Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Ο Ηράκλειτος ήταν Ενιστής και όχι Μονοθεϊστής.



Στο άρθρο μου αυτό: θα εξετάσω αν ο Ηράκλειτος δεχόταν πολλούς Θεούς, δίπλα στο ύψιστο θείο του, ή αν απέρριπτε τον πλουραλισμό των Θεών.

Τα ελάχιστα αποσπάσματα που μας σώθηκαν (συχνά αλλοιωμένα) δεν επιτρέπουν φυσικά να υπάρξει σύμπτωση γνωμών πάνω στο θέμα αυτό.

Ας δούμε πρώτα, πώς ο φιλόσοφος αντιμετώπιζε τους Θεούς της Ελληνικής παράδοσης.

Ο Ηράκλειτος δεν κρύβει τον θαυμασμό και τον σεβασμό του για τον Θεό Απόλλωνα, τον μεγάλο Θεό των Ελλήνων αριστοκρατών: «Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν». (Ηράκλειτος: Β 92).

Ο θαυμασμός του βέβαια εδώ αναφέρεται ειδικότερα στο προφητικό ύφος, στην πυκνή διατύπωση των χρησμών που προτιμούσε ο Ηράκλειτος: «ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει».
(Ηράκλειτος: Β 93).

Στα δύο αυτά αποσπάσματα ζωγραφίζεται παραστατικά η ενδιάθετη πηγή, απ΄ όπου αναβλύζει ο λόγος του Ηρακλείτου.

Και ο Ηράκλειτος θεωρούσε τον εαυτό του θεόπνευστο (αφού επικοινωνούσε με τον Λόγο-πυρ) και ο ίδιος δεν λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει, βάζει «σημάδια» που μας οδηγούν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Θεού Απόλλωνα.

Θεωρούσε όμως τον Απόλλωνα ξεχωριστό Θεό, ή μήπως τον έβλεπε σαν ένα «φανέρωμα», μια «έκφραση» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) του Λόγου-πυρ ;

Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι τους λόγους που οδήγησαν τον Ηράκλειτο, στο να χρησιμοποιήσει το όνομα του Θεού Απόλλωνα.

Διαισθάνομαι όμως ότι ο Θεός αυτός δεν είναι ένα άδειο σχήμα, χρήσιμο σαν αφετηρία στοχασμού, αλλά ότι πρόκειται για μια οντότητα, που ο Ηράκλειτος την παίρνει στα σοβαρά.

Το σύνολο του άρθρου μου που ακολουθεί, θα ενισχύσει νομίζω τη γνώμη μου αυτή (που μέχρι τώρα διαβάζετε εδώ), να στηρίζεται μόνο στη διαίσθηση.

Τις ίδιες απόψεις θα εκφράσω και για το απόσπασμα στο οποίο ο Ηράκλειτος μιλάει για τον Θεό Διόνυσο και τον Άδη:
«Γιατί αν δεν ήταν ο Διόνυσος προς τιμήν του οποίου κάνουν την βακχική πομπή και ψάλλουν το άσμα στα αιδοία, θα έκαμναν κάτι αναιδέστατο. Γιατί είναι ίδιος ο Άδης και ο Διόνυσος, προς τιμήν του οποίου καταλαμβάνονται από μανία και γιορτάζουν τα Λήναια». (Ηράκλειτος: Β 15).

«εἰ μὴ γὰρ Διονύσῳ πομπὴν ἐποιεῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργασται· ωὑτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν».
(Ηράκλειτος: Β 15).

Στο απόσπασμα αυτό ο Ηράκλειτος καλεί τους ανθρώπους να προσέξουν τη βαθύτερη σχέση που ενώνει τον Άδη με τον Θεό Διόνυσο, που εκφράζουν ο ένας τον θάνατο και ο άλλος τη δημιουργική δύναμη της ζωής.

Πρόκειται για δύο φαινομενικά αντίθετες δυνάμεις, που σύμφωνα με την φιλοσοφία του αποτελούν ενότητα.

Αυτό οι πολλοί δυσκολεύονται να το διακρίνουν.

Ας προσθέσουμε, ότι ήδη στη Λατρεία των μυστηρίων ήταν ριζωμένη η πίστη: ότι το τέλος της ζωής, σημαίνει την αρχή της και ότι ο Θεός Διόνυσος λατρευόταν στα μυστήρια και σαν υποχθόνιος Θεός, όπως η Θεά Δήμητρα και η Θεά Περσεφόνη, και φυσικά (όπως και σ΄ αυτές)... ο θάνατος δεν ήταν ένα τέρμα, αλλά σήμαινε τη δημιουργία ζωής.

(@ Στην Πραγματεία του Πλούταρχου, με τίτλο «Περί του Σωκράτους Δαιμονίου», ο Αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος, διασώζει ένα απόσπασμα από κάποιον χαμένο Διθύραμβο του Πίνδαρου, πού λέει: «είναι τρισευτυχισμένος εκείνος που είδε όσα γίνονται υποχθόνια. Γνώρισε μεν το τέλος του βίου, αλλά συγχρόνως γνώρισε και την Αρχή που έδωσε ο Δίας».

«ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ' ὑπὸ χθόν'·οἶδε μὲν βίου τελευτάν,οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν».

(@ Ο Θεός Διόνυσος ήταν και Θεός νυχτερινών τελετών (Διόνυσος ο Νυκτέλιος). (Παυσανίας: I 40, 6).

Ο κόσμος των νεκρών ανήκε στο βασίλειο του Θεού Διονύσου. (Rohde: Psyche, II 45, 2. 12, 2), (W. Otto: Dionysos, 108), (Βέϊκος: Ηράκλειτος: 84-5 ).

Εκτός από την ενότητα του Άδη και του Θεού Διόνυσου, στο απόσπασμα αυτό ο Ηράκλειτος τονίζει: ότι τα φαλλικά άσματα και οι πομπές, αν δεν γίνονταν προς τιμήν του Διόνυσου, θα ήταν άσεμνες και αναιδείς· και είναι τέτοιες, αν κανείς δεν αναζητεί το βαθύτερο νόημά τους.

Αυτή την παράλειψη την έκαμναν προφανώς οι σύγχρονοι του.

(@ «γιατί είναι ανίερος ο τρόπος που μυούνται στα μυστήρια που συνηθίζουν να τελούν οι άνθρωποι». (Ηράκλειτος: Β 14).

«τα γάρ νομιζόμενα κατ΄ ανθρώπους μυστήρια ανιερωστί μυεύνται» . (Ηράκλειτος: Β 14).

Τονίζει έτσι την ιερότητα των τελετών, που φαινομενικά είναι άσεμνες.

Τελικά, μέσα στους κόλπους του θείου, τα αντίθετα σεμνό-άσεμνο αποτελούν ενότητα.

Ως προς τη λέξη Άδης, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αποτελεί μια μετωνυμική έκφραση, προορισμένη να δηλώσει το αντίθετο, της εδώ ζωής.

(@ «Άδης σημαίνει το χώρο του καθαρού πυρός όπου ζουν μεταθανάτια οι πύρινες ψυχές», λέει ο (Βέϊκος: Ηράκλειτος, 82, 2), προσθέτοντας ότι μετωνυμικά χρησιμοποιούν τη λέξη με τη σημασία θάνατος και οι ποιητές (Σιμωνίδης ο Αμοργίνος: I 13), ο Πίνδαρος λυμπιόνικοι: IX 33-5) και ο (Ευριπίδης: Άλκιστις 261).

Στο (Ηράκλειτος: Β 15) υπάρχει ακόμα μιά δευτερεύουσα ίσως, αλλά τυπικά Ηρακλείτεια σύνδεση των Άιδης-αιδοίον ).

Η σκέψη όμως του Ηρακλείτου θα εμποδιζόταν από το να δει τον Άδη συγχρόνως και σαν χωριστή θεϊκή οντότητα ;

Όταν ο Ηράκλειτος εκφράζει το αφηρημένο καταφεύγοντας στο συγκεκριμένο, τότε το συγκεκριμένο αυτό καταργείται σαν χωριστή οντότητα ;

Ακόμα, η λέξη Διόνυσος, τίνος μετωνυμική έκφραση είναι ;

Μήπως του ίδιου του Λόγου-πυρ, αφού περιέχει τη ζωή και το θάνατο ;

Ο Διόνυσος νομίζω ότι είναι ο γνωστός Θεός Διόνυσος, προς τιμήν του οποίου ψέλνουν τα φαλλικά άσματα και κάνουν τις φαλλικές πομπές· και σ΄ αυτό ο Ηράκλειτος δεν έχει καμιά αντίρρηση.

Ζητάει απλώς τη βαθύτερη κατανόηση του νοήματος των τελετών· όχι την κατάργησή τους.

Ή λοιπόν είναι στο βάθος ένας μονοθεϊστής, που από συμβιβασμό και υποκρισία κάνει παραχωρήσεις στη μυθική παράδοση και στη μυστηριακή ορολογία και τελετουργία (ακόμα ένας υπολογιστής δίπλα στον άτυχο Ξενοφάνη!)

Ή πιστεύει πραγματικά στην ύπαρξη πολλών θεών, κι εδώ κι όπου αλλού τους αναφέρει.

Σκέφτομαι ότι αν το πιο ανδρείο και ασυμβίβαστο πνεύμα της αρχαιότητας ήταν μονοθεϊστής, θα το είχε διατυπώσει με τρόπο τόσο επιγραμματικό, που θα τον γνώριζε όλη η αρχαιότητα και θα σταματούσε κατάπληκτη σ΄ αυτό το σημείο.

Θα πρόσεχε εξάλλου περισσότερο τις διατυπώσεις του στο ευαίσθητο αυτό σημείο, και δεν θα αναμείγνυε συνεχώς τους Έλληνες θεούς.

Ο Ηράκλειτος όμως δεν ήταν μονοθεϊστής, ήταν ενιστής.

Δεχόταν μιά ύψιστη αρχή (Λόγος-Πυρ), απ΄ την οποία προέρχονταν και οι θεότητες.

Οι θεότητες και οι δαίμονες στο πνεύμα των αρχαίων και στο πνεύμα του Ηρακλείτου ήταν στο βάθος πανίσχυρα όντα, πνεύματα, ή ψυχές, όχι ανθρώπινες, οντότητες βασικά αιώνιες.

Πιστεύω πως στον Ηράκλειτο προέρχονται και τρέφονται από τον Λόγο-πυρ, και αποτελούν τις ανώτατες σε δύναμη, ομορφιά, σοφία και ηθική ψυχές, που είναι απαλλαγμένες από τον κίνδυνο να υγροποιηθούν και να πεθάνουν, έστω προσωρινά, όπως από τον Λόγο-πυρ τρέφονται και αυξαίνουν οι ασθενέστερες ψυχές των φωτισμένων φιλοσοφικά ανθρώπων.

Έτσι ο Ηράκλειτος μπορεί να πει: «Αυτόν τον κόσμο που είναι ο ίδιος για όλα τα όντα, ούτε κάποιος θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε αλλά ήταν πάντα και είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο», χωρίς να μιλάει συμβατικά για τους Θεούς (κι εδώ συμβατικά!!!). (Ηράκλειτος: Β 30).

«Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν αλλ’ήν αεί και εστίν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα».
(Ηράκλειτος: Β 30).

Το ίδιο εννοεί σοβαρά, ότι υπάρχουν πολλοί θεοί: όταν ψέγει κάποιους... ότι προσεύχονται στ΄ αγάλματα, χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική φύση των Θεών και των ηρώων, ή όταν λέει πως τους σκοτωμένους στη μάχη, τους τιμούν οι Θεοί και οι άνθρωποι.

(@ «χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι θεοί και ποιοί ήρωες», (κι εδώ οι Θεοί και οι ήρωες είναι λέξεις συμβατικές!!!). (Ηράκλειτος: Β 5).

«οὔ τι γινώσκων θεοὺς οὐδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσι». (Ηράκλειτος: Β 5).

«Οι Θεοί και οι άνθρωποι τιμούν εκείνους που πέθαναν στη μάχη». (Ηράκλειτος: Β 24).

«ἀρῃφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι». (Ηράκλειτος: Β 24).

Παρόμοια πιστεύει στις σεβαστές και αποτρόπαιες Ερινύες, που τις θεωρεί κι αυτός, όπως πολλοί σύγχρονοι του, σαν βοηθούς της Θεάς Δίκης, μιας άλλης σεβαστής θεότητας, που το όνομά της συνδεόταν ήδη στην Ελληνική παράδοση, με το όνομα του Ύψιστου Θεού Δία και της Τιτανίδας Θέμιδας... και τις αδερφές της Θεάς Δίκης: την Θεά Ειρήνη και την Θεά Ευνομία (Οι Ώρες).

Δεν βλέπω κανέναν υπολογισμό και καμιά υποκρισία στο ότι αφιέρωσε ο Ηράκλειτος (καθώς λένε), το βιβλίο του στο ναό της Θεάς Άρτεμης.

Προφανώς την σεβόταν ιδιαίτερα, ώστε να αποδώσει τέτοια αφιέρωση.

Ακόμα, το γεγονός που εντυπωσίασε τον Αριστοτέλη: ότι ο Ηράκλειτος προσκάλεσε κάποιους ξένους να μη διστάσουν να μπουν στο σπίτι του, «εἶναι γὰρ καὶ ἐνταῦθα θεούς» (Ηράκλειτος: α 9, 4), είναι εντελώς μέσα στο πνεύμα της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας.

Ο Αριστοτέλης δεν εκπλήσσεται που ο Ηράκλειτος μιλάει για Θεούς· προφανώς δεν τον θεωρούσε μονοθεϊστή.

Υπάρχουν τέλος μερικά αποσπάσματα στα οποία αναφέρεται η λέξη Θεός στον ενικό θείον υποψιάζομαι όμως ότι πρόκειται για λέξη περιεκτική, που σημαίνει Θεοί, όπως λ.χ. στον Ηρόδοτο: «ἀνθρώπων ὁ σοφώτατος πρὸς θεὸν πίθηκος φανεῖται καὶ σοφίᾳ καὶ κάλλει καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν».

(@ Αφού απαριθμούνται η σοφία και η ομορφιά, τα άλλα που απομένουν είναι βασικά η δύναμη και η ηθικότητα.
(Ηράκλειτος: Β 83).

Εδώ ο Θεός πρέπει να υποδηλώνει τους Θεούς και όχι τον Λόγο-πυρ, γιατί είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι ο Ηράκλειτος, θέλησε να συγκρίνει πράγματα... που δεν συγκρίνονται.

Ο Λόγος-πυρ δεν έχει σχήμα ανθρωπόμορφο και γενικά μου φαίνεται: ότι είναι έξω από κάθε αισθητική κατηγορία· είναι συνεπώς αδύνατο να συγκριθεί με τον άνθρωπο ως προς την ομορφιά.

Έπειτα πώς να συγκριθεί η δύναμη, αφού τα πάντα αντλούν την υπόσταση και τη δύναμή τους από τον Λόγο-πυρ ;

Τα μεγέθη εδώ είναι τόσο άνισα, που καταντά γελοίο να τα συγκρίνεις.

Αντίθετα, οι θεότητες και οι δαίμονες είναι βέβαια ανώτεροι σε δύναμη, δικαιοδοσία κτλ., είναι όμως κάπως προσωπικότεροι, έχουν σε τελευταία ανάλυση κάτι το ανθρωπόμορφο· είναι πανίσχυροι, αντλούν όμως τη δύναμή τους από τον Λόγο-πυρ που τρέφει τα πάντα, και υπάρχει τελικά τρόπος να συγκριθούν με τους ανθρώπους, όσο κι αν η σύγκριση είναι μοιραίο ν΄ αποβαίνει πάντα, σε βάρος των ανθρώπων.

Τα ίδια ισχύουν και για το απόσπασμα (Ηράκλειτος: Β 79):
«ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός».

Εδώ νομίζω ότι φανερά το δαίμων είναι περιεκτικό, σημαίνει κάποιον, ή οποιονδήποτε από τους δαίμονες· και η απόσταση δεν είναι κυριολεκτικά χαώδης, αφού την απόσταση από το παιδί στον άνδρα, δεν την χωρίζει αγεφύρωτο δια παντός χάσμα.

Υπάρχει τρόπος το παιδί να γίνει «άντρας», να αποκτήσει δηλαδή «φρόνηση», δύναμη, ηθική κτλ.

Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι άνθρωποι πλησιάζουν πολύ την θεϊκή κατάσταση, που βασικό της γνώρισμα είναι η αθανασία.

Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν οι ψυχές τους γίνουν πραγματικά σοφές, πύρινες.

Συμβαίνει όμως ίσως και σε μερικές εξαιρετικές περιστάσεις, όταν λ.χ. ο άνθρωπος πεθάνει στη μάχη.

Στο συμπέρασμα αυτό θα καταλήγαμε, ακόμα κι αν δεν υπήρχε το παρακάτω απόσπασμα: «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων και ο βασιλιάς των πάντων, και μερικούς τους έκανε θεούς, άλλους ανθρώπους· μερικούς τους έκανε δούλους, άλλους ελεύθερους». (Ηράκλειτος: Β 53).

«πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους». (Ηράκλειτος: Β 53).

Ο πόλεμος εδώ, εκτός από την γνωστή κοσμολογική σημασία, έχει και μεταφορική· δηλώνει, τον καθημερινό σκληρό αγώνα της ψυχής ν' απαλλαχτεί από την ύβρη, τον «ύπνο» και την «υγροποίηση» που την απειλούν αδιάκοπα, εφόσον είναι δεμένη με το σώμα, αγώνα που της επιτρέπει τελικά να περάσει σε μια θεϊκή κατάσταση.

(@ Ο πόλεμος ως υπέρτατος νόμος: διέπει και τις κινήσεις των ψυχών από τη μια μορφή ζωής στην άλλη... και σ' αυτόν τον μεταφυσικό πόλεμο, η μεταβολή των ψυχών από το θνητό κόσμο στον αθάνατο, αποτελεί μια νίκη, γιατί οι ψυχές απαλλάσονται από το σώμα, το υγρό στοιχείο.

«οι μεγαλύτεροι θάνατοι, παίρνουν μεγαλύτερα μερίδια». (Ηράκλειτος: Β25).

«μόροι γάρ μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι». (Ηράκλειτος: Β25).

Ίσως αυτοί να είναι οι φύλακες του (Ηράκλειτος: Β 63): «ένθα δ΄εόντι επανίστασθαι καί φύλακας γίνεσθαι εγερτί ζώντων καί νεκρών»).

Σημαίνει όμως και τον πόλεμο που κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους: οι νεκροί του δίκαιου πολέμου θεοποιούνται, γίνονται βασικά ήρωες.

Είναι αυτοί που τιμούν θεοί και άνθρωποι.

Το ότι ο Ηράκλειτος αναφέρει εδώ μόνο θεούς (παραλείποντας το ήρωες), δεν πρέπει να μας δεσμεύει.

(@ Μια ιδιαιτερότητα της υπεροχής τους απέναντι στους ανθρώπους είναι, νομίζω, το «αέναον κλέος» (Ηράκλειτος: Β 29), η αιωνιότητα της δόξας που κατακτούν.

Η δόξα, σαν αιώνια, είναι κι αυτή κάτι το θεϊκό.

Ορισμένοι ερευνητές βλέπουν στον πόλεμο μόνο την κοινή σημασία της μάχης... Gigon: Untersuchungen 124-5 (όποιος πέφτει στη μάχη γίνεται αθάνατος). Brieger, Hermes 39 (1904) 195, Ν. Jahrb. 13 (1904) 691 (κάτω από τη λέξη Θεοί εννοούνται οι ήρωες και οι δαίμονες).

Θεοί, δαίμονες και ήρωες έχουν όλοι θεϊκή υπόσταση και συνεκδοχικά μπορεί να συμπεριληφθούν στην έννοια Θεός όπως την όρισα, άσχετα αν αλλού γίνεται διάκριση (ποτέ αντιδιαστολή) ανάμεσά τους.

Λόγου χάριν : (Ηράκλειτος: Β 5) : «οὔ τι γινώσκων θεοὺς οὐδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσι»).

Και στον Ηράκλειτο και στους άλλους Έλληνες, η διαφορά ανάμεσα στους Θεούς, τους δαίμονες και τους ήρωες είναι βασικά ποσοτική, όχι ποιοτική: όλοι έχουν το κύριο γνώρισμα της έννοιας Θεός, την αθανασία, ή έστω μια απροσδιόριστη αλλά σημαντική μακροβιότητα, καθώς και μια συντριπτική υπεροχή σε όλους (Θεοί), ή σε πολλούς τομείς (δαίμονες, ήρωες) απέναντι στους ανθρώπους, χαρακτηριστικά άλλωστε που γεννούν τον σεβασμό.

Όλα όσα εξέθεσα με οδηγούν στο να δεχτώ τη δοξογραφική μαρτυρία για τον Ηράκλειτο: «καί πάντα ψυχών είναι καί δαιμόνων πλήρη». (Διογένης Λαέρτιος: Α 1 , 7).

(@ Παρόμοια μαρτυρία για τον Θαλή, πού πίστευε πως ο κόσμος είναι γεμάτος θεούς: «Πάντα πλήρη θεών και δαιμόνων». (Αριστοτέλης: Περί ψυχής, Α 3) και τον Αναξιμένη (Αριστοτέλης: Περί ψυχής, Α 7 ).

Η θέση αυτή λύνει πολλά προβλήματα της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας και μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να αλλοιώνουμε τον χαρακτήρα του φιλοσόφου.

Γενικεύοντας τις σκέψεις που έκανα για τον Ηράκλειτο, θα περιγράψω με συντομία τι κατά τη γνώμη μου εννοούν οι Μιλήσιοι, αλλά και ο Ξενοφάνης με τις λέξεις Θεοί, δαίμονες και ήρωες.

Η μοναδική υπέρτατη αρχή (νερό, άπειρο, αέρας, Λόγος-πυρ) είναι θεϊκή· είναι ο κατ' εξοχήν θεός, βασικά γιατί είναι αιώνια, ανώλεθρη, δεν υπόκειται στη φθορά.

Αυτή είναι η πρώτη βασική ιδιότητα που δημιουργεί την έννοια της απόλυτης ανωτερότητας, που είναι απαραίτητη για να σχηματιστεί η έννοια και η αίσθηση του θείου.

Στους Μιλήσιους, η υπέρτατη αρχή έχει και άλλες ιδιότητες έξω από κάθε ανθρώπινο μέτρο.

Είναι πηγή της ζωής για όλα τα όντα, ακόμα και για τις θεότητες.

Εξασφαλίζει την κοσμική ισορροπία και κυβερνάει σύμφωνα με νόμους, που η ίδια έχει καθορίσει.

Τα χαρακτηριστικά αυτά της εξασφαλίζουν την απόλυτη ανωτερότητα και δημιουργούν την έννοια του υπέρτατου θείου.

Μπορούμε λοιπόν να ονομάσουμε τους φιλοσόφους αυτούς ενιστές, αλλά όχι και μονοθεϊστές.

Οι Θεότητες είναι επίσης αιώνιες. Αλλά είναι οντότητες που αντλούν την υπόσταση και τη δύναμή τους από την υπέρτατη αρχή.

Είναι πνεύματα, ή ψυχές ισχυρότατες, δεν έχουν όμως την απόλυτη δύναμη και εξουσία της ύψιστης αρχής, και υποτάσσονται τελικά στο σχέδιο και τους νόμους της.

Είναι σε θέση να επιδράσουν πάνω στον φυσικό κόσμο (μερικών μάλιστα το κύριο χαρακτηριστικό είναι η επίδραση αυτή πάνω στον κόσμο), αλλά και πάνω στην ψυχή και το πνεύμα των ανθρώπων.

Σαν πνεύματα, ή πανίσχυρες ψυχές, έχουν προσωπικότερο χαρακτήρα, σε σχέση με την ύψιστη αρχή.

Έχουν ορισμένες βασικές αρμοδιότητες, που δεν μπορούν ίσως να να υπερβούν, και δεσμεύονται από τους νόμους της ύψιστης αρχής.

Ο Θεός Ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα καθορισμένα μέτρα: αλλιώς θα τον κυνηγήσουν άγρια οι Θεότητες Ερινύες και θα τον αναγκάσουν να επανέλθει στην τάξη.

Αυτό δεσμεύει τη θέληση του Θεού Ήλιου, που είναι κάπως προσωπικότερη.

Στον Ηράκλειτο πρέπει να φανταστούμε τις θεότητες: σαν κατ΄ εξοχήν ξηρές, πύρινες και πανίσχυρες ψυχές, όχι ανθρώπων, που δεν υπόκεινται ίσως στον κίνδυνο να υγροποιηθούν κάποτε και να «πεθάνουν», όπως οι ψυχές των ανθρώπων, γιατί είναι απαλλαγμένες από τη σωματικότητα και δεν απειλούνται από τον «ύπνο».

Γνώστες βαθείς του Λόγου-πυρός, κατέχοντας τελικά τη γνώση της προέλευσής τους καθώς και τη γνώση του θείου νόμου, συντελούν περισσότερο από κάθε τι άλλο στη διοίκηση του κόσμου και είναι υπερασπιστές του θείου νόμου.

Το παράδειγμα όμως του Θεού Ήλιου: αφήνει την υποψία, ότι θα μπορούσαν ενδεχομένως να «ιδιάσουν» και να καταλήξουν στην ύβρη.

Οι δαίμονες είναι κι αυτοί πνεύματα, ή ψυχές αιώνιες· η ισχύς τους όμως και κάθε ανωτερότητα άλλου είδους είναι χαμηλότερη σε σχέση με τους Θεούς· και οι αρμοδιότητές τους πρέπει να θεωρηθούν πιό περιορισμένες.

Συχνά είναι προστάτες ενός γένους, ή μιας πόλης, και γενικά φαίνονται να κινούνται σε μια κάπως περιορισμένη τοπικά περιοχή.

Οι ήρωες (οι θεοποιημένοι νεκροί), είναι κι αυτοί ψυχές εξαιρετικά ισχυρές, χωρίς όμως να διαθέτουν και κάθε είδους ανωτερότητα σε σχέση με τον άνθρωπο.

Ένας άνθρωπος θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι σοφότερος από έναν ήρωα που έχει δημόσια λατρεία, ωραιότερος, καλύτερος καλλιτέχνης κτλ.

Οι ήρωες ξεχωρίζουν βασικά με την προστατευτική τους δύναμη.

Γι΄ αυτό και είναι κυρίως φύλακες, ιδιότητα που έχουν συχνά (αλλά όχι πάντα) και οι δαίμονες.

Σε σχέση με τους Θεούς και τους δαίμονες, έχουν ακόμα περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα και φυσικά περισσότερο ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και προστατεύουν αποκλειστικά τους ανθρώπους του περιβάλλοντος (γένος, πόλης) από όπου προήλθαν.

Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να συγκριθούν η ύψιστη αρχή και ο άνθρωπος, άλλοτε γιατί η υπεροχή της ύψιστης αρχής είναι τέτοια, ώστε να καταντάει γελοία κάθε σύγκριση και άλλοτε, γιατί δεν υπάρχει τρόπος συγκρίσεως.

Η έλλειψη κάθε ανθρωπομορφικού στοιχείου, αποκλείει κι αυτή τη δυνατότητα συγκρίσεως.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις θεότητες, τους δαίμονες και τους ήρωες, γιατί αυτές, όπως οι ανθρώπινες ψυχές, αντλούν την υπόστασή τους από την ύψιστη αρχή και έχουν προσωπικότερο και στο βάθος ανθρωπινότερο χαρακτήρα.

Έχουν έτσι ομορφιά και σοφία, ενώ η υπέρτατη αρχή είναι έξω από την έννοια της ομορφιάς, και η βαθύτερη γνώση της αποτελεί ακριβώς την ύψιστη σοφία.

Σε σύγκριση με τους ανθρώπους, η σοφία και η ομορφιά των Θεών είναι συντριπτικά ανώτερη, πράγμα που δεν είναι βέβαιο για τους δαίμονες, που έχουν ορισμένες μόνο ανωτερότητες, και ασφαλώς δεν συμβαίνει με τους ήρωες.

Έτσι στους δαίμονες και τους ήρωες απομένει βασικά η ανωτερότητα της δύναμης.

Ανάλογος με τις ανωτερότητες αυτές είναι φυσικά και ο σεβασμός αλλά και ο φόβος που εμπνέουν.

Όσο για τους ήρωες, θα πρέπει ίσως ν' αποκλείσουμε τον φόβο, γιατί θεωρούνταν κατ' εξοχήν πνεύματα προστατευτικά.

Λιγότερο, ή περισσότερο συνειδητά και με τονισμένο το ένα, ή το άλλο στοιχείο, έτσι περίπου έβλεπαν οι Μιλήσιοι και ο Ξενοφάνης την υπέρτατη θεϊκή αρχή, τις θεότητες, τους δαίμονες και τους ήρωες.

Για κανέναν απ΄ αυτούς δεν μπορώ να δεχτώ την άποψη ότι μιλούσε για Θεούς και δαίμονες κάνοντας δήθεν παραχώρηση στη σύγχρονή του μυθολογία και γλώσσα των μυστηρίων, ή για να διευκολύνει τάχα τους συνηθισμένους στην πολυθεΐα αναγνώστες του, να συλλάβουν την έννοια του μονοθεϊσμού.

Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη: πως πιο συχνά μιλούν για Θεούς παρά για Θεό, τότε μόνο σύγχυση θα μπορούσαν να φέρουν.

Αδυνατώ εξάλλου να φανταστώ τα πιο ηρωικά πνεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας να κρύβουν τις πραγματικές τους σκέψεις από υπολογισμό (για να μη προκαλέσουν τάχα το κοινό αίσθημα) και ανάξια διπλωματικότητα, ή να μεταχειρίζονται αδιάκοπα «συμβατικές» εκφράσεις, σάμπως να «γλιστρούσε» η γλώσσα τους, και μάλιστα προκειμένου για θέματα τόσο σημαντικά.

Αν συνέβαινε κάτι απ' όλα αυτά: θα ήταν ασφαλώς ανάξιοι του τίτλου του φιλοσόφου και μάλιστα του μεγάλου.

Η διδασκαλία των φιλοσόφων για την ύψιστη αρχή προοριζόταν ασφαλώς να αντικαταστήσει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τον ύψιστο θεό.

Αυτό όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι φιλόσοφοι προόριζαν για την ύψιστη αρχή τους και μια λατρεία με την παραδοσιακή σημασία της λέξης.

Οι φιλόσοφοι δεν έβλεπαν ασφαλώς την ύψιστη αρχή σαν μια οντότητα ξεχωριστή που ο άνθρωπος οφείλει να τιμά με ιδιαίτερες ιεροτελεστίες, ν' απευθύνεται σ' αυτήν με ορισμένη (συνήθως ωφελιμιστική) πρόθεση και με καθορισμένους τρόπους.

Απαλλαγμένο βασικά από τις ανθρωπομορφικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά, το ύψιστο θείο των φιλοσόφων αυτών, δεν είναι λογικό να οργίζεται και να δείχνει εύνοια σε κανέναν (και επομένως δεν υπάρχει θέμα προσεταιρισμού, εξιλεώσεως και καταπραύνσεως του θυμού του) ούτε είναι δυνατόν να επενεργεί επάνω στους θνητούς με απροσδόκητο, ή απαράδεκτο ηθικά τρόπο.

Ο ύψιστος θεός των φιλοσόφων αυτών πρέπει να ήταν αντικείμενο ενός εντελώς αποπνευματοποιημένου σεβασμού, που απέρρεε από την ταύτισή του με την κοσμική αρχή και την πεποίθηση ότι αποτελεί την πηγή της ζωής και της κίνησης των πάντων.

Η λατρεία όμως των θεοτήτων, που προήλθαν από την ύψιστη αρχή, των δαιμόνων και των ηρώων ήταν κάτι που όχι μόνο δεν αποκλειόταν, αλλά και ενθαρρυνόταν ρητά (κι αυτό όχι από σκοπιμότητα, παραχώρηση, ή υπολογισμό).

Αρκούσε να γνωρίζουν οι άνθρωποι την πραγματική φύση των θεοτήτων αυτών και των δαιμόνων, να γνωρίζουν τις αρμοδιότητες και τη δύναμή τους, και ανάλογα να τους τιμούν, να εκφράζουν δηλαδή τον σεβασμό τους.

Θα ήθελα τέλος να τονίσω ότι η Λατρεία των φιλοσόφων που εξέτασα, δεν έφτασε βέβαια να γίνει λαϊκή Λατρεία, όπως οι ίδιοι θα το επιθυμούσαν... μα δεν περιορίστηκε κιόλας μέσα στα πλαίσια μιας μικρής κάστας, μιας πνευματικής ελίτ.

Ο Αναξίμανδρος εξέθεσε τη φιλοσοφία του σε ένα βιβλίο, στράφηκε δηλαδή προς το κοινό.

Η Σχολή που ίδρυσε ο Πυθαγόρας απέβλεπε και στην πρακτική εφαρμογή των ιδεών του φιλοσόφου.

Και δύο κατέφυγαν στη διδασκαλία, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την έρευνα.

Ο Ξενοφάνης έγραψε ποιήματα, και μάλιστα στην επική διάλεκτο, για να τον καταλάβουν όλοι οι Έλληνες.

Με την κριτική που ασκούσε η φιλοσοφία διαμόρφωνε σιγά σιγά τις τρέχουσες δοξασίες.

Πότε λοιπόν με την διδασκαλία και την προφορική διάδοση, πότε με τα βιβλία, ή τις επιλογές που κυκλοφορούσαν, πότε με τα ποιήματα του Ξενοφάνη, ή με τους ποιητές που επηρεάστηκαν από τους φιλοσόφους, οι ιδέες των φιλοσόφων για το θείο και τους Θεούς επηρέαζαν το κοινωνικό σύνολο.

Οι μορφωμένοι εξάλλου δεν ήταν ελάχιστοι· αποτελούσαν μια ζωντανή πραγματικότητα, καθόλου ξεκομμένη από το σύνολο, που δεν φύλαγε για τον εαυτό της την πνευματική προκοπή της, πρόθυμη να κρίνει, να ψέξει και να διορθώσει τις υπερβολές της λαϊκής πίστης, και να επηρεάσει έτσι τις θρησκευτικές ιδέες και ήθος.

Αργότερα μάλιστα, με την οργάνωση των φιλοσοφικών σχολών που ακτινοβολούσαν, με το πλήθος των μαθητών κάθε προέλευσης και εθνικότητας, οι επιδράσεις στο σύνολο αυξάνονται σημαντικά.

Έτσι οι ιδέες των φιλοσόφων για τα θεία πράγματα μπορεί να μη «μπήκαν στο κάθε σπίτι», (όπως έγινε αργότερα διά της βίας και της σφαγής, με τον Εβραιοχριστιανισμό)... με τη διάδοση όμως της γνώσης και της μόρφωσης μπήκαν λίγο πολύ παντού.

Γι΄ αυτό και η κωμωδία σατίρισε μερικούς από τους φιλοσόφους: ο κόσμος γνώριζε, τουλάχιστο ως ένα σημείο, τα θέματα αυτά.

Με τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη φτάνουμε στα χρόνια του Αισχύλου: Αναζητώντας την λατρευτική σκέψη και εμπειρία των ποιητών και των πεζογράφων.

(@ Είναι βέβαια υπερβολική η άποψη του Κ. Reinhardt: Parmenides, 256): ότι ο φιλόσοφος Παρμενίδης είναι απελευθερωμένος από κάθε ηθική και θρησκεία, ότι απέβλεπε αποκλειστικά στη γνώση, ότι αισθανόταν δεμένος μόνο με τη λογική και ότι ο Θεός και το θρησκευτικό συναίσθημα τον άφηναν αδιάφορο.

Στο προοίμιο του ποιήματός του διαφαίνεται μια γνήσια θρησκευτική εμπειρία.

Ο Παρμενίδης διηγείται σ΄ αυτό: ένα ταξίδι από τη Νύχτα στη Μέρα, από το σκότος στο φως, από την άγνοια στη γνώση, από τον κόσμο των φαινομένων στην αλήθεια.

Ο φιλόσοφος επιβαίνει στο άρμα του Ήλιου που ο οδηγούν οι Ηλιάδες κόρες (Β Η είναι οι δαίμονες του στίχος 3, αν η διόρθωση του Stein και του Wilamowitz είναι σωστή).

Στις πύλες που χωρίζουν τη Νύχτα από τη Μέρα στέκεται σαν κλειδούχος η Θεά Δίκη.

Αυτή προφανώς ρυθμίζει τον ορισμένο χρόνο που πρέπει να εμφανιστεί ο ήλιος, όπως στον (Ηράκλειτο: Β 94).

Το άρμα φτάνει στη χώρα του φωτός· εκεί υποδέχονται τον φιλόσοφο μια ανώνυμη Θεά, που αντιστοιχεί στη Μούσα των επικών ποιητών.

Αυτή αναλαμβάνει να του δείξει το δρόμο της Πειθούς και της Αλήθειας, του όντος.

Θα τον οδηγήσει όμως και στον κόσμο της δόξας, της ανθρώπινης γνώμης, που είναι μακριά από την αλήθεια και τον ον.

Ο Bowra στο άρθρο του «The Proem of Parmenides», CPh 32 (1937) 97-112, παραδέχεται ότι ο Παρμενίδης έγραψε το προοίμιο αυτό όχι περισσότερο σαν λογικός, αλλά σαν κάποιος που είχε μια ειδική εμπειρία, ίδια μ΄ αυτούς που συνδέθηκαν με τους Θεούς, ότι η αναζήτηση της αλήθειας συγγενεύει στον Παρμενίδη, με την εμπειρία των μυστικών και ότι έγραψε γι΄ αυτήν, με σύμβολα παρμένα από τη Ελληνική Θρησκεία, γιατί αισθανόταν ότι η έρευνά του ήταν μια θρησκευτική δραστηριότητα.

Ανάλογα ο Jaeger, Naiss. Thiol. 99-117, τονίζει ότι πρόκειται για μια αυθεντική θρησκευτική εμπειρία, και επιμένει σ΄ αυτό που ονομάζει «μυστήριο του όντος».

Τονίζει όμως ο Bowra ότι ο πρόλογος δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τα στοιχεία αυτά: «Ο Παρμενίδης κάνει εντελώς αλληγορία. Η αλληγορία μπορεί βέβαια να βασίζεται σε κάτι συγγενικό με μια μυστική εμπειρία, δεν είναι όμως λιγότερο μια αλληγορία».

Τέλος ο Παρμενίδης, στο τμήμα του ποιήματός του που αναφέρεται στον κόσμο της δοξασίας, στις γνώμες των ανθρώπων, μιλάει για ένα θηλυκό δαίμονα, «ή τά πάντα κυβερνά» και ρυθμίζει τη σεξουαλική ένωση (Β 12, στίχοι 3-4), είναι δηλαδή μιά δύναμη ανάλογη με την Θεά Αφροδίτη.

Αυτή γέννησε τους Θεούς, και πρώτα απ΄ όλους τον Έρωτα 13).

Η δύναμη αυτή συμπίπτει με την Ανάγκη: έχει δεμένο τον ουρανό και κρατάει «τα πείρατα των άστρων» (Β 10, στίχοι 5-7).

Οι απόψεις όμως αυτές εντάσσονται, στον κόσμο της δοξασίας και αναφέρονται βασικά σε Πυθαγόρεια κοσμολογικά συστήματα, ιδιαίτερα του Φιλολάου, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τις συμμεριζόταν ο Παρμενίδης).

Στον 5ο αιώνα οι Σοφιστές, προσπάθησαν να καταλύσουν οριστικά τον «φόβο» των θεών.

Απογυμνώνοντας όμως εντελώς τους Θεούς από την ουσία τους, κατέλυσαν μαζί και τον σεβασμό προς αυτούς.

(@ Ο Σοφιστής Κριτίας λ. χ. είχε τη γνώμη, πως τους Θεούς: τους επινόησε κάποιος σοφός άνθρωπος... υπολόγιζε ότι ο φόβος των θεών, που δήθεν βλέπουν κι ακούν τα πάντα, θ΄ απέτρεπε τους ανθρώπους από το να εγκληματούν κρυφά.

Στηριγμένος στη μετωνυμική χρήση των ονομάτων των Θεών, που ήταν γνωστή από την εποχή του Όμηρου, ο Σοφιστής Πρόδικος, κατέληξε στο συμπέρασμα: πως ο άνθρωπος δέχτηκε για Θεό καθετί που του ήταν ωφέλιμο: το ψωμί το είπε Δήμητρα, το κρασί Διόνυσο, το νερό Ποσειδώνα, τη φωτιά Ήφαιστο.

Για τον ίδιο λόγο: θεώρησε Θεούς τον Ήλιο, και τη Σελήνη, τους ποταμούς, τους λειμώνες, τους καρπούς κι όλα τα παρόμοια.

Επιφυλακτικός ο Σοφιστής Πρωταγόρας, έλεγε: πως δεν ήξερε να πει για τους Θεούς αν υπάρχουν, ή όχι, ούτε ποια μορφή είχαν, γιατί πολλά πράγματα εμπόδιζαν τη γνώση αυτή και ειδικά το σκοτάδι που σκέπαζε τα ζητήματα αυτά και η συντομία της ανθρώπινης ζωής ).

Τα αντίδρομα φιλοσοφικά ρεύματα που είχαν σαν αφετηρία τη σκέψη του Σωκράτη: προσπάθησαν να τονώσουν τον σεβασμό των Θεών, που βέβαια δεν είχε εκλείψει ποτέ από την λαϊκή συνείδηση, και να περιορίσουν στο ελάχιστο το «φόβο» εκείνον, που απορρέει από την αντίληψη ενός Θεού αστάθμητου ηθικά, φθονερού για την ανθρώπινη ευτυχία, υπεύθυνου για τις παράλογες συμφορές που πλήττουν τα άτομα και την ανθρωπότητα, απόξενου και εχθρικού, προικισμένου δηλαδή με όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπινου απόλυτου μονάρχη (όπως είναι ο Εβραίος θεός Γιαχβέ).

Η προσπάθεια των φωτισμένων αυτών πνευμάτων βρίσκεται στην περίπτωση αυτή: στην ίδια γενική γραμμή από τον Όμηρο ως τον Αισχύλο και από τον Φερεκύδη ως τον Ηράκλειτο...

(@ Παρόμοια η προσπάθεια του Επίκουρου, αλλά με πνεύμα εντελώς διαφορετικό: Ο φόβος μπροστά στους Θεούς, τη μοίρα και το θάνατο αμαυρώνει την ανθρώπινη ευτυχία.

Γι΄ αυτό χρειάζεται να καταπολεμηθεί. Με την κατάργηση των φόβων αυτών, την απουσία των δεινών, την εγκράτεια απέναντι στα πάθη, με τις πνευματικές απολαύσεις που μας δίνει η φιλοσοφία και με τη φιλία, φτάνει κανείς στη ευτυχία, ή στην χωρίς εκρήξεις αυτοσυνειδησία (αταραξία), που αποτελούν το ανώτερο αγαθό του ανθρώπου ).

Στην λαϊκή Λατρεία των Ελλήνων, δεν προείχε σε καμιά χρονική περίοδο ο φόβος... και ότι οι αρχαίοι πνευματικοί αρχηγοί του λαού μας (ποιητές, πεζογράφοι, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι) υπερασπίστηκαν πάντοτε αντιλήψεις, που καταργούν τον άλογο φόβο των Θεών και ενισχύουν τον σεβασμό.

Η άποψη, ότι οι Έλληνες Θεοί: με το να γίνουν προστάτες και εγγυητές της ηθικής τάξης... έγιναν γι΄ αυτό και πηγή φόβου, μου φαίνεται εντελώς ασύστατη.

Υποστηρίζω ότι αυτό ακριβώς τόνωσε τον σεβασμό των Ελλήνων Θεών και κατάργησε, στο μέτρο του δυνατού, τους άλογους φόβους, που πάντοτε ενεδρεύουν στην ανθρώπινη ψυχή.

Τις δεσποτικές και αστάθμητες ηθικά δυνάμεις, φοβόταν και φοβάται πάντα η ανθρωπότητα.

(@ Ο Nilsson λέει: «αν η παλιά πίστη του ανθρώπου χαθεί, τότε γυρνάει στη δεισιδαιμονία, στη μαγεία και σε σύγχρονους Θεούς, που έρχονται από ξένες χώρες, ή που προβάλλουν από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής του». (Nilsson: Ελληνική λαϊκή θρησκεία: σελίδα 117).

Ο Εβραιοχριστιανός Ιουστίνος μάλιστα, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα (του όπως μας βολεύει): ότι ένας σπερματικός λόγος λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων και εξηγεί τα όποια ψήγματα αλήθειας περιλαμβάνουν οι δοξασίες τους.

Σε ανοιχτή επιστολή που έστειλε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή (περίπου στο μέσον του 2ου αιώνα), ο Εβραιοχριστιανός Ιουστίνος έγραφε ότι: «όσοι έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοι τους».

Σε μια δεύτερη παρόμοια Απολογία ο Εβραιοχριστιανός Ιουστίνος εξηγούσε αναλυτικότερα τη θέση του:

«Ομολογώ [...] ότι είμαι χριστιανός.

Και τούτο, όχι γιατί τα διδάγματα του Πλάτωνα είναι ξένα προς τα διδάγματα του Χριστού, αλλά γιατί δεν είναι εντελώς όμοια, όπως ούτε των άλλων συγγραφέων, είτε είναι στωικοί είτε ποιητές είτε οτιδήποτε.

Ο καθένας τους εκφράστηκε περιορισμένα και αποσπασματικά, ανάλογα με τη συγγένεια που αναγνώρισε προς τον σπερματικό θείο λόγο. [...]

Όσα έχουν ειπωθεί σωστά από οποιονδήποτε, ανήκουν σε μας τους χριστιανούς».

Θα σου έλεγα τι σου ανήκουν σίγουρα, Εβραιοχριστιανέ Ιουστίνε... αλλά σήμερα είναι της Παρθένου Θεάς Αθηνάς και απαξιώ να σε βρίσω !!!


Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.
























































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου