Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος ξεκαθαρίζει: Ότι κατρακυλάμε σε άβυσσο αθεΐας, αν ταυτίζουμε τους Θεούς με πάθη, με δυνάμεις και αρετές.

Ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος ξεκαθαρίζει:
Ότι κατρακυλάμε σε άβυσσο αθεΐας, αν ταυτίζουμε τους Θεούς με πάθη, με δυνάμεις και αρετές.

Τα επιπλέον ενδιάμεσα σχόλια μου (στο μονοκόμματο αρχαίο Ελληνικό κείμενο που θα βάλω παρακάτω, γιατί μόνον έτσι θα μάθουμε οι Έλληνες αληθινή Ελληνική Ιστορία), θα είναι πάντα μέσα σε παρένθεση και θα έχουν στην αρχή με κόκκινο χρώμα, το σύμβολο αυτό @

(@ Ας μάθουμε πρώτα Έλληνες μερικές πληροφορίες για το συγγραφικό αυτό έργο του Πλουτάρχου, που θα διαβάσετε το απόσπασμα του παρακάτω.

Ο «Ερωτικός» του Πλουτάρχου είναι από τα διαλογικά του έργα με θέμα τον έρωτα.

Η συζήτηση για τον έρωτα έγινε στις Θεσπιές, κάτω από τον Ελικώνα, όπου ο νεόπαντρος Πλούταρχος με τη γυναίκα του Τιμόξενα βρίσκονται εκεί για να συμμετάσχουν στην γιορτή των «Ερωτιδίων» και τώρα την αναπαράγει ο γιος του Πλουτάρχου Αυτόβουλος ύστερα από πρόταση του φίλου του Φλαβιανού.

Η αρχική συζήτηση για τον Έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις γίνεται από τον Πλούταρχο στις Θεσπιές, γιατί ανήμερα της γιορτής μια όμορφη και πλούσια χήρα, η Ισμηνοδώρα, απήγαγε το νεαρό Βάκχωνα.

Η συντροφιά του Πλουτάρχου και οι συμμέτοχοι στη συζήτηση είναι όλων των τάσεων και θα εκφράσουν τις απόψεις τους με παρρησία, αλλά κυρίαρχος στη συζήτηση είναι ο Πλούταρχος (όπως ο Σωκράτης στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, τον οποίο καταφανώς μιμείται στον «Ερωτικό» του).

Τα πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Πλούταρχος, οι Θεσπιείς Δαφναίος, Πεισίας και Ανθεμίωνας, ο Πρωτογενής από την Ταρσό, ο Πεμπτίδης από τη Θήβα, ο Σώκλαρος από την Τιθόρα (σημερινή Τιθορέα) και ο Ζεύξιππος από τη Σπάρτη.

Με εξαιρετική πλοκή της συζήτησης, επαγωγικά ο Πλούταρχος κάνει τις αναγωγές του με ύμνο προς την αγάπη και τον έρωτα, που βρίσκει την έκφραση, τη δικαίωση και τη διαχρονία της σε κάθε όμορφη και ενάρετη γυναίκα.

Ας δούμε τώρα Έλληνες το μονοκόμματο αρχαίο κείμενο με απόδοση στην νεοελληνική γλώσσα, που αφορά το θέμα αυτής της ανάρτησης).

«... πως όλοι συλλήβδην οι θεοί κατηγορούνται με μεγάλη ευκολία, προϊόν αμάθειας.

Φαντάσου τον Άρη που είναι ακριβώς εκ διαμέτρου αντίθετος με τον Έρωτα, όπως το είδωλο μέσα σε χάλκινο καθρέφτη, πόσες τιμές έχει γνωρίσει από τους ανθρώπους, αλλά και πόσα έχει σε βάρος του ακούσει,
«γιατί είναι τυφλός κι αόμματος γυρνά, ω θηλυκά, ο Άρης, με γουρουνίσιο πρόσωπο πάντα βυσσοδομώντας», και ο Όμηρος τον ονομάζει «δολοφόνο» και «αλλοπρόσαλλο».

Και ο Χρύσιππος ετυμολογώντας το όνομα του θεού τον κατηγορεί και τον κατασυκοφαντεί.

Υποστηρίζει δηλαδή ότι «Άρης» σημαίνει «καταστροφή», δίνοντας τροφή σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η μαχητικότητά μας και η εριστικότητα και η παρορμητικότητα έχουν ονομασθεί Άρης.

Μερικοί, πάλι, θα πουν ότι η Αφροδίτη είναι η επιθυμία, ο Ερμής η ευγλωττία, οι Μούσες είναι οι Τέχνες, και Αθηνά σημαίνει φρόνηση.

Βλέπεις, λοιπόν, σε τι άβυσσο αθεΐας κατρακυλάμε, αν ταυτίσουμε τον καθένα από τους θεούς με πάθη, με δυνάμεις και με αρετές».

(@ «ἕτεροι δ᾽ αὖ φήσουσι τὴν Ἀφροδίτην ἐπιθυμίαν εἶναι καὶ τὸν Ἑρμῆν λόγον καὶ τέχνας τὰς Μούσας καὶ φρόνησιν τὴν Ἀθηνᾶν», « Μερικοί, πάλι, θα πουν ότι η Αφροδίτη είναι η επιθυμία, ο Ερμής η ευγλωττία, οι Μούσες είναι οι Τέχνες, και Αθηνά σημαίνει φρόνηση»: Στις προτάσεις αυτές συντακτικά τα κύρια ονόματα είναι αντικείμενα και οι αφηρημένες έννοιες κατηγορούμενα τους.

Αν θεωρήσουμε, σημειώνει ο Πλούταρχος, ότι η Αφροδίτη είναι προσωποποιημένη επιθυμία, η Αθηνά προσωποποίηση της σοφίας, διαπράττουμε μεγάλο αμάρτημα και πέφτουμε στα τρίσβαθα της αθεΐας.

«ὁρᾷς δήπου τὸν ὑπολαμβάνοντα βυθὸν ἡμᾶς ἀθεότητος, ἂν εἰς πάθη καὶ δυνάμεις καὶ ἀρετὰς διαγράφωμεν ἕκαστον τῶν θεῶν;»

Επομένως ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος απορρίπτει τη θεωρία της «εκλογίκευσης» σχετικά με τη δημιουργία των Θεών.

Δεν δημιούργησαν δηλαδή οι άνθρωποι τους Θεούς, αλλά οι Θεοί τους ανθρώπους, άποψη συνεπέστατη και με το ιερό λειτούργημα που ασκεί στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και σε πλήρη αντιστοιχία με όλες τις επίσημες θρησκείες του σύγχρονου κόσμου).

«14.«Βλέπω» είπε ο Πεμπτίδης «αλλά δεν είναι σωστό ούτε να ταυτίσουμε τους θεούς με πάθη ούτε, πάλι, τα πάθη με θεούς».

(@ «ὁρῶ» εἶπεν ὁ Πεμπτίδης», «Βλέπω» είπε Πεμπτίδης»: Συμφώνησε απόλυτα ο Πεμπτίδης με τις απόψεις του Πλουτάρχου και αποδέχεται στη συνέχεια ότι οι προϋπάρχοντες από τις αρετές μας και τα πάθη μας Θεοί προικίζουν τους ανθρώπους με ανάλογα χαρίσματα, άποψη κυρίαρχη στον Εβραιοχριστιανισμό με τη «δωρεά του Αγίου Πνεύματος», τη «θεία φώτιση» από το Θεό Γιαχβέ, τη «Χάρη του Θεού» κλπ.

Έτσι, ο Θεός Άρης εμπνέει στους ανθρώπους την πολεμική όχι φιλόνικη διάθεση.

Επομένως, και η αγάπη και ο έρωτας έχουν τον Θεό τους, η σοφία των ανθρώπων την Θεά Αθηνά κλπ.

Με επαγωγικούς λοιπόν συλλογισμούς ο Πλούταρχος αποδεικνύει στον Πεμπτίδη ότι πολύ καλά κάνουν οι άνθρωποι και πιστεύουν από τα πανάρχαια χρόνια στον Θεό Έρωτα).

«Τότε ο πατέρας μου (@ ο Πλούταρχος) τον ρώτησε: «Τι λοιπόν; Νομίζεις ότι ο Άρης είναι θεός ή δικό μας πάθος;»

Όταν ο Πεμπτίδης απάντησε ότι ο Άρης είναι θεός που κοσμεί την παρορμητικότητά μας και την παλικαριά μας, τότε ο πατέρας μου αναφωνώντας είπε: «Ώστε, Πεμπτίδη μου, η μαχητικότητα και η εχθρότητα και η αντιπαλότητα έχουν το θεό τους, ενώ η αγάπη και η κοινωνικότητα και η συνεύρεση είναι χωρίς θεό;

Και για όσους, δηλαδή, από τους ανθρώπους σκοτώνουν και σκοτώνονται και για τα όπλα και τα βέλη και τις τειχομαχίες και λεηλασίας υπάρχει κάποιος θεός Ενυάλιος και Στράτιος που τα εποπτεύει και τα βραβεύει· αλλά για όσους επιθυμούν γάμο και αγάπη, που οδηγούν σε ομόνοια και κοινωνικοποίηση, δεν υπάρχει κανένας θεός μάρτυρας και επόπτης και αρχηγός και βοηθός; »

(@ Ενυάλιος: Επίθετο του Θεού Άρη που σημαίνει πολεμικός, παραγόμενο από το επικό κύριο όνομα Ἐνυώ (γενική - όος - οῦς), μητέρα ή σύντροφο του Θεού κατά την Ελληνική μυθολογία.

Στράτιος: Πολεμικό επίθετο του Θεού Άρη, ομόρριζο με το στρατός, στρατεύω (= εκστρατεύω).

«Αλλά, όταν οι άνθρωποι βγαίνουν για κυνήγι ζαρκαδιών και λαγών και ελαφιών, κάποια Αγροτέρα Άρτεμη τους συνοδεύει και τους ακολουθεί μαζί· και όσοι παγιδεύουν σε ορύγματα και δίχτυα λύκους και αρκούδες προσεύχονται στον Αρισταίο «που πρώτος έκανε παγίδες για τα ζώα» και ο Ηρακλής άλλον θεό παρακαλεί σκοπεύοντας να ρίξει με το τόξο του στην όρνιθα, όπως γράφει ο Αισχύλος:
«ο Απόλλωνας ο Αγραίος σωστά το βέλος ας κατευθύνει» και για άνθρωπο που επιχειρεί να θηρεύσει το ωραιότερο θήραμα, τη φιλία δηλαδή, κανένας ούτε θεός ούτε δαίμονας δεν κατευθύνει και δε συμμερίζεται την επιθυμία του; »

(@ Αγροτέρα: Επίθετο της Άρτεμης, Θεάς των αγρών και του κυνηγιού (ἀγρότερος -α -ον = άγριος, αγροτικός, θηρευτικός, συγκριτικού βαθμού χωρίς θετικό).

Αρισταίος: Γιος του Θεού Απόλλωνα και της νύμφης Κυρήνης, περίφημος κυνηγός και εφευρέτης της κυνηγητικής τέχνης, αναθρεμμένος στον Πηνειό από τις Ώρες και τις Χάριτες.

Τιμούνταν στην αρχαιότητα ως ήρωας).

«Εγώ, εξάλλου, φίλε Δαφναίε, δε θεωρώ το ανθρώπινο ον ούτε πιο ακαλαίσθητο ούτε πιο φαύλο ούτε από τη βελανιδιά ούτε από την ιερή ελιά ούτε από την κληματαριά που τόσο πετυχημένα την εξύμνησε ο Όμηρος· γιατί κι ο άνθρωπος έχει ορμή για γέννηση, που αποκαλύπτει την ανθοφορία και την ομορφιά του σώματος και της ψυχής».

15. Και ο Δαφναίος είπε: «Ποιος θα αντίλεγε, για όνομα των θεών».

Ο πατέρας του απάντησε: «Όλοι αυτοί που νομίζουν ότι η επιμέλεια του οργώματος και της σποράς και της φυτείας αρμόζει στους θεούς».

Δεν είναι πάλι σύμφωνα με τον Πίνδαρο αυτές οι νύμφες οι Δρυάδες «που έλαχε σ’ αυτές ζωή ίσα με ένα δέντρο, κι αυτών των δέντρων τους καρπούς ο Διόνυσος αυξάνει, φεγγοβολιά αγνή οπώρας;»

Για τα μειράκια, επομένως, και τα μικρά παιδιά που είναι στην ώρα και το άνθος τους, η ανατροφή και η ανάπτυξή τους δεν ανήκει σε κανένα από τους θεούς και τους δαίμονες, ούτε υπάρχει αυτός που έχει την ευθύνη για τον άνθρωπο που έρχεται στη ζωή να βαδίσει σωστά στο δρόμο της αρετής και να μην παρεκτραπεί ούτε να θρυμματιστεί η γενναιότητά του από έλλειψη κηδεμόνα ή από την κακία των συντρόφων του.

Ή μήπως και που λέμε αυτά είναι άσχημο και αχάριστο, αφού απολαμβάνουμε τη θεϊκή φιλανθρωπία, διάχυτη σε όλους και ποτέ απούσα στις ανάγκες, απ’ τις οποίες μερικές έχουν την έκβαση πιο απαραίτητη παρά πιο ευχάριστη;

Παράδειγμα η ώρα της γέννησής μας, καθόλου ευχάριστη, καθότι συνοδεύεται με αίμα και ωδίνες του τοκετού, που έχει όμως προστάτη τις θεότητες Ειλείθυια και Λοχεία».

(@ «ἀχάριστον, ἀπολαύοντάς γε τοῦ θείου τοῦ φιλανθρώπου», «αχάριστο, αφού απολαμβάνουμε τη θεϊκή φιλανθρωπία»: Κατά τον Πλούταρχο ο Θεός (Θεοί) είναι φιλάνθρωπος (όπως λένε και στον Εβραιοχριστιανισμό) και είναι αχαριστία εκ μέρους του ανθρώπου να παραγνωρίζει ή να μη βλέπει τη διαρκή του παρουσία και προστασία από την ώρα της γέννησης του μέχρι και το θάνατο του με τις Θεές - προστάτιδες της επίτοκης γυναίκας Ειλείθυια (από το μέλλοντα λεύσομαι του ρήματος ρχομαι ή εμι, απ’ όπου και η Ελευθερία και η φράση «ελευθερώθηκε» για την έγκυο γυναίκα που γέννησε) και Λοχεία (ομόρριζη των λέξεων λεχώ και λέχος).

«Ίσως να ήταν καλύτερο να μη γεννιόταν κανείς καθόλου παρά να γεννιόταν ανάπηρος, στερημένος από καλό κηδεμόνα και φύλακα.

Ο Θεός δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο, ούτε όταν είναι άρρωστος, αφού ανέλαβε την ευθύνη και (@ διαθέτει) τη δύναμη γι’ αυτό, αλλά ούτε κι όταν πεθάνει· γιατί, υπάρχει κάποιος διακομιστής αυτού από τον εδώ κόσμο και οδηγός των νεκρών, καθησυχαστής και ψυχοπομπός, όπως αυτός· «η Νύχτα δε με γέννησε κυρίαρχο της λύρας ούτε και μάντη ή γιατρό αλλά ψυχών ηγέτη».

Αλλά τα παρόμοια κρύβουν πολλές δυσκολίες».

(@ «οὐδὲ νοσοῦντος ἀνθρώπου θεὸς ἀποστατεῖ»,
«Ο Θεός δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο, ούτε όταν είναι άρρωστος»: Αναφορά (χωρίς να ονομάζεται), στον Θεό Ασκληπιό, γιό του Θεού Απόλλωνα και της νύμφης Κορωνίδας, εφευρέτη της ιατρικής, λατρευόμενο ιδιαίτερα στην Επίδαυρο, με χιλιάδες «Ασκληπιεία» σε πλήθος πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, δίκην Κέντρων Υγείας, Θεραπευτηρίων και Νοσοκομείων).

«Δε μπορούμε, λοιπόν, να αναφέρουμε έργο ιερότερο του Έρωτα, ούτε ότι αρμόζει στο θεό να επιβλέπει και να επιβραβεύει περισσότερο άλλη άμιλλα ή διαγωνισμό παρά την επιμέλεια και το κυνήγι των καλών και ωραίων νέων από τους εραστές.

Γιατί, δεν υπάρχει τίποτε το αισχρό ή το υποχρεωτικό αλλά η πειθώ και η χάρη, που πραγματικά υποκύπτει σε «γλυκό πόνο και κόπο ευχάριστο», οδηγεί στην αρετή και τη φιλία, που ούτε φτάνει στην ολοκλήρωση «χωρίς το θεό» ούτε έχει άλλο θεό ηγεμόνα και κυρίαρχο αλλά τον Έρωτα, σύντροφο των Μουσών και των Χαρίτων και της Αφροδίτης.

Γιατί, «γλυκό το θέρισμα απόκρυφης καρδιάς άνδρα που εχτυπήθηκε από μεγάλο πόθο», σύμφωνα με το Μελανιππίδη συνταιριάζει τα πιο ηδονικά με τα πιο όμορφα· ή «πώς», είπε, «να τα πούμε, Ζεύξιππε;»

Και εκείνος είπε: «Έτσι, μα το Δία. καλύτερα από κάθε άλλον· το αντίθετο παράτα το ως άτοπο».

(Πλούταρχος, Ερωτικός, 13 – 15, p. 419 - p. 423).

(@ Όπως καταλάβατε Έλληνες ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος λέει ότι οι Θεοί των Ελλήνων είναι Θεϊκές Οντότητες και όχι απλά ιδέες ή συμβολισμοί που θέλουν τώρα να μας περάσουν κάποιοι ανιστόρητοι ή κάποιοι που μπορεί να έχουν άλλα συμφέροντα, και αυτά τα αιρετικά βοηθούν αυτόν τον σκοπό τους.

Θα επανέλθω και με άλλα μου άρθρα (με περισσότερες αρχαίες Ελληνικές παραπομπές), πως οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τους Θεούς τους και Θεούς μας, ως Θεϊκές Οντότητες και όχι ως ιδέες ή απλά ως σύμβολα.

Και φυσικά με πάρα πολλές αρχαίες Ελληνικές παραπομπές, ότι οι αρχαίοι Έλληνες προσκυνούσαν και πίστευαν κυριολεκτικά τους Θεούς τους.

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν προσκυνούσαν τους ανθρώπους, αλλά προσκυνούσαν κυριολεκτικά μόνον τους Θεούς τους.

Εδώ και ολόκληρο το αρχαίο Ελληνικό κείμενο:)

«... ὥσπερ οὐδὲ τῶν ἄλλων θεῶν σχεδὸν ἀλοιδόρητος οὐδεὶς ἐκπέφευγε τὴν εὐλοιδόρητον ἀμαθίαν. σκόπει δὲ τὸν Ἄρην καθάπερ ἐν πίνακι χαλκῷ τὴν [p. 419] ἀντικειμένην ἐκ διαμέτρου τῷ Ἔρωτι χώραν ἔχοντα πηλίκας εἴληχε τιμὰς ὑπ᾽ ἀνθρώπων καὶ πάλιν ὅσα κακῶς ἀκούει, «τυφλὸς γάρ, ὦ γυναῖκες, οὐδ᾽ ὁρῶν Ἄρης συὸς προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακά».
Καὶ «μιαιφόνον» Ὅμηρος αὐτὸν καλεῖ καὶ «ἀλλοπρόσαλλον» ὁ δὲ Χρύσιππος ἐξηγούμενος τοὔνομα τοῦ θεοῦ κατηγορίαν ποιεῖ καὶ διαβολήν· ἀναιρεῖν γὰρ εἶναι τὸν Ἄρην φησίν, ἀρχὰς διδοὺς τοῖς τὸ μαχητικὸν ἐν ἡμῖν καὶ διάφορον καὶ θυμοειδὲς Ἄρην κεκλῆσθαι νομίζουσιν. ἕτεροι δ᾽ αὖ φήσουσι τὴν Ἀφροδίτην ἐπιθυμίαν εἶναι καὶ τὸν Ἑρμῆν λόγον καὶ τέχνας τὰς Μούσας καὶ φρόνησιν τὴν Ἀθηνᾶν. ὁρᾷς δήπου τὸν ὑπολαμβάνοντα βυθὸν ἡμᾶς ἀθεότητος, ἂν εἰς πάθη καὶ δυνάμεις καὶ ἀρετὰς διαγράφωμεν ἕκαστον τῶν θεῶν;»

«ὁρῶ» εἶπεν ὁ Πεμπτίδης «ἀλλ᾽ οὔτε πάθη τοὺς θεοὺς ποιεῖν ὅσιον οὔτε αὖ πάλιν τὰ πάθη θεοὺς νομίζειν» καὶ ὁ πατήρ «τί οὖν» ἔφη «τὸν Ἄρην, θεὸν εἶναι νομίζεις ἢ πάθος ἡμέτερον;» ἀποκριναμένου δὲ τοῦ Πεμπτίδου θεὸν ἡγεῖσθαι τὸν Ἄρην κοσμοῦντα τὸ θυμοειδὲς ἡμῶν καὶ ἀνδρῶδες; ἀνακραγὼν ὁ πατήρ «εἶτ᾽» ἔφη «τὸ μὲν μαχητικόν, [p. 420] ὦ Πεμπτίδη, καὶ πολεμικὸν καὶ ἀντίπαλον θεὸν ἔχει, τὸ δὲ φιλητικὸν καὶ κοινωνικόν καὶ συνελευστικὸν ἄθεόν ἐστι; καὶ κτείνοντας μὲν ἄρα καὶ κτεινομένους ἀνθρώπους ὅπλα τε καὶ βέλη καὶ τειχομαχίας καὶ λεηλασίας ἔστι τις ἐφορῶν καὶ βραβεύων θεὸς Ἐνυάλιος καὶ Στράτιος· πάθους δὲ γάμου καὶ φιλότητος εἰς ὁμοφροσύνην καὶ κοινωνίαν τελευτώσης οὐδεὶς θεῶν μάρτυς οὐδ᾽ ἐπίσκοπος οὐδ᾽ ἡγεμὼν ἢ συνεργὸς ἡμῖν γέγονεν; ἀλλὰ δορκάδας μὲν θηρεύουσι καὶ λαγωοὺς καὶ ἐλάφους ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεός, εὔχονται δ᾽ Ἀρισταίῳ δολοῦντες ὀρύγμασι καὶ βρόχοις λύκους καὶ ἄρκτους, «ὃς πρῶτος θήρεσσιν ἔπηξε ποδάγρας»· ὁ δ᾽ Ἡρακλῆς ἕτερον θεὸν παρακαλεῖ μέλλων, ἐπὶ τὸν ὄρνιν αἴρεσθαι τὸ τόξον, ὡς Αἰσχύλος φησίν, «ἀγρεὺς δ᾽ Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι βέλος»· ἀνδρὶ δὲ τὸ κάλλιστον ἐπιχειροῦντι θήραμα φιλίαν ἑλεῖν οὔτε θεὸς οὔτε δαίμων ἀπευθύνει καὶ συνεφάπτεται τῆς ὁρμῆς; ἐγὼ μὲν γὰρ οὐδὲ δρυὸς οὐδὲ μορίας οὐδ᾽ ἣν Ὅμηρος «ἡμερίδα» σεμνύνων προσεῖπεν ἀκαλλέστερον ἔρνος οὐδὲ φαυλότερον ἡγοῦμαι φυτὸν ἄνθρωπον, ὦ φίλε Δαφναῖε, βλαστήσεως ὁρμὴν ἔχοντα διαφαίνουσαν ὥραν καὶ κάλλος ἅμα σώματος καὶ ψυχῆς».

[p. 421] Καὶ ὁ Δαφναῖος «τίς δ᾽ ἄλλως» εἶπεν «ὦ πρὸς τῶν θεῶν;» «οὗτοι νὴ Δί» ἔφη «πάντες» ὁ πατήρ «οἱ νομίζοντες ἀρότου καὶ σπόρου καὶ φυτείας ἐπιμέλειαν θεοῖς προσήκειν. ἢ γὰρ οὐ νύμφαι τινὲς αὐτοῖς Δρυάδες εἰσὶν «ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος λαχοῦσαι»· «δενδρέων δὲ νομὸν Διόνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι, φέγγος ἁγνὸν ὀπώρας» κατὰ Πίνδαρον»· μειρακίων δ᾽ ἄρα καὶ παίδων ἐν ὥρᾳ καὶ ἄνθει πλαττομένων καὶ ῥυθμιζομένων τροφαὶ καὶ αὐξήσεις οὐδενὶ θεῶνδαιμόνων προσήκουσιν, οὐδ᾽ ἔστιν ᾧ μέλει φυόμενον ἄνθρωπον εἰς ἀρετὴν ὀρθὸν ἐλθεῖν καὶ μὴ παρατραπῆναι μηδὲ κλασθῆναι τὸ γενναῖον ἐρημίᾳ κηδεμόνος ἢ κακίᾳ τῶν προστυγχανόντων; ἢ καὶ τὸ λέγειν ταῦτα δεινόν ἐστι καὶ ἀχάριστον, ἀπολαύοντάς γε τοῦ θείου τοῦ φιλανθρώπου πανταχόσε νενεμημένου καὶ μηδαμοῦ προλείποντος ἐν χρείαις, ὧν ἀναγκαιότερον ἔνιαι τὸ τέλος ἢ κάλλιον ἔχουσιν; ὥσπερ εὐθὺς ἡ περὶ τὴν γένεσιν ἡμῶν οὐκ εὐπρεπὴς οὖσα δι᾽ αἵματος καὶ ὠδίνων, ὅμως ἔχει θεῖον ἐπίσκοπον Εἰλείθυιαν καὶ Λοχείαν· ἦν δέ που μὴ γενέσθαι [p. 422] κρεῖττον ἢ γενέσθαι κακόν, ἁμαρτάνοντα κηδεμόνος ἀγαθοῦ καὶ φύλακος. οὐ μὴν οὐδὲ νοσοῦντος ἀνθρώπου θεὸς ἀποστατεῖ τὴν περὶ τοῦτο χρείαν καὶ δύναμιν εἰληχώς, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἀποθανόντος· ἔστι δέ τις ἐκεῖ κομιστὴρ ἐνθένδε καὶ ἀρωγὸς ἐν τέλει γενομένων κατευναστὴς καὶ ψυχοπομπός, ὥσπερ οὗτος· «οὐ γάρ με Νὺξ ἔτικτε δεσπότην λύρας, οὐ μάντιν οὐδ᾽ ἰατρόν, ἀλλὰ θνητὸν ἅμα ψυχαῖς».

Καὶ τὰ τοιαῦτα πολλὰς ἔχει δυσχερείας. ἐκείνου δ᾽ οὐκ ἔστιν εἰπεῖν ἔργον ἱερώτερον οὐδ᾽ ἅμιλλαν ἑτέραν οὐδ᾽ ἀγῶνα θεῷ πρέπειν μᾶλλον ἐφορᾶν καὶ βραβεύειν ἢ τὴν περὶ τοὺς καλοὺς καὶ ὡραίους ἐπιμέλειαν τῶν ἐρώντων καὶ δίωξιν· οὐδὲν γάρ ἐστιν αἰσχρὸν οὐδ᾽ ἀναγκαῖον, ἀλλὰ πειθὼ καὶ χάρις ἐνδιδοῦσα «πόνον ἡδύν» ὡς ἀληθῶς «κάματόν <τ᾽ εὐκάματον»> ὑφηγεῖται πρὸς ἀρετὴν καὶ φιλίαν, οὔτ᾽ «ἄνευ θεοῦ» τὸ προσῆκον τέλος λαμβάνουσαν, οὔτ᾽ ἄλλον ἔχουσαν ἡγεμόνα καὶ δεσπότην θεὸν ἀλλὰ τὸν Μουσῶν καὶ Χαρίτων καὶ Ἀφροδίτης ἑταῖρον Ἔρωτα.

«γλυκὺ γὰρ θέρος ἀνδρὸς ὑποσπείρων πραπίδων πόθῳ» [p. 423] κατὰ τὸν Μελανιππίδην, τὰ ἥδιστα μίγνυσι τοῖς καλλίστοις· ἢ πῶς» ἔφη «λέγομεν, ὦ Ζεύξιππε;» κἀκεῖνος «οὕτως» ἔφη «νὴ Δία παντὸς μᾶλλον· ἄτοπον γὰρ ἀμέλει τοὐναντίον».

(Πλούταρχος, Ερωτικός, 13 – 15, p. 419 - p. 423).

Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.

1 σχόλιο: