Από
το πλήθος των φυσικών πραγμάτων ο
άνθρωπος ξεχώρισε μερικά που εξυπηρετούσαν
τις βασικές βιοτικές ανάγκες του και
τα περιέβαλε με την εκτίμησή του.
Τα
πράγματα αυτά έγιναν αγαθά, ικανά να
προσπορίσουν στον κάτοχό τους, υπεροχή
και ανωτερότητα.
Το
ίδιο έγινε και με τις διάφορες απόψεις
της φυσικής και ψυχικής κατάστασης των
ανθρώπων.
Η
γονιμότητα, η σωματική και ψυχική ακμή,
η επιδεξιότητα και ικανότητα στο κυνήγι,
στη μάχη, ή στη λύση πρακτικών προβλημάτων,
έγιναν αγαθά.
Ο
κάτοχος τους περιβλήθηκε με θαυμασμό
και με σεβασμό ανάλογο με τη σπουδαιότητα
που απέδιδαν στα αγαθά του τύπου αυτού.
Ο
Στέντωρ και ο
Διομήδης, που είχαν
μια φωνή ικανή να
εκφοβίσει τους αντιπάλους τους:
κατείχαν ένα αγαθό που τους έκαμνε να
ξεχωρίζουν απ΄ τους άλλους· κατείχαν
μια αρετή: ήταν «βοήν
αγαθοί».
Στην
Ελληνική Λατρευτική
περιοχή, κυριάρχησε νωρίς η αντίληψη:
ότι τα θεϊκά όντα, κατέχουν στον ύψιστο
βαθμό και μάλιστα χαρίζουν κάποιο, ή
κάποια από τα αγαθά που αριθμήσαμε.
Από
την αντίληψη αυτή απέρρεε ο σεβασμός
προς τις υπερφυσικές δυνάμεις.
Γιατί
ο σεβασμός είναι
συνάρτηση της αξίας που αποδίδουμε σε
ορισμένα αγαθά, του βαθμού
που θεωρούμε ότι κάποιος κατέχει τα
αγαθά αυτά και του βαθμού
που κρίνουμε ότι απέχουμε εμείς από την
κατοχή τους.
Ο
τελευταίος όρος είναι απαραίτητος για
τη δημιουργία του σεβασμού:
γιατί χωρίς κάποια μειωτική κρίση για
τον εαυτό μας, θα παραμέναμε στο επίπεδο
της εκτίμησης.
Αλλά
οι κοινωνικές και ηθικές ανάγκες επέβαλαν
την κοινή αποδοχή ορισμένων κανόνων
συμπεριφοράς, ορισμένων ηθικών αρχών.
Απαιτήθηκε
ιδιαίτερα η καλλιέργεια ορισμένων
ορμών, τάσεων και συναισθημάτων που
ευνοούσαν τη συμβίωση, και ο περιορισμός
άλλων που δυσκόλευαν, ή έκαμναν αδύνατη
τη ζωή σε κοινότητα.
Από
τις ηθικά παραδεκτές
τάσεις, προέκυψαν οι αρετές:
από τις απαράδεκτες,
οι κακίες.
Ο
ενάρετος έγινε το
κοινωνικό και ηθικό πρότυπο.
Και
όπως ο κάτοχος των υλικών και σωματικών
αγαθών, έτσι και ο κάτοχος των κοινωνικών
και ηθικών αρετών περιβλήθηκε με
την εκτίμηση των ίσων του και τον σεβασμό
εκείνων που εκτιμούσαν τις αρετές
αυτές, χωρίς όμως να τις έχουν εντελώς
κατακτήσει.
Με
τον Όμηρο, ο Ελληνικός
κόσμος βρίσκεται σε ένα προχωρημένο
στάδιο της απόδοσης ορισμένων βασικών
κοινωνικών και ηθικών αρετών στις
υπερφυσικές δυνάμεις.
Ο
σεβασμός λοιπόν προς τους Έλληνες
Θεούς, οφείλεται
τώρα: όχι μόνο στο ότι κατέχουν (και
παρέχουν) κάποια υλικά αγαθά, ή αγαθά
που σχετίζονται με την φυσική και
πνευματική υγεία και ρώμη, αλλά
και στο γεγονός ότι κατέχουν ορισμένες
βασικές ηθικές αρετές.
(@
Από την άποψη αυτή, αιδώ
- σεβασμό προκαλεί ακόμα και ο
Θεός Άρης,
σ' αυτούς που ζητούν τη βοήθεια του...
παρόλο ότι ο Θεός
αυτός, διεγείρει τον φόβο και
όχι την αιδώ.
Αιδώ:
δεν αισθάνεται ο άνθρωπος μπροστά στην
τεράστια δύναμη ενός Έλληνα
Θεού, αλλά
όταν δίπλα στη δύναμη αναγνωρίζει
την πρόνοια και τον οίκτο... όταν
αναγνωρίζει τον Έλληνα
Θεό ως
προστάτη, διευθετητή και δωρητή.
Ο
Ηρόδοτος
διηγείται: πως πριν από τη μάχη του
Μαραθώνα,
οι Αθηναίοι έστειλαν στη Σπάρτη τον
Φειδιππίδη, ή
Φιλιππίδη
για να ζητήσει βοήθεια.
Γυρνώντας
άπρακτος ο κήρυκας, συνάντησε στο δρόμο
τον Θεό Πάνα που του
είπε: πως σκοπεύει να βοηθήσει τους
Αθηναίους.
Μετά
τη νίκη οι Αθηναίοι: ίδρυσαν στην Ακρόπολη
ιερό, για τον Θεό Πάνα.
(Ηρόδοτος:
Ζ 105): Η βοήθεια του Θεού
Πάνα, ήταν: το να διασπείρει τον
φόβο στις τάξεις των Περσών.
Πριν
από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα,
ένας Αθηναίος κι ένας Σπαρτιάτης
που εμήδισαν: είδαν
να ξεκινάει από την Ελευσίνα
ένα πολυάριθμο στράτευμα.
Διέκριναν
τη σκόνη που ξεσήκωναν οι στρατιώτες
κι άκουσαν τον
μυστικό ίακχο της
Θεάς Δήμητρας.
Η
Αττική όμως ήταν έρημη την εποχή εκείνη.
Ο
Αθηναίος συμπέρανε: πως το τραγούδι
είχε θεϊκή προέλευση
και πως οι
Έλληνες Θεοί,
θα βοηθούσαν τους Αθηναίους και τους
συμμάχους τους.
Από
τη σκόνη και τη φωνή δημιουργήθηκε ένα
νέφος, που σηκώθηκε και κατευθύνθηκε
στο στρατόπεδο των Ελλήνων
για να τους προστατέψει.
(Ηρόδοτος: Θ 65).
Η
κριτική του Θέογνη,
του Πίνδαρου, του
Αισχύλου και
φιλοσόφων: όπως ο Ξενοφάνης
και ο Πλάτων, θα
προωθήσει παραπέρα την ιδέα, ότι τα
θεϊκά όντα είναι ηθικά.
Οι
βασικοί όμως μύθοι για την προέλευση
των Ελλήνων Θεών,
τις σχέσεις μεταξύ τους, τις σχέσεις
τους με τους ανθρώπους κτλ. καθώς και
οι κυρίαρχες αντιλήψεις
για τις ιδιότητές τους,
αντιστρατεύονταν τις προσπάθειες
αυτές.
Έτσι
η διαδικασία της «ηθικοποίησης»
των Ελλήνων Θεών:
δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ στον αρχαίο
κόσμο.
Ο
Εβραιοχριστιανισμός, ξεκινώντας από
μια δήθεν
καθαρά πνευματική και ηθική βάση, θα
επιβάλει στις συνειδήσεις (μετά
από σφαγές και βίαιο προσηλυτισμό των
Ελλήνων προγόνων
μας)... τον σεβασμό του Εβραίου
Θεού Γιαχβέ, ως υπέρτατης
πνευματικότητας και αρετής.
Οι
Έλληνες Θεοί,
κατά το ποσοστό που θεωρούνται προστάτες
και εγγυητές της κοινωνικής και ηθικής
τάξης, επιβάλλουν με το κύρος τους τον
σεβασμό ορισμένων βασικών ηθικών αρχών,
όπως η τιμή των γονέων, η προστασία των
αδύναμων και ανυπεράσπιστων, η τήρηση
των συμβολαίων και του όρκου κτλ., και
συμβάλλουν στην αύξηση της ντροπής,
να παραβεί κανείς τις αρχές αυτές.
Συμβαίνει
εδώ ό,τι συμβαίνει και με την παρουσία,
ή την επίπληξη ενός ανθρώπου με τον
οποίο δεχόμαστε τις ίδιες αρχές: η
παρουσία του και ο λόγος του μας
υπενθυμίζουν ακριβώς τις αρχές αυτές,
μας κάνουν να νιώσουμε ντροπή και μας
βοηθούν να κατανικήσουμε τις αντιτιθέμενες
τάσεις μας.
Αλλά
οι Έλληνες Θεοί
δεν εμπνεύουν μόνο σεβασμό.
Καθώς
θεωρούνται όντα με απεριόριστη σχεδόν
ισχύ, είναι αυξημένος ανάλογα και
φόβος της Νέμεσης
και της όπιδας
«οὐδ'
όπιδα τρομέουσι
θεῶν»
(Όμηρος: Οδύσσεια, Υ 215)... ο
φόβος δηλαδή
της τιμωρίας: σε
περίπτωση που θα γίνουν παραλείψεις
και παραβάσεις των εντολών τους
(ηθικών, ή μη) και
του οφειλόμενου
προς αυτούς σεβασμού.
Ακόμα,
οι αντιλήψεις ότι η θεότητα είναι κάτι
το εντελώς «άλλο», το συντριπτικά
ανώτερο, κάτι που περικλείνει μια
ενέργεια επικίνδυνη, μυστηριώδη και
ακατανόητη, δυσκολομεταχείριστη και
εξαιρετικά αποτελεσματική, μπορούν να
δημιουργήσουν και άλλες έντονες
συγκινησιακές καταστάσεις, όπου δεσπόζουν
(μόνα τους, ή συνδυασμένα )... συναισθήματα
αγωνίας, φρίκης, μυστικής έξαρσης,
εξάρτησης, εκμηδένισης κτλ.
Ο
σεβασμός, ο φόβος, η προσδοκία βοήθειας,
η αγωνία, η γοητεία κτλ., συνδυασμένα
συνήθως, καταλαμβάνουν τον συγκινησιακό
«χώρο» του πιστού, αλληλοχρωματίζονται
και αλληλοεπηρεάζονται.
Σύμφωνα
μάλιστα με τον νόμο του «συνειρμού
των συναισθημάτων»: ένα από τα
συναισθήματα αυτά, μπορεί να θέσει σε
παλμό κάποιο άλλο συναίσθημα του κύκλου
αυτού, χωρίς να είναι πάντα εύκολο να
διακρίνουμε ποιό ήταν το πρωταρχικό.
Έτσι
ο «φόβος»
του Έλληνα Θεού:
μπορεί να διεγείρει και
τον σεβασμό και την αισχύνη,
και τανάπαλιν.
Ακόμα,
σύμφωνα με τον νόμο της «έλξης» των
συναισθημάτων μπορεί να παρουσιαστεί
και υποκατάσταση των συναισθημάτων, να
εμφανιστεί λ.χ. ο φόβος, ενώ
τα συγκεκριμένα περιστατικά και
ο κύκλος των ιδεών, δικαιολογούσαν
την εμφάνιση του σεβασμού... μπορεί
δηλαδή να βρούμε τον φόβο,
εκεί που περιμέναμε να
βρούμε τον σεβασμό, και τανάπαλιν.
Τέλος,
μπορεί να περάσει κανείς από το ένα
συναίσθημα στο άλλο, κάποτε μάλιστα
σταδιακά και με τρόπο ανεπαίσθητο,
εφόσον το ένα συναίσθημα ατονεί και
σβήνει, παραχωρώντας τη θέση του σε
κάποιο άλλο που διεγέρθηκε σύγχρονα, ή
λίγο μετά, αλλά που (αντίθετα με το πρώτο)
μεγαλώνει σε ένταση.
Στις
περιπτώσεις αυτές, δεν πρόκειται
καθόλου... και «μεταμόρφωση» του πρώτου
συναισθήματος.
Τα
συναισθήματα παραμένουν οντολογικά
αμετάβλητα και αταύτιστα.
Έχουν
σταθερούς διακριτικούς χαρακτήρες, που
δεν τους επιτρέπουν να ταυτιστούν με
άλλα, ακόμα και με όσα έχουν πολλά κοινά
χαρακτηριστικά.
(@
Τα συναισθήματα που διεγείρονται
όταν ο άνθρωπος στοχάζεται, ή αντιμετωπίζει
με οποιονδήποτε τρόπο το θείο,
τα λέμε Θρησκευτικά, όπως λέμε ηθικά
εκείνα που συνοδεύουν την κριτική και
αξιολογική λειτουργία της συνείδησης,
την επαφή της με το ηθικό γεγονός.
Τη
σύνθεση τους την ονομάζουν πολλοί,
θρησκευτικό συναίσθημα.
Είναι
όμως προτιμότερο ν΄ αποφεύγουμε τον
ενικό, που δημιούργησε πολλές παρεξηγήσεις.
Πολλοί
λ.χ. αντιλαμβάνονται τα θρησκευτικά
συναισθήματα σαν κάτι μονοσήμαντο και
ενιαίο, τους διαφεύγουν οι συνισταμένες
του, ή αγνοούν τις εκάστοτε αναλογίες
τους μέσα σ΄ αυτό.
Θρησκευτικό
συναίσθημα θεωρείται: το πώς συμπεριφέρεται
κανείς, απέναντι στις υπερφυσικές
δυνάμεις... αν δείχνει ευσέβεια, υποταγή,
αδιαφορία, ψυχρότητα, χλευασμό, ή
εχθρότητα.
Οι
αντιλήψεις μας για το θείο
και η θρησκευτική μας εμπειρία,
προσδιορίζουν τα θρησκευτικά μας
συναισθήματα και την συμπεριφορά μας
απέναντι στο θείο
).
Από
τις Λατρευτικές πράξεις και εκδηλώσεις:
εκείνες που αποβλέπουν στην
τιμή των Ελλήνων
Θεών (ύμνοι,
τελετές, αθλητικοί και καλλιτεχνικοί
αγώνες), απορρέουν άμεσα από τον ανθρώπινο
σεβασμό.
Οι
υπόλοιπες εκδηλώσεις, αποβλέπουν: είτε
στον εξευμενισμό της θεϊκής οργής και
την αποτροπή των παρόντων, ή μελλοντικών
κακών, είτε στην απόκτηση της εύνοιας
των υπερφυσικών δυνάμεων.
Γιατί
κατά την αντίληψη του πιστού αρχαίου
Έλληνα: τα περισσότερα
πράγματα που μας συμβαίνουν, οφείλονται
στη δράση υπερφυσικών όντων, ενώ ό,τι
προέρχεται από άλλους παράγοντες, μπορεί
να πάρει ευνοϊκή για τον άνθρωπο τροπή,
με την επέμβαση των Ελλήνων
Θεών.
Όλες
μαζί οι Λατρευτικές εκδηλώσεις: είτε
αποβλέπουν στην τιμή των Ελλήνων
Θεών, είτε
στον εξευμενισμό και τον προσεταιρισμό
τους... είναι εκδηλώσεις ευσέβειας...
Οι
πρώτες: γιατί
απορρέουν άμεσα από τον ανθρώπινο
σεβασμό, οι δεύτερες:
γιατί, παρά τον «χρησιμοθηρικό» τους
χαρακτήρα, προϋποθέτουν την αναγνώριση
της ανωτερότητας των Ελλήνων
Θεών και την
υποταγή στη θεϊκή εξουσία, προϋποθέτουν
δηλαδή και αυτές τον
σεβασμό.
Αυτό
βέβαια δεν αποκλείει: το να περάσει ο
σεβασμός σε
δεύτερο πλάνο, να «αποχρωματιστεί»
και να καταντήσει η ευσέβεια κάτι το
«εξωτερικό», να ταυτιστεί με την τέλεση
ορισμένων παραδοσιακών πράξεων, χωρίς
ιδιαίτερη ψυχική συμμετοχή (τυπολατρεία).
Η
καταγωγή όμως των εκδηλώσεων αυτών,
παραμένει ο σεβασμός,
και τίποτε δεν εμποδίζει αυτό... που
σε μερικούς είναι καθαρός τύπος... να
είναι σε κάποιους άλλους, συνέπεια
ζωντανού σεβασμού.
Εφόσον
τα Λατρευτικά συναισθήματα εξαρτώνται
από τις βασικές αντιλήψεις για το
θείο που έχει μια εποχή, ένα
κοινωνικό στρώμα, μια ξεχωριστή
προσωπικότητα καθώς και από τον βαθμό
συγκατάθεσης και προσήλωσης στα
Λατρευτικά πιστεύω, είναι φανερό: ότι
τα συναισθήματα αυτά, δεν είναι ακριβώς
τα ίδια για όλες τις εποχές και για όλους
τους ανθρώπους της ίδιας εποχής.
Εξετάζοντας
λοιπόν τα Λατρευτικά συναισθήματα στους
αρχαίους Έλληνες
συγγραφείς, θα πρέπει να
θυμόμαστε τις παρατηρήσεις αυτές.
Θα
πρέπει να θυμόμαστε, ότι: οι συγγραφείς
που μας σώθηκαν πλην της συλλογικής...
είχαν συχνά και μιά
προσωπικότερη αντίληψη του θείου,
που προσιδίαζε πάντως στην κοινωνική
τάξη στην οποία ανήκαν, ή απευθύνονταν.
Σήμερα
λ.χ. δεν δεχόμαστε πιά τη θέση: ότι η
Ομηρική
Λατρεία, είναι
μια ποιητική επινόηση... πιστεύουμε
όμως: ότι οι Επικοί
ποιητές «ελαχιστοποίησαν
πολυάριθμες δοξασίες και Λατρευτικές
πράξεις που υπήρχαν στην εποχή τους,
αλλά δεν επιδοκιμάζονταν από τους
προστάτες τους».
Πιστεύω
ακόμα, ότι: «αυτό που μας δίνουν (ο
Όμηρος και ο Ησίοδος):
δεν είναι ξένο προς τις
Ελληνικές
παραδοσιακές
δοξασίες... είναι
μάλλον μια επιλογή αυτών των δοξασιών...
η επιλογή που ταίριαζε σε μια παράδοση
αριστοκρατική και στρατιωτική
κατά τον Όμηρο...
όπως κι ο Ησίοδος,
μας δίνει μια επιλογή: που
ταιριάζει, σε μια παράδοση
αγροτική» .
(@
Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα
είναι: το ότι ο Όμηρος
αγνοεί σκόπιμα τους «τερατώδεις»
θεούς.
Η
στάση αυτή: θεωρείται ότι ταιριάζει,
στο αριστοκρατικό κοινό του.
Από
την άλλη, ορισμένοι
ποιητές και φιλόσοφοι: δεν περιορίζονται
σε μια επιλογή από τις παραδοσιακές
δοξασίες.
Προχωρούν
στη συνειδητή ανασκευή και ανάπλαση
των δοξασιών αυτών, κάποτε και στην
ολοκληρωτική απόρριψή τους.
(@
Στην εξέταση των Λατρευτικών αντιλήψεων
των αρχαίων συγγραφέων: σημαντική
βοήθεια προσφέρουν και ορισμένα «σήματα»,
ορισμένες χαρακτηριστικές έννοιες,
όπως: αιδώς, σέβας,
φόβος, ύβρις,
άγιος, αγνός,
ευσεβής κτλ.
Αυτές
οι λέξεις (φορείς των Λατρευτικών
συναισθημάτων): είναι συχνά ένα αρκετά
ασφαλές μέσον, για να πλησιάσουμε την
ανθρώπινη καρδιά, που αισθάνεται τα
συναισθήματα αυτά.
Δηλαδή:
Στηριζόμαστε, όχι σε
έννοιες δανεισμένες από άλλες
θρησκείες... αλλά σε μια ανάλυση των
Ελληνικών
λέξεων.
Σε
ένα μεγάλο μέρος της (σε μιά
σημασιολογική και ιστορική μελέτη):
προσηλωνόμαστε στην ιστορία της
έννοιας ορισμένων λέξεων,
για ν΄ ακολουθήσουμε
την εξέλιξή τους.
Η
σημασιολογική πάντως μέθοδος: πρέπει
να χρησιμοποιείται βοηθητικά.
Τα
αποτελέσματα που δίνει η αποκλειστική,
ή η σε πρώτο πλάνο χρήση
της, είναι αρκετά φτωχά
).
Αυτή
η ανάρτηση μου: είναι μόνον ο
πρόλογος, για πολλές αντίστοιχες
αναρτήσεις μου, πού θ΄ ακολουθήσουν...
στην καινούργια ετικέτα του μπλογκ μου
«ΕΛΛΗΝΩΝ
ΚΥΚΛΟΣ»...
με τίτλο: Λατρεία του
Ελληνικού Πανθέου.
Αναρτήθηκε:
Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας,
Ιστορικός Ερευνητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου