Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Η Εσκεμμένη παρετυμολόγηση ονομάτων του Πλάτωνα (διά στόματος Σωκράτους)... ως απάντηση στην Σοφιστική τέχνη, των Σοφιστών !!!



Όπως γνωρίζουμε, στους Σοφιστές βρίσκουμε τις πρώτες αρχές της επιστημονικής γραμματικής.

Οι Σοφιστές μετήλθαν την ορθοέπεια ως μέσον προς τον σκοπό, ο οποίος γι΄ αυτούς ήταν η Ρητορική.

Το σημείο, πού πρόσεξαν, ήταν: τι είναι στην γλώσσα το ορθόν.

Ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης (480-410 π.Χ.), ασχολήθηκε στο έργο του «Αλήθεια ή καταβάλλοντες», όχι μόνον με γνωσιολογικά ζητήματα, αλλά και με γραμματικά.

Αυτός πρώτος διαίρεσε τα γένη των λέξεων: Άρρενα - Θήλεα - Σκεύη (δηλαδή ουδέτερα). (Αριστοτέλης: Περί ρητορικής, 3, 5).

Αργότερα οι γραμματικοί της Αλεξάνδρειας, για το τρίτο γένος μεταχειρίσθηκαν τον όρο «Ουδέτερα».

Ο Πρωταγόρας επίσης ασχολήθηκε και με την θεμελίωση της συντάξεως.

Διέκρινε τα εξής είδη προτάσεων: ευχωλή, ερώτησις, απόκρισις, εντολή. (Διογένης Λαέρτιος: Βίοι Φιλοσόφων, 9, 4, 53).

Βεβαίως βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές της επιστημονικής έρευνας των γραμματικών φαινομένων (Αριστοτέλης: Περί ποιητικής, 19).


Ο Πλάτωνας (Φαιδρός, 267 C) ομιλεί για την ορθοέπεια ως σκοπό του Πρωταγόρα.

Γενικά ο Πρωταγόρας θεωρείται ως ο ιδρυτής της γραμματικής επιστήμης.

Ο Πρόδικος ο Κεΐος ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και ασχολήθηκε με τα συνώνυμα. Έγραψε βιβλίο με τίτλο: Περί ονομάτων ορθότητος.

Ο Ιππίας ο Ηλείος, σύγχρονος του Πρωταγόρα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα ασχολήθηκε με την «δύναμη γραμμάτων και συλλαβών και ρυθμών και αρμονιών». (Πλάτωνας: Ιππίας μείζων, 285 C).

Συνδύαζε την γραμματική με την μουσική στην έρευνα των γλωσσικών φαινομένων.

Ασφαλώς ο Πλάτωνας εννοεί τον Ιππία, όταν λέει:
«Επειδή η μίμηση της ουσίας γίνεται με συλλαβές και με γράμματα, το ορθότερο δεν θα ήταν να διακρίνουμε πρώτα απ΄ όλα τα στοιχεία, όπως άλλωστε κάνουν και όσοι ασχολούνται με τους ρυθμούς, που ξεκινούν από την διαπίστωση της δύναμης, δηλαδή της αξίας, των στοιχείων, κατόπιν προχωρούν στην διαπίστωση της δύναμης των συλλαβών, για να προβούν στο τέλος στην εξέταση των ρυθμών;

Άρα λοιπόν και εμείς πρέπει πρώτον να διακρίνουμε τα φωνήεντα, έπειτα να διακρίνουν κατά είδη τα άφωνα και τα άφθογγα - διότι κάπως έτσι δεν τα λένε όσοι κατέχουν απ΄ αυτά ;

- και κατόπιν πάλι να διακρίνουμε όσα δεν είναι μεν φωνήεντα, αλλά ούτε και άφθογγα».

(Πλάτωνας: Κρατύλος, 424 B10-C8).

Για το ίδιο ακριβώς θέμα ο Πλάτωνας ασχολείται και στον διάλογο «Φίληβος»: (18 B6-D2), αλλά και στον διάλογο «Θεαίτητος»: (203 Β2-7).

Επανερχόμενοι στον Σοφιστή Ιππία, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ασχολήθηκε με την αστρονομία, την γεωμετρία, την αριθμητική, την ιστορία των γενών και των ηρώων, καθώς και της ιδρύσεως πόλεων. (Πλάτωνας: Ιππίας μείζων, 285 Β).

Για τις τρεις τελευταίες ιστορίες οι Σοφιστές εισήγαγαν τον
όρο «αρχαιολογία», με την έννοια της σημερινής αρχαιογνωσίας.

Τέλος, ο Γοργίας ο Λεοντΐνος (483-385 π.Χ.) δίδασκε την ρητορική τέχνη, βασιζόμενος λιγότερο στην συστηματική πραγμάτευση της θεματικής και περισσότερο στην εξεζητημένη ποιοτική και εντυπωσιακή έκφραση.

Τα σωζόμενα έργα του «Ελένης εγκώμιον» και «Παλαμήδους απολογία» εξηγούν την πεποίθηση του, ότι ο καλομελετημένος Ρήτορας, θα μπορούσε με ευστροφία να βρει επιχειρήματα, για να υποστηρίξει οποιαδήποτε υπόθεση... κι ακόμη το αξιόλογο πεζογραφικό ύφος του, με τις σύντομες συμμετρικές προτάσεις, τις ρυθμικά ζυγισμένες αντιθέσεις, τις λεκτικές συνηχήσεις και τα λογοπαίγνια τον κατέστησαν υπόδειγμα σε πολλούς.

Η επίδραση του ανιχνεύεται στον Αντιφώντα, στον Θουκυδίδη και ιδιαιτέρως στον Ισοκράτη.

Υπήρχαν και άλλοι Σοφιστές, όπως ο Αντιφών, πού ήκμασε περίπου το 420 π.Χ, ο Θρασύμαχος ο Χαλκηδόνιος, στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα π.Χ, ο Ανώνυμος του Ιαμβλίχου, πού ήκμασε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ, ο Κριτίας ο Αθηναίος, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ο Πώλος, τέλος του 5ου και αρχές του 4ου αιώνα π.Χ, ο Καλλικλής, σύγχρονος του προηγουμένου, όπως επίσης ο Λυκόφρων και ο Αλκιδάμας.

Οι νεωτερισμοί των Σοφιστών και κυρίως του Γοργία.

Έγιναν κίνδυνοι, για την παραφθορά και την εκμετάλλευση του λόγου (έγιναν πρόβλημα επίμαχο), ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.

Η άγρυπνη φιλοσοφική συνείδηση: είχε διαγνώσει την φύση του λόγου και την φύση της δύναμης.

Αυτό συμβαίνει κάθε φορά, όταν ο άνθρωπος ανακαλύπτει μία καινούργια πηγή δυνάμεων, είτε σε αυτόν τον ίδιον, είτε στην φύση.

Η δύναμη αυτή είναι διαθέσιμη και για το καλό και για το κακό, η χρήση της προσδίδει την ηθική ποιότητα.

Δεν ξεχνάμε όμως καθόλου το ερώτημα μιάς: Γιατί ο Πλάτωνας προβαίνει σε φαινομενικά παράλογες ετυμολογήσεις στον Κρατύλο.

Όπως είδαμε, οι Σοφιστές δεν ήταν ασήμαντα πρόσωπα. Ήταν ένα είδος περιπλανώμενων διδασκάλων, που δίδασκαν επ΄ αμοιβή, γόνους πλούσιων οικογενειών.

Οι Σοφιστές, θέλοντας να ικανοποιήσουν τις ανάγκες εύκολης και αβασάνιστης εκπαίδευσης ανθρώπων, πού δεν είχαν ούτε τις δυνατότητες, αλλά ούτε και την ελάχιστη διάθεση συστηματικής και πολύχρονης παιδείας (είχαν όμως χρήματα), με τα οποία νόμιζαν ότι μπορούσαν να αγοράσουν μόρφωση και παιδεία.

Οι Σοφιστές λοιπόν, θέλοντας να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες ευκολίας, προσέφεραν ταχύρρυθμα σεμινάρια, επί παντός επιστητού.

Και εφόσον δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος εμβάθυνσης στα πράγματα, ασχολούνταν με την επιφάνεια των φαινομένων και κατέφευγαν σε εντυπωσιασμούς, προς τέρψη των αδαών.

Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης φοίτησε στην Πλατωνική Ακαδημία, επί είκοσι συναπτά έτη.

Ο Πλάτωνας στο 6ο βιβλίο της «Πολιτείας» του, σε συνδυασμό με τους «Νόμους» εισηγείται σαρανταπεντάχρονη παιδεία, δηλαδή:

(Από 5 έως 10 ετών : Φυσική Αγωγή.

Από 10 έως 15 ετών: Μουσική.

Από 15 έως 20 ετών: Αριθμητική.

Από 20 έως 25 ετών: Γεωμετρία επιπέδου.

Από 25 έως 30 ετών: Στερεομετρία.

Από 30 έως 35 ετών: Αστρονομία...

Και από 35 έως 50 ετών: Διαλεκτική επιστήμη).

Λίγο-λίγο οι Σοφιστές παρεξέκλιναν, σε άκρατο υποκειμενισμό.

Το εγώ, κατ΄ αυτούς, ετίθετο επάνω από την ολότητα και από τον νόμο της Πολιτείας.

Πολιτική αρετή δεν ήταν (για τους Σοφιστές), να νοιάζεται και να μάχεται ο πολίτης για το κοινό καλό, αλλά για το δικό του προσωπικό συμφέρον.

Αυτής της πολιτικής αρετής την διδαχή: υπόσχεται να δώσει η Σοφιστική, στην νέα γενιά της εποχής, και με αυτήν την σαγηνεύει.

Για όργανο της έχει την Ρητορική, και αυτήν παραδίδει επί πληρωμή στους μαθητές της.

Με αυτήν μόνον θα μπορέσουν να υποτάξουν τους άλλους, και ως ανθρώπους και ως πολίτες.

Με αυτήν μάθουν να βάζουν τον «ήσσω λόγον κρείσσω», δηλαδή να παρουσιάζουν το άσπρο, μαύρο και το άδικο, δίκαιο.

Έτσι, διδάσκουν οι Σοφιστές τους «δισσούς λόγους», δηλαδή ότι για κάθε θέμα μπορεί κάποιος με κατάλληλα έξυπνα επιχειρήματα, να υποστηρίξει και την θέση και την αντίθεση, να υποστηρίξει και να κατακρίνει.
Έτσι «παίζουν» οι Σοφιστές με την γλώσσα και με τον μύθο, με την Θρησκεία και με τους Θεούς, με την επιστήμη και με την φιλοσοφία· τα ξεθεμελιώνουν όλα και σκορπίζουν παντού την αμφιβολία· και στο τέλος παίζουν και με την ίδια την αμφιβολία.

Και όλα αυτά τα παιγνίδια και τα κόλπα του λογικού, η Σοφιστική τα ονομάζει «τέχνη».

Με τέτοια «τέχνη», διδάσκει η Σοφιστική, έγιναν όλα τα ανθρώπινα έργα, όλοι οι θεσμοί της πολιτείας και της Θρησκείας.

Όποιος λοιπόν γίνει δυνατός σ' αυτήν την τέχνη, μπορεί όλα να τα αντιστρέψει, όπως του συμφέρει· και το δίκαιο να το γυρίσει προς το συμφέρον του, διότι δίκαιο είναι ό,τι θέλει ο δυνατός.

Ιδού λοιπόν η άκρη του μίτου της Αριάδνης: ο κάτοχος της Σοφιστικής «τέχνης», μπορεί όλα να τα αντιστρέψει, όπως του συμφέρει.

Και στον τομέα της γλώσσας, που μάς απασχολεί, μπορεί να διαστρεβλώνει τα νοήματα των λέξεων, να παίζει με την σύνταξή τους, να διατυπώνει άκυρους συλλογισμούς, που οδηγούν σε ανόητα συμπεράσματα...

(Βλέπε και τον διάλογο Ευθύδημος του Πλάτωνα, όπου οι Σοφιστές Ευθύδημος και Διονυσόδωρος «αποδεικνύουν» με «λογικά» επιχειρήματα στον υποψήφιο μαθητή τους, ότι πατέρας του είναι ο σκύλος και όχι αυτός πού πράγματι τον γέννησε, και έτσι εμβρόντητο, ενεό και εντυπωσιασμένο από την φοβερή αυτή «αποκάλυψη» και «αποκωδικοποίηση» της αλήθειας σχετικά με την καταγωγή του, τον οδηγούν στα μονοπάτια της «τέχνης» τους).

Και σε ζητήματα ετυμολογίας, αλλού προσέθεταν γράμματα, αλλού αφαιρούσαν, αλλού αντικαθιστούσαν, αλλού υπονοούσαν, αλλού φαντάζονταν, αλλού τεμάχιζαν τα μέρη των λέξεων αυθαιρέτως, αλλού θεωρούσαν τις λέξεις σαν αρκτικόλεξα και έτσι με απύθμενο θράσος και υποκειμενισμό κατέληγαν στα πιό παράλογα «επιστημονικά» συμπεράσματα.

Δυστυχώς ακόμη και σήμερα, κακέκτυπα Σοφιστών, χωρίς ίχνος γνώσεων σχετικών, με φανερά και κρυφά ψυχολογικά και ψυχικά προβλήματα, λυμαίνονται τον χώρο της γλώσσας και της ετυμολογίας, γράφοντας «βιβλία», κάνοντας «διαλέξεις», ή εκπομπές και «διδάσκοντας» υπό τύπον σεμιναρίων, σε πνευματικά ανώριμους, τα συντεταγμένα γλωσσικά τους παραληρήματα, σε σύγκριση με τα οποία παραληρήματα των τροφίμων των φρενοκομείων, είναι μεγάλα επιτεύγματα λογικής.

Ο Πλάτων, λοιπόν, ο μέγας αυτός επιστήμων του κόσμου των ιδεών, θέλησε να γελοιοποιήσει αυτού του είδους τις σοφιστικές ετυμολογίες και να τις εξευτελίσει, μιμούμενος ειρωνικά την μέθοδο των Σοφιστών.

Θέλησε με άλλα λόγια να αποδείξει στους Σοφιστές: ότι και ο ίδιος του, εάν εφαρμόσει τις ετυμολογικές τους μεθόδους, μπορεί να σκαρφιστεί ιδέες πιό έξυπνες από αυτούς, (μόνον που δεν θα ανταποκρίνονται στην αλήθεια).

Διότι η αλήθεια δεν αναφέρεται στην μίμηση της ουσίας, αλλά στην ίδια την ουσία των πραγμάτων, και η ουσία των πραγμάτων είναι η ιδέα.

Ένα είδος μιμήσεως της ουσίας είναι και οι λέξεις, οι οποίες δεν είναι: ούτε αθροίσματα ήχων, ούτε αθροίσματα γραμμάτων, αλλά δηλώματα σημασιών.

Και το τι σημαίνει μία λέξη δεν μπορείς να το αντιληφθείς μόνον με την ετυμολογία, έστω και την ορθή, αλλά κυρίως με την ερευνά της την πολύμοχθη και πολύχρονη εντός του νοητικού σύμπαντος, στο οποίο ανήκει.

Και όπως γνωρίζουμε, υπάρχουν τέσσερα νοητικά σύμπαντα:

α) Το Σύμπαν της λογικής, ή της επιστήμης.


β) Το Σύμπαν του συναισθήματος. ή της τέχνης.

γ) Το Σύμπαν της βούλησης, ή της πρακτικής και

δ) Το Σύμπαν της μεταφυσικής.

Εάν παραδείγματος χάριν ετυμολογήσουμε απλώς την λέξη «βαρύκεντρο»: θα πούμε ότι συντίθεται από τις λέξεις «βαρύ» και «κέντρο».

Μάθαμε όμως τίποτε για την σημασία της λέξεως ;

Εάν δεν ανατρέξουμε στο Σύμπαν της επιστήμης και ειδικότερα στην επιστήμη της Γεωμετρίας: δεν θα μάθουμε ποτέ, ότι «βαρύκεντρο» είναι το στοιχείο τομής των διαμέσων, παντός τριγώνου.

Και μη λησμονούμε, ανακεφαλαιώνοντας, ότι η ορθότητα αναφέρεται στις μεμονωμένες λέξεις (γι' αυτό και η σωστή γραφή των λέξεων λέγεται «ορθογραφία», όπως ακριβώς και η σωστή προφορά τους, λέγεται «ορθοφωνία»)· ότι η αλήθεια αναφέρεται στις προτάσεις κρίσεως... και ότι η εγκυρότητα αναφέρεται στους συλλογισμούς.

Μιά συστηματική μελέτη της λογικής επιστήμης, με την βοήθεια των λογικών βιβλίων του Αριστοτέλη: Κατηγορίες - Περί ερμηνείας - Αναλυτικά πρότερα - Αναλυτικά υστέρα - Τοπικά - Σοφιστικοί έλεγχοι, θα δώσει φτερά στο νου του καθενός από μας.

Ή Λογική, όπως και κάθε άλλη Επιστήμη, απαιτεί μόχθο, σεβασμό και συστηματική εργασία, χωρίς αυτοσχεδιασμούς και ασυναρτησίες.

Στην συνέχεια του «Κρατύλου», ο Πλάτωνας διά στόματος Σωκράτους, παραθέτει με λεπτή ειρωνεία και εννοιολογικούς ακροβατισμούς τις ετυμολογίες ορισμένων λέξεων, για να γελοιοποιήσει, τις ετυμολογίες διαφόρων «επιστημόνων», πού περιτριγύριζαν στις πόλεις... διδάσκοντας επί πληρωμή εντυπωσιακά πράγματα... προς τέρψιν των ανίδεων και αμαθών.

Η Ειρωνεία του Πλάτωνα απευθύνεται και σε πολλούς συγχρόνους «Ετυμολογούντες» ανετυμολόγητους, οι οποίοι χωρίς τις βασικές γνώσεις του ετυμολογικού μέρους της γραμματικής (παραγωγή και σύνθεση λέξεων - απλές, πρωτότυπες, παράγωγες και σύνθετες λέξεις - παράγωγα ρήματα εξ ονομάτων, εκ ρημάτων και εξ επιρρημάτων - παράγωγα ουσιαστικά εκ ρημάτων, εξ επιθέτων και εξ ουσιαστικών - παράγωγα επίθετα εκ ρημάτων, εξ ονομάτων και εξ επιρρημάτων - παράγωγα επιρρήματα - πρώτο συνθετικό όνομα ουσιαστικό, επίθετο και ρήμα - πρώτο συνθετικό άκλιτο - δεύτερο συνθετικό ουσιαστικό, επίθετο και ρήμα - δεύτερο συνθετικό άκλιτο - τονισμός και σημασία των συνθέτων), προβαίνουν σε παράλογους αυτοσχεδιασμούς.

Δεν βλάπτει να διαβάσουν καμιά φορά, την Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, του Αχιλλέα Τζαρτζάνου.

Εάν συμβεί αυτό, δεν θα γράφουν μερικοί, ότι η λέξη «Διάνοια»: σημαίνει «Νούς του Διός», (διότι θα μάθουν), ότι το όνομα «Ζεύς» ως πρώτο συνθετικό λέξεων, τίθεται κυρίως σε Γενική πτώση, π.χ. Διογένης, Διόδωρος, Διόπαις, Διομήδης, Διογενέτωρ, Ζηνόδοτος, Ζηνοβία... σπανίως τίθεται και σε Δοτική πτώση, π.χ. Διιπετής και Διιπέτης.

Και ουδέποτε τίθεται σε Αιτιατική.

Όταν βλέπουμε την λέξη «διά» ως πρώτο συνθετικό, πρόκειται για την κύρια πρόθεση «διά», και στην προκειμένη περίπτωση «διάνοια», σημαίνει απλώς: τον διασκελισμό του νού.

Μη ξεχνάμε ότι «διάνοια» είναι εκείνη η νοητική εργασία (διά της οποίας ο νούς)... από δύο προκείμενες αληθείς κρίσεις, καταλήγει κατά λογική αναγκαιότητα, σε αληθές συμπέρασμα.


Ούτε επίσης κάποιοι άλλοι, άλλοτε βασισμένοι στο σχήμα των γραμμάτων, άλλοτε στον ήχο των γραμμάτων και άλλοτε στον αυθαίρετο τεμαχισμό των λέξεων, θα μιλούν και θα γράφουν για τα πιό παράλογα πράγματα, πού μπορεί να φαντασθεί κάποιος, καθιστάμενοι γραφικοί αλλά επικίνδυνοι, διότι δίδουν λαβές γελοιοποιήσεως της Ελληνικής γλώσσας και παιδείας.

Εάν η περίπτωση τους είναι ιάσιμη διά σοβαρής μελέτης επιστημονικών έργων, πολλές ώρες ημερησίως και επί πολλά έτη, ας το προσπαθήσουν.

Εάν όχι, ας αποσυρθούν, διότι αρκετό κακό έκαναν.

( Ένας τέτοιος Εβραιοχριστιανός ψευτοσοφιστής (μακάρι να είχε την γνώση των Σοφιστών), είναι ο Θεολόγος Σημαιοφόρος (με τον δήθεν Κώδικα της Ελληνικής Γλώσσης, τον «Έλλην Λόγο»... και με πτυχίο από ανύπαρκτο ξένο Πανεπιστήμιο (αυτός και άλλοι δήθεν γνώστες της Ελληνικής Γλώσσας)... όπως θα σας ενημερώσω λεπτομερώς, σε άλλη ξεχωριστή ανάρτηση μου.

Πάρτε μόνον μιά ιδέα του βιογραφικού του Θεολόγου Σημαιοφόρου, Έλληνες... για να δείτε, ότι με Εβραιοχριστιανική Προφητεία... ανακάλυψε τον δήθεν «Έλλην Λόγο» !!!

«Τό πρώτον έναυσμα πρός διερεύνησιν τών γραμματικών έννοιών έδόθη, όταν το 1975 άνέγνωσεν μίαν προφητείαν, ευρεθείσα είς τό Άγιον Όρος, φέρουσα χρονολογίαν 1866 (έκδοσις Έπισκόπου Μεσσηνίας Γρηγορίου – Σκήτη Παναγουλάκη 1975 ), ή όποία έγραφε:
Ήκολούθησεν είκοσαετής μελέτη τών αρχαίων κειμένων καί είδική έρευνα ετυμολογίας άγνώστων λέξεων, καθώς καί προσπάθεια έρμηνείας άλληγορικών φράσεων.

Τό σύνολον τών παρατηρήσεων τού επέτρεψε τήν σύνταξιν τού Κώδικος τής Έλληνικής Γλώσσης.

Διά τού Κώδικος αύτού, έκαστον τών γραμμάτων άπεκάλυπτε τήν κρυμμένην έννοιάν του».

Αν δείτε όλο αυτό το βίντεο (πού σας έχω πιό κάτω): θα καταλάβετε πόσο προσπαθεί να διαστρεβλώσει ο Θεολόγος Σημαιοφόρος, το Ελληνικό Πάνθεο και το φέρει στα μέτρα του Εβραιοχριστιανισμού του !!!

Ευτυχώς στο βίντεο: η Μαρία Τζάνη, του τα είπε Ελληνικά... και τον ανάγκασε στο τέλος του βίντεο, να αποκαλύψει τον Εβραιοχριστιανισμό του, λέγοντας ο ίδιος : « Υπάρχουν από την Σίβυλλα την Ερυθραία, χρησμοί, οι οποίοι λέγουν το εξής: ότι οι Ολύμπιοι Θεοί, είναι Άγγελοι του Υψίστου Θεού» ).

Ο Πλάτων λοιπόν παραθέτει ειρωνικά τις εξής ετυμολογίες, τις οποίες ας μη βιαστούμε να υιοθετήσουμε, διότι από εκεί που βρίσκεται, θα γελάσει με το πάθημά μας.

α) Επιστήμη: από το ότι «ΐστησι», δηλαδή σταματά την ψυχή μας στα πράγματα, για να τα εξετάσει.

β) Βέβαιο: από την «βάσιν» και σημαίνει σταθερό.

γ) Ιστορία: από το ότι «ίστησι τον νουν», δηλαδή σταματάει την ροή.

δ) Μνήμη: από την «μονή», δηλαδή στάση και όχι κίνηση στην ψυχή.

ε) Αμάθεια: από το «άμα θεώ ιόντος», δηλαδή πορεία αυτού, πού κινείται μαζί με τον θεό.

Με τον τρόπο αυτό, λέει ο Πλάτωνας, τα ονόματα που νομίζουμε ότι εκφράζουν τα χειρότερα πράγματα, αποδεικνύεται όντως ότι μοιάζουν με εκείνα, πού εκφράζουν και τα καλύτερα, όπως π.χ. , η αμέσως επόμενη λέξη.

ζ) Ακολασία: από το «ακολουθία τοίς πράγμασι», δηλαδή αγώνας για να ακολουθούμε τα πράγματα.

Υπάρχουν όμως τουλάχιστον άλλα δύο βαθύτερα αίτια των παραλόγων εξομολογήσεων του Πλάτωνα. Θα εξετάσουμε αμέσως το πρώτο.

Ο Πλάτωνας κατά βάθος πιστεύει: ότι δεν είναι δυνατή ή κατανόηση των ονομάτων βάσει τής ετυμολογίας.

Ειδικά για τα ονόματα των Ελλήνων Θεών ισχυρίζεται: ότι ο καλύτερος τρόπος ελέγχου της ορθότητας τους, θα ήταν να πούμε ότι για τους Έλληνες Θεούς δεν ξέρουμε τίποτε, ούτε σχετικά με την φύση τους, ούτε σχετικά με τα ονόματα, πού πήραν κάποτε, για να φωνάζει ο ένας τον άλλον. (Κρατύλος, 400 D6-9).

Και συνεχίζει ο Πλάτωνας διά στόματος Σωκράτους:

«Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, πού χαίρονται με τις προσευχές μας οι Θεοί και ευχαριστούνται να τους ονομάζουμε και να τους λέμε την καταγωγή τους, έτσι πρέπει να κάνουμε και τώρα: να τούς ονομάζουμε απλώς, αφού τίποτε άλλο δεν ξέρουμε γι' αυτούς... γι' αυτό ας ξεκινήσουμε την εξέταση των ονομάτων τους, αφού δηλώσουμε εκ των προτέρων στους Θεούς ότι δεν θα μιλήσουμε καθόλου γι' αυτούς -δεν έχουμε καν την αξίωση ότι είμαστε ικανοί να μιλήσουμε γι' αυτούς και την φύση τους- αλλά θα μιλήσουμε μόνον για τους ανθρώπους και μάλιστα μόνον για το ποιά γνώμη «δόξαν» είχαν τότε, πού έδωσαν στους Θεούς ονόματα. Διότι μόνον έτσι δεν θα προκαλέσουμε την Νέμεση». (Κρατύλος, 400 ΕΙ-401 Α5)

Η Ετυμολόγηση εδώ: δεν αφορά στην ουσία των Ελλήνων Θεών και κατ΄ επέκταση στην ουσία των όντων και των πραγμάτων, αλλά στις γνώμες και τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων σοφών ανθρώπων, πού έθεσαν τα ονόματα.

Ο Πλάτωνας στο 6ο βιβλίο της Πολιτείας του, πραγματεύεται τους τέσσερις αναβαθμούς της γνώσεως:

την εικασία: πού αναφέρεται στις εικόνες των αισθητών,
την πίστη: πού αναφέρεται στα ίδια τα αισθητά,
την διάνοια: που ερευνά τούς επί μέρους επιστημονικούς χώρους και
την νόηση: πού ερευνά τις ιδέες, τα αρχέτυπα δηλαδή των όντων.

Επομένως για αυτόν: η ετυμολόγηση ως ερευνώσα τις γνώμες των ανθρώπων περί των πραγμάτων (όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί στα «ονόματα»)... ασχολείται με εικόνες αισθητών και με αισθητά και όχι με νοητά όντα και ιδέες.

Οι τελευταίες προσεγγίζονται μόνον με την διαλεκτική τέχνη, πού είναι το αποκορύφωμα της όλης επιστημονικής παιδείας. 

Εφόσον ισχύει αυτό: ο Πλάτωνας μη εκτιμώντας ιδιαιτέρως την ετυμολογία... αυτοσχεδιάζει με μία εκπληκτική μαεστρία... όπως μόνον μία μεγαλοφυΐα μπορεί να το κάνει.

Έχετε ακούσει τον Μάρκο Βαμβακάρη, ή τον Μανώλη Χιώτη να αυτοσχεδιάζουν στο μπουζούκι, ή τον Λούις Άρμστρογκ στην κορνέττα, ή τον Ντιούκ Έλινγκτον στο πιάνο ;

Μπορεί κάποιος να τους μιμηθεί, χωρίς να κάνει φάλτσα ;

Έτσι ακριβώς και ο Πλάτωνας: σαν μεγάλος βιρτουόζος και δεξιοτέχνης της νοητικής λύρας, αυτοσχεδιάζει ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί.

Οι ετυμολογήσεις του μπορεί να μη έχουν άμεση σχέση με το ετυμολογούμενο όνομα, έχουν όμως ένα βαθύ και σοβαρό νόημα.

Ερμηνεύουν νοητικά την ουσία του πράγματος και όχι αυτό καθ΄ εαυτό το όνομα, πού είναι μία απλή εικόνα αυτής της ουσίας.

Τον Πλάτωνα δεν τον ενδιαφέρει το ορθό και το μη ορθό των ονομάτων, αλλά το αληθές και το ψευδές των λόγων, καθώς και το όν και το μη όν των ιδεών.

Μόνον ο σοφός και ο διαλεκτικός επιστήμονας έχει την δυνατότητα να ασχολείται με τα ονόματα, αφού προηγουμένως έχει διεισδύσει στις Ιδέες και τις έννοιες, τις οποίες αυτά εκφράζουν.

Ου παντός ετυμολογείς, αλλά του επαΐοντος και ειδήμονος και σοφού.

Εμείς οι υπόλοιποι, εάν θέλουμε να αυτοσχεδιάζουμε ετυμολογικά, όπως ο Πλάτων έκανε (για τους γνωστούς λόγους), είμαστε ελεύθεροι να το κάνουμε, αρκεί προηγουμένως να αποκτήσουμε τις γνώσεις και την σοφία του Πλάτωνα.

Μέχρι τότε όμως, ας δείχνουμε αυτοσυγκράτηση και ας μη στήνουμε «ετυμοπαίγνια» με κώδικες και αποκωδικοποιήσεις, ή με λεξαρίθμους καί αριθμολεξίες, για τα οποία οι προγονοί μας, είχαν πλήρη άγνοια... διότι σε κανένα απολύτως έργο αρχαίου Έλληνα συγγραφέα, δεν γίνεται λόγος για τίποτε απ΄ όλα αυτά.

Μερικοί όμως Νεοέλληνες Εβραιοχριστιανοί (σαν τον Θεολόγο Σημαιοφόρο)... φαίνεται ότι ξέρουν την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, καλύτερα από τους ίδιους τους αρχαίους Έλληνες !!!

Κατά τα άλλα ομιλούν για φως στους άλλους, ευρισκόμενοι οι ίδιοι στο Έρεβος και στο πηχτό σκοτάδι.

Οι Νεοέλληνες αυτοί ψευδοερευνητές και ψευδοαστρολόγοι υποκρύπτουν το γεγονός: ότι οι αναγραμματισμοί των λέξεων και τα ισόψηφα (δηλαδή οι συνάριθμοι, ή λεξάριθμοι) είναι απλώς μέθοδοι αστρολογίας και κυρίως ερμηνείας ονείρων.

Κάτι ξέρει Ο Αρτεμίδωρος, πού συμβουλεύει τον Κάσσιο Μάξιμο : να χρησιμοποιεί αναγραμματισμούς λέξεων και ισόψηφα, όταν κρίνει τα όνειρα άλλων ανθρώπων και θέλει να παραστήσει τον σοφό.

Όταν όμως πρόκειται να κρίνει τα δικά του όνειρα, τον συμβουλεύει να μην εφαρμόζει αυτές τις μεθόδους, διότι θα εξαπατηθεί.

(Αρτεμίδωρος : Ονειροκριτικά, βιβλίο 4, 23,1)

(Εδώ σας βάζω ακόμα ένα βίντεο με τον Θεολόγο Σημαιοφόρο (δείτε το από το 6:10 ) : πού προσπαθεί να ξεθεμελιώσει την Ελληνική Μυθολογία (κάτι πού δεν είχαν καταφέρει μέχρι τώρα: ούτε οι Εβραιοχριστιανοί Πατέρες της Εκκλησίας)... λέγοντας: «Η Ελένη είναι η λάμπουσα φωταύγεια του Ηλίου»... και πολλά άλλα τέτοια... ανυπόστατα ψευτοσοφίσματα του !!!)

Πατήστε αυτό το λινκ :


Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος των παρετυμολογιών του Πλάτωνα.

Όπως γνωρίζουμε, κάθε όνομα, δηλαδή κάθε λέξη, συντίθεται από συλλαβές και κάθε συλλαβή αποτελείται από γράμματα, πού παριστάνουν τους φθόγγους.

Αυτά τα γράμματα αποκαλούνταν την Κλασσική Εποχή, στοιχεία.

Εξ ου και ο χαρακτηρισμός του αγράμματου, ως αστοιχείωτου.

Ταυτοχρόνως όμως, στοιχείο λέγεται: το πρωταρχικό συστατικό ενός πράγματος, πού παραμένει αδιαίρετο και δεν αλλάζει μορφή... και από το οποίο σύγκειται ένα πράγμα.

(Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά, 1014 Α 26-27).

Αλλά, συνεχίζει ο Αριστοτέλης, ακόμη και εάν ένα στοιχείο διαιρείται, τα μέρη του (δηλαδή τα μόριά του), είναι ομοειδή προς το όλον, όπως π.χ, το μόριο του νερού είναι νερό.

(Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά, 1014 Α30-31).

Από αυτήν την άποψη στοιχεία είναι: το ύδωρ (νερό), ο αήρ (αέρας), το πυρ (φωτιά), η γη και ο αιθήρ (Αιθέρας), αλλά και τα άτομα του Λεύκιππου και του Δημόκριτου.

Ο Πλάτωνας δεν αποδεχόταν τις ιδέες των Προσωκρατικών, για την πρωτοκαθεδρία κάποιου, ή κάποιων στοιχείων στην δημιουργία του κόσμου.

Είχε την πεποίθηση ότι τα αισθητά όντα, είναι απεικονίσεις των ιδεών.

Οι ιδέες είναι αιώνιες, αναλλοίωτες και απλές.

Δεν είναι δηλαδή σύνθετες από προϋπάρχοντα στοιχεία.

Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν είναι δυνατόν ο Πλάτωνας, ο εισηγητής της Θεωρίας των Ιδεών, να θεωρεί ότι τα στοιχεία, (δηλαδή τα γράμματα), είναι τα πρωταρχικά στοιχεία των ονομάτων, έστω και εάν τα ονόματα είναι απλώς απεικονίσεις των ιδεών.

Για τον Πλάτωνα τα ονόματα είναι ενότητες, πού δεν αναλύονται στα γράμματά τους.

Ας το προσέξουν αυτό, όσοι εκστασιάζονται με τα νοήματα των μεμονωμένων γραμμάτων μέσα σε όλες τις λέξεις.

Το πρόβλημα όμως πού απασχολεί τον Πλάτωνα κατά βάθος στον «Κρατύλο», είναι η σχέση του γίγνεσθαι και του είναι, των αισθητών και των νοητών, των πραγμάτων και των ιδεών, του Ηρακλείτειου κόσμου, της διαρκούς ροής, που εκπροσωπεί ο Κρατύλος, και του Παρμενίδειου κόσμου, της διαρκούς ακινησίας και της ενότητας του παντός, που εκπροσωπεί ο Ερμογένης.

Πώς είναι δυνατόν, σκέπτεται ο Πλάτωνας, να ψάχνουμε την αλήθεια στα ονόματα και στις λέξεις, που είναι απλές εικόνες των πραγμάτων και υπόκεινται σε ροή και φθορά, την στιγμή πού για τα φθαρτά πράγματα και τις απεικονίσεις τους, το πολύ-πολύ μόνον εικασία και πίστη, δηλαδή απλές δοξασίες μπορούμε να εκφράσουμε ;

Αντιθέτως ο κόσμος των ιδεών, των νοητών, των όντως όντων, προσεγγίζεται μόνον με την Διαλεκτική επιστήμη, την Ελεγκτική και την Μαιευτική, πού είναι μία μακροχρόνια και επίπονη σχέση διδασκάλου και μαθητή, πού κατέχονται από τον πνευματικό, έρωτα της γνώσης.

Το πρόβλημα εκ πρώτης όψεως φαίνεται άλυτο.

Πάντοτε όμως το οποιοδήποτε πρόβλημα, είναι σπουδαιότερο από την οποιαδήποτε λύση του.

Η ερώτηση, είναι πιο γόνιμη από την απάντηση.

Αλήθεια, πόσο φως εισέρχεται στο πνεύμα μας από την χαραμάδα, πού μας αφήνει αρχικά η ετυμολόγηση, της λέξης «μύθος»!!!

Ο Ελληνικός μύθος: είναι το αίμα της Ελληνικής σκέψης.


Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου