργο του (147, 1-3) αναφερόμενος στον
«Κρατύλο», αναφέρει:
«Ὅτι
ὠνόμασται ἡ Τηθὺς
παρὰ τὸ <διαττώμενον> (@
το μεταδιδόμενο με
ορμή) καὶ <ἠθούμενον>
(@ διυλιζόμενον
καί στραγγιζόμενον), οἷον <Διαττηθύς>,
καὶ ἀφαιρέσει τῶν πρώτων δύο συλλαβῶν
<Τηθύς>».
Στην
περίπτωση αυτή έχουμε πλήρη αναδρομική
επιβεβαίωση του ιταλικού γνωμικού:
«Sebbene non e vero, e
ben trovato».
«Έστω κι αν δεν είναι αληθινό, είναι μία καλή ανακάλυψη».
«Έστω κι αν δεν είναι αληθινό, είναι μία καλή ανακάλυψη».
Και
το Λεξικόν των Αττικών
Ονομάτων (45, 1) αναφέρει:
«<Τηθύς>.
παρὰ τὸ δϊάπτειν καὶ δϊηθεῖν· πηγῆς
γὰρ ἀπείκασμά ἐστι».
Η ετυμολόγηση ταυτίζεται
με την ετυμολόγηση
του Πρόκλου.
Το
Λεξικό όμως δικαιολογεί την ετυμολόγησή
τους, λέγοντας ότι λέγεται «Τηθύς»,
διότι είναι απεικόνιση πηγής.
Το
τελευταίο αυτό ας το κρατήσουμε στον
νου μας.
Γενικώς
στην
αρχαία Ελληνική
και
Μεσαιωνική Γραμματεία υπάρχουν
71 λήμματα του
ονόματος «Τηθύς»
στην
ονομαστική, 94
στην
γενική, 11 στην
δοτική και
101 στην
αιτιατική, εν
συνόλω δηλαδή 277
λήμματα.
Έστω
και αν ο Ιωάννης Σταματάκος, στο Λεξικό
του της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης,
παράγει την «Τηθύν»
από το «Τήθη»
(τροφός).
Η
Τηθύς λοιπόν
είναι σύζυγος του Ωκεανού.
Είναι θεότητα των διαυγών και πηγαίων
υδάτων, η
οποία «περιορίζει τον
κόσμο» (mari qui amplectitur orbem). (Κάτουλλος,
Ποιήματα, 64, 29-30).
Δεν
υπάρχει ούτε γη ούτε ουρανός πριν από
την ένωση των δύο πρωταρχικών δυνάμεων,
οι οποίες παρουσιάζουν την ιδιομορφία
να μοιράζονται την ίδια φύση, ή
ακόμη την ίδια κοίτη.
Στην
αρχή υπήρξε ένα μόνον στοιχείο (το
γλυκό νερό), μέσα στο οποίο εκδηλώνεται
ο δυϊσμός και η συμπληρωματικότητα του
αρσενικού (Ωκεανός)
και του θηλυκού (Τηθύς).
Είναι
δυνατόν να υποθέσουμε, ότι πρόκειται
για ένα αρχέγονο «αμφίφυλο»
ύδωρ, πού αποτελεί ένα είδος
προανθρωπομορφικού ερμαφροδιτισμού.
Παρεμφερείς
άλλωστε ερμαφροδιτισμούς συναντάμε
και στις κοσμογονίες των άλλων λαών.
Ίσως
λοιπόν, κατά τον Όμηρο,
η θάλασσα, ο «Πόντος», όπως συνήθως
την αποκαλεί, δεν είναι γόνιμη.
Αντιθέτως
τα ποτάμια
ύδατα του Ωκεανού
και της Τηθύος είναι
τα
κατεξοχήν
γόνιμα.
Αλλά
μία τέτοια γονιμότητα πρέπει
κάποτε να
ανακοπεί, για
να σταματήσει ο κίνδυνος της συνεχούς
γενέσεως, πού θα ήταν αντίθετη στην
δημιουργία ενός «κόσμου», δηλαδή
ενός ολοκληρωμένου έργου.
Ανθρωπομορφικά,
η ανάγκη αυτή εξηγεί την έριδα,
πού χωρίζει τον Ωκεανό
από την Τηθύ.
(Διότι
ήδη, λέει η Θεά Ήρα
απευθυνόμενη προς την Θεά
Αφροδίτη, ο
Ωκεανός και η
Τηθύς επί πολύ
χρονικό διάστημα απέχουν ερωτικά
μεταξύ τους).
«ἤδη
γὰρ δηρὸν χρόνον ἀλλήλων ἀπέχονται
εὐνῆς καὶ φιλότητος».
(Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ
206-207).
Στην
πραγματικότητα η
τάξη και
η
ολοκλήρωση του
κόσμου εξαρτάται
από
την
διάρκεια της ερωτικής αυτής αποχής.
Διότι
εάν η αρχική γενεσιουργία δεν είχε
σταματήσει καθόλου, αλλά συνεχιζόταν,
δεν θα υπήρχε ούτε σταθερότητα, ούτε
συγκεκριμένα όρια στον
κόσμο μας· δεν θα υπήρχε
κυκλική κίνηση, πού να επιστρέφει στον
εαυτό της· το
πάν θα είχε συνεχίσει να παράγει
επ΄ άπειρον.
Βέβαια
η ιδέα της άπειρης παραγωγής και γενέσεως
δεν είναι παράλογη· απλώς
δεν
είχε
αυτήν την
ιδέα ο Όμηρος.
Κάποιοι
συγγραφείς της εποχής μας, όπως ο Jean
Rudhardt (Le theme
de I΄eau primordiale dans la mythologie
grecque, Έκδοσεις, A. Francke, Βέρνη, 1971, σελίδα
39-44) συσχετίζοντας γενεαλογικές ενδείξεις,
διάσπαρτες στις Ομηρικές
ραψωδίες και σε άλλους συγγραφείς,
καταλήγουν στην εξής κοσμογονική σειρά.
Το
ζεύγος Ωκεανού και
Τηθύος γεννά τον
Ουρανό και την
Γαία.
Αυτοί
γεννούν τους Τιτάνες.
Δύο
εκ των Τιτάνων, ο Κρόνος
και η Ρέα, γεννούν
τους Κρονίδες.
Δύο
εκ των τελευταίων, ο Θεός
Ζεύς
και η Θεά Ήρα,
παίρνουν με αγώνες την κυριαρχία του
κόσμου.
Σύμφωνα
λοιπόν με τις Ομηρικές
ραψωδίες, τίποτε
δεν
μας επιτρέπει
να
υποθέσουμε ότι ο Ωκεανός
και η Τηθύς προέρχονται
από κάποιο προγενέστερο στοιχείο.
Ο
Δαμάσκιος σφάλλει,
όταν αναφέρει ότι ο Όμηρος
ορίζει ως αρχή του κόσμου την Νύκτα:
«τε και απαγγελίαν
από δε της νυκτός εποιήσατο την αρχήν,
αφ' ής και ο Όμηρος».
(Δαμασκίου, Περί άρχων, 1, 319, 10-11),
δηλαδή θεώρησε ως
αρχή την Νύκτα (εννοεί
κάποια από τις Ορφικές
απόψεις, όπως την είχε καταγράψει
ο Εύδημος), όπως
ακριβώς και ο Όμηρος.
Ο
Όμηρος
όμως πουθενά δεν
αναφέρει
ούτε υπονοεί κάτι τέτοιο.
Ενώ
στο
Βαβυλωνιακό
έπος «Ενούμα Έλις» (Enuma Elish),
το
αρχικό
ζεύγος
Απσού και
Τιαμάτ αναλύεται
αντιστοίχως
στην
ανώτερη
μάζα των
γλυκών υδάτων (Απσού)
και
στα
αλμυρά ύδατα της θάλασσας (Τιαμάτ),
στην
Ιλιάδα
το
αρχικό ζεύγος
του
Ωκεανού
και
της
Τηθύος,
αποτελεί
την
σχάση και
σύντηξη ενός
μόνον στοιχείου, δηλαδή
των
γλυκών ποταμίων υδάτων.
Το
πρωταρχικό ζεύγος του Ομήρου
(Ωκεανός-Τηθύς)
αφού προέβη στην γένεση πάντων,
θεών και πραγμάτων, έπαυσε πλέον να
δημιουργεί και έτσι η γένεση
συντελέσθηκε κάποτε, αλλά δεν
συντελείται πλέον.
Τα
ορμητικά αρχέγονα ύδατα του Ωκεανού
και της Τηθύος
επιστρέφουν στον εαυτό τους λόγω της
ανακυκλήσεως τους, περιρρέοντας την
γη.
Μέχρι
εδώ προσέγγισα την
κοσμογονία του
Ομήρου.
Το
θέμα όμως έχει ανάγκη
Δήλιου
κολυμβητή, πού ίσως παρουσιασθεί στο
μέλλον.
Αναρτήθηκε:
Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας,
Ιστορικός Ερευνητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου