Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Το Χάος, η Γαία και ο Έρως: η αληθινή αγία τριάδα των Δυνάμεων για τους αρχαίους Έλληνες... από την οποία προέρχεται η γένεσις και εγκαινιάζεται η όλη κοσμογονική διαδικασία.

Το Χάος, η Γαία και ο Έρως: η αληθινή αγία τριάδα των Δυνάμεων για τους αρχαίους Έλληνες... από την οποία προέρχεται η γένεσις και εγκαινιάζεται η όλη κοσμογονική διαδικασία.

Η Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται, έτσι όπως μας παραδόθηκε με τη μορφή ενός ολοκληρωμένου και συστηματικού έργου ως η βασική μαρτυρία, το βασικό κείμενο που διαθέτουμε για να καταλάβουμε τη «μυθική» σκέψη των αρχαίων Ελλήνων προγόνων μας και τους βασικούς προσανατολισμούς τους στο επίπεδο της κοσμογονίας.

Το πρώτο πρόβλημα που τίθεται είναι να γνωρίζουμε επακριβώς σε ποιό πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί η ανάγνωση αυτού του κειμένου.

Δεν θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε απλώς προϊόν λογοτεχνικής φαντασίας, παρότι εγγράφεται σε μιά λογοτεχνική παραγωγή την οποία η γραφή έχει αρχίσει ήδη να καθιερώνει και στην οποία εντοπίζεται μιά ολόκληρη σειρά λογοτυπικών στοιχείων που είναι παρμένα από την Ομηρική παράδοση.

Μπορούμε, παρ’ όλα αυτά, να καταδείξουμε ότι, εκεί ακριβώς όπου τα δάνεια αναγνωρίζονται πιο άμεσα, τα λογοτυπικά στοιχεία (τμήματα στίχων, στίχοι ολόκληροι ή μια ομάδα στίχων) διαφοροποιούνται ελαφρώς, μόνο και μόνο για να παραγάγουν, απομακρυνόμενα από το πρότυπο τους, το διαφορετικό αποτέλεσμα που απαιτεί ο στόχος του ποιητή να συνθέσει Θεογονία και όχι απλώς έπος.

Δεν θα πρέπει επιπλέον να διαβάσουμε τον Ησίοδο έχοντας κατά νου μεταγενέστερα φιλοσοφικά συστήματα: αυτά προϋποθέτουν τη δημιουργία ενός νέου λεξιλογίου που να δηλώνει έννοιες άγνωστες πριν και τρόπους επιχειρηματολογίας διαφορετικούς από αυτούς του Βοιωτού ποιητή.

Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος του προδίδει μια τεράστια προσπάθεια αφαίρεσης και συστηματοποίησης, η οποία όμως ασκείται σε ένα διαφορετικό επίπεδο και ακολουθεί μια διαφορετική λογική από αυτή του φιλοσόφου.

Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μιά σκέψη που μας φαίνεται «ξένη» και «παράξενη» προς άλλες κατηγορίες γραφής: είναι ταυτόχρονα μυθική και λόγια, ποιητική και αφηρημένη, αφηγηματική και συστηματική, παραδοσιακή και προσωπική.

Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα συνιστά τη δυσκολία αλλά και το ενδιαφέρον της Ησιόδειας Θεογονίας.

Και είναι Θεογονία, εφόσον ο Ησίοδος υμνεί το σεβαστό γένος των Θεών μας εμπνευσμένος από τις Μούσες οι οποίες, όταν έβοσκε τα κοπάδια του στους πρόποδες του Ελικώνα, του αποκάλυψαν την «Αλήθεια» και τον δίδαξαν «όλα όσα έγιναν και όσα πρόκειται να συμβούν». (Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 22 και 32).

Η αφήγησή του αναπαράγει πιστά το τραγούδι των Μουσών, αυτό με το οποίο μαγεύουν την ακοή του κυρίαρχου των Θεών υμνώντας τη δόξα του, επαναλαμβάνοντας δηλαδή αδιάκοπα τη γενεαλογία του, τη γέννησή του, τις μάχες και τα κατορθώματα του, τον θρίαμβο του.

Η Ησιόδεια αφήγηση είναι λοιπόν αναμφίβολα μία Θεογονία, η οποία παρουσιάζει τις γενεές των Θεών μας, και ταυτόχρονα ένας εκτενής «μύθος» κυριαρχίας που αφηγείται με ποιόν τρόπο, μέσα από ποιές μάχες, ενάντια σε ποιούς εχθρούς, με ποιά μέσα και με ποιούς συμμάχους κατόρθωσε ο Θεός Δίας να εδραιώσει σε ολόκληρο το σύμπαν μια βασιλική υπεροχή η οποία θεμελιώνει την τάξη του κόσμου και εγγυάται τη μονιμότητά του.

Για να πετύχει όμως το εγκώμιο αυτό τον στόχο του, θα πρέπει να ξεκινήσει την αφήγηση του Θεϊκού βίου από τις αρχές του, αναγόμενο στις απαρχές, εξ αρχής. (Ησίοδος, Θεογονία, στίχος 45).

Τοποθετείται επομένως σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε ακόμα ούτε ο Θεός Δίας, ούτε οι άλλοι Ολύμπιοι Θεοί ως αντικείμενα λατρείας.

Η αφήγηση αρχίζει με μία επίκληση στις Θεϊκές Δυνάμεις, τα ονόματα, η θέση και ο ρόλος των οποίων δηλώνουν την κοσμογονική σημασία τους.

Αυτοί οι «αρχέγονοι Θεοί» βρίσκονται ακόμα στενά συνδεδεμένοι με τις φυσικές πραγματικότητες που ανακαλούν, έτσι ώστε δεν μπορούμε να τις διαχωρίσουμε εύκολα, από αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε φυσικές δυνάμεις ή στοιχεία.

Πριν γίνει ο κόσμος το «θέατρο» της διαμάχης για την εξουσία ανάμεσα στους επώνυμους Θεούς, θα πρέπει να διαγραφεί το πλαίσιο στο οποίο θα λάβουν χώρα αυτές οι διαμάχες, να στηθεί δηλαδή το σκηνικό.

Και ακριβώς αυτό είναι το τμήμα του κειμένου του Ησιόδου που, λειτουργώντας ως προοίμιο στην είσοδο στη σκηνή των Τιτάνων, πρώτων ηγεμόνων Θεών, συνιστά μέσα στην Θεογονία το καθαρά κοσμογονικό επίπεδο.

«Πρώτα απ’ όλα «πρώτιστα» λοιπόν γεννήθηκε το Χάος» γράφει ο Ησίοδος, «κι έπειτα (ατάρ) η Γαία η πλατύστερνη, αιώνια κατοικία των αθανάτων που κατέχουν τη χιονοσκέπαστη κορυφή του Ολύμπου- [ύστερα τα σκοτεινά τα Τάρταρα στους μυχούς της πλατιάς γης] κι ο Έρως ο λυσιμελής, ο πιό όμορφος από τους αθάνατους θεούς». (Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 116-121).

Το Χάος, η Γαία και ο Έρως, αυτή είναι λοιπόν η αγία τριάδα των Δυνάμεων των προγόνων μας από την οποία προέρχεται η γένεσις και εγκαινιάζει την όλη κοσμογονική διαδικασία.

Πως θα πρέπει να αντιληφθούμε αυτό το Χάος που ο Ησίοδος παρουσιάζει να γεννιέται πρώτο ;

Το έχουν ερμηνεύσει (ήδη οι Αρχαίοι μας πρόγονοι) με όρους φιλοσοφίας: είδαν σ’ αυτό πότε το κενό, το διάστημα ως καθαρό περιέχον, τον χώρο ως αφαίρεση, χωρίς σώμα (Αριστοτέλης, Φυσικά 208b, 26-33), και πότε, όπως οι Στωικοί, μιά κατάσταση σύγχυσης, μιά μάζα στην οποία συμφύρονται δίχως να μπορεί να διακριθεί το ένα από το άλλο όλα τα συστατικά στοιχεία του κόσμου, μιά σύγχυσιν στοιχείων, συνδέοντας το Χάος με το χέεσθαι.

Αυτές όμως οι δύο ερμηνείες περιέχουν έναν αναχρονισμό.

Επιπλέον, εάν το Χάος δηλώνει το κενό, την καθαρή άρνηση, πώς θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι αυτό το μηδέν μπορούσε να γεννηθεί «γένετο» ;

Σε μια ανάλογη προοπτική, θεώρησαν το Χάος το αντίστοιχο εκείνου που στο έπος ονομάζεται ήρ, δηλαδή ένα νέφος υγρό, σκοτεινό, μη συμπαγές.

Ότι αυτά τα στοιχεία υπάρχουν στο Χάος, κανείς δεν θα διαφωνούσε.

Θα μας ήταν όμως από κάθε άποψη δύσκολο να ταυτίσουμε το Χάος με τον αέρα ως στοιχείο, με τη σημασία που ο όρος αυτός αποκτά μετά τον Αναξιμένη στις κοσμογονίες των Ιώνων φιλοσόφων.

Αρχικώς, διότι ο ίδιος Ησίοδος διακρίνει τον αέρα από το Χάος (Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 697-700) στη συνέχεια, διότι το Έρεβος και η Νύξ, πιό κοντινά στην έννοια του αέρος, γεννιούνται από το Χάος, το οποίο έτσι λογικά και χρονολογικά προηγείται.

Θα μπορούσαμε επίσης να επιχειρήσουμε μιά «μυθική» ερμηνεία (και μάλιστα με πολλούς τρόπους).

Το Χάος θα δήλωνε τότε το διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στον ουρανό και τη γη κατονομάζοντάς το στην αρχή, ο Ησίοδος θα προέτρεχε της αφήγησής του όπου ο Ουρανός, ευνουχισμένος από το χτύπημα που του καταφέρει ο γιος του Κρόνος, απομακρύνεται για πάντα από την Γαία.

Το διάστημα που καταλαμβάνει ο αέρας έτσι επρόκειτο να αναφερθεί μέσα στο κείμενο δύο φορές: μία στην αρχή, πριν ακόμα από την εμφάνιση της Γαίας, και άλλη μία μετά τον διαχωρισμό της Γαίας από τον Ουρανό, στο κενό διάστημα ανάμεσα στους δύο Θεούς.

Ποιό όμως θα μπορούσε να είναι το διάστημα ανάμεσα σε ουρανό και γη όταν ακόμα δεν υπήρχε ούτε ουρανός ούτε γη ;

Δεν θα έπρεπε λοιπόν να αναπαρασταθεί το Χάος σαν ένα απύθμενο κενό, έναν χώρο αέναης περιπλάνησης, ελεύθερης πτώσης που μοιάζει με ένα τεράστιο βάραθρο, το μέγα χάσμα (Ησίοδος, Θεογονία, του στίχου 740), όπου περιγράφονται τα Τάρταρα ;

Για το τεράστιο αυτό χάσμα μάς λένε ότι ποτέ δεν φτάνουμε στον πυθμένα του, ούτε και μέσα σε έναν χρόνο, αλλά ότι ακατάπαυστα μας σπρώχνουν εδώ κι εκεί τα ανεμοβρόχια κι ότι οι ριπές τους, όταν χτυπούν από όλες τις μεριές, δημιουργούν μια πλήρη σύγχυση στον χώρο.

Στην πραγματικότητα, για να συλλάβουμε τη γέννηση του Χάους, θα πρέπει να το εξετάσουμε στις σχέσεις αντίθεσης και συμπληρωματικότητας που έχει με την Γαία, σχέσεις που εκφράζονται στη διατύπωση πρώτιστα... ατάρ πειτα.

Η λέξη χάος συνδέεται ετυμολογικώς με τα ρήματα χάσκω, χανδάνω.

Το Χάος λοιπόν που γεννιέται πριν από όλα τα άλλα δεν έχει πυθμένα όπως δεν έχει και κορυφή: είναι απουσία σταθερότητας, απουσία μορφής, απουσία πυκνότητας, απουσία πληρότητας.

Ως «κενό», είναι λιγότερο ένας αφηρημένος τόπος (το Κενό) και περισσότερο μια άβυσσος, μιά δίνη που περιστρέφεται αδιάκοπα δίχως κατεύθυνση και προσανατολισμό.

Παρ’ όλα αυτά, ως «χάσμα», εκβάλλει σε εκείνο που, συνδεδεμένο μαζί του, αποτελεί ταυτόχρονα το αντίθετο του.

Η Γαία είναι ένα σταθερό έδαφος για να πατάς, ένα βάθρο στο οποίο μπορεί να στηριχτείς διαθέτει μορφές πλήρεις και συμπαγείς, όπως το ύψος ενός βουνού ή τα υπόγεια βάθη.

Δεν είναι μόνον η κολόνα στην οποία θα στηριχτεί το οικοδόμημα του κόσμου.

Είναι η μητέρα, η πρόγονος που γέννησε ότι υπάρχει, σε όλες τις μορφές και σε όλους τους τόπους, με μόνη εξαίρεση το Χάος και τους απογόνους του, που αποτελούν μιά οικογένεια (Δυνάμεων εντελώς ξεχωριστή από τις άλλες).

Η σταθεροποιητική, αναπαραγωγική, οργανωτική ιδιότητα της Γαίας δηλώνεται με χαρακτηριστικά που της έχουν εξαρχής αποδοθεί: αποτελεί μιά σταθερή, αιώνια έδρα για τους Αθανάτους.

Και είναι σταθερή πρώτα με τα βουνά που υψώνει προς τον ουρανό (την έδρα των Ολυμπίων), και στη συνέχεια με τα βάθη που προεκτείνει προς την αντίθετη κατεύθυνση (την έδρα των Τιτάνων), των υποχθόνιων αυτών θεών.

Σταθερή και σίγουρη στην πλατιά επιφάνειά της, και καθώς αναπτύσσεται κατακόρυφα με τις δύο έννοιες που αναφέραμε προηγουμένως, η Γαία δεν είναι απλώς το αντίθετο, το θετικό αντίστοιχο του σκοτεινού Χάους, είναι επίσης το ταίρι του.

Από την πλευρά του ουρανού, στεφανώνεται με τη λευκή φωτεινότητα του χιονιού, αλλά προς τα κάτω, βυθίζεται για να ριζωθεί στα Τάρταρα, στο σκοτεινό Έρεβος που αντιπροσωπεύει στη βάση του, στο επίπεδο δηλαδή του χώρου, το αρχικό χάος, η χαίνουσα αυτή δίνη από την οποία προέκυψε, ως αντίθετο της, ν ρχῆ.

Από τη στιγμή που κατονομάζεται, η Γαία εμφανίζεται, ως έδρα των Θεών, να κινείται ανάμεσα στους δύο πόλους του ύψους και του βάθους, τεντωμένη ανάμεσα στις φωτεινές χιονισμένες κορυφές και στο υπόγειο σκοτεινό βάθος της.

Με τον ίδιο τρόπο, το Χάος, μόλις εμφανίζεται, γεννά δύο ζεύγη αντιτιθέμενων δυνάμεων: το Έρεβος και την Νύκτα αρχικώς, και κατόπιν τα παιδιά τους τον Αιθέρα και την Ημέρη.

Στην ομάδα των τεσσάρων αυτών δυνάμεων, η διάταξη δεν είναι τυχαία.

Σε καθένα από τα δύο ζεύγη, η πρώτη δύναμη που κατονομάζεται τοποθετείται ως προς τη δεύτερη με τον ίδιο τρόπο: το Έρεβος είναι για την Νύκτα αυτό που ο Αιθήρ είναι για την Ημέρη.

Από τη μία πλευρά, ένα σκοτεινό και ένα φωτεινό στοιχείο απομονωμένα στο απόλυτο της φύσης τους από την άλλη, ένα σκοτεινό και ένα φωτεινό στοιχείο ενωμένα στην αμοιβαία σχετικότητά τους.

Στην πραγματικότητα, Νύκτα και Ημέρα δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους· συνδέονται, ως αντίθετα, με τη μία να προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης, η οποία την διαδέχεται βάσει μίας κανονικής εναλλαγής.

Σε αντίθεση με τη φωτεινότητα και το σκότος που συνδέονται με μια Ημέρα και με μιά Νύκτα, που συνδυάζονται για να σχηματίσουν το πέρασμα τον χρόνου στην επιφάνεια της γης, το Έρεβος και ο Αιθέρας αντιστοιχούν στις ακραίες και αλληλοαποκλειόμενες μορφές ενός Άσπρου και ενός Μαύρου που βασιλεύουν εξ αδιαιρέτου στα πιό υψηλά όπως και στα πιό χαμηλά σημεία.

Ο Αιθέρας είναι η λάμψη ενός ουρανού σταθερά φωτισμένου, που αγνοεί τη σκιά των νεφελών όπως και της Νύκτας, και αποτελεί τον τόπο κατοικίας αυτών των Μακάρων Θεών όπου το σκοτάδι της νύχτας δεν έχει καμία θέση.

Το Έρεβος είναι το απόλυτο και μόνιμο Σκότος, η τέλεια Νύκτα την οποία ποτέ δεν διαπερνούν οι ακτίνες του ήλιου, το απόλυτο Μαύρο στο οποίο είναι καταδικασμένοι, στην κοσμική τους φυλακή, οι εξόριστοι Θεοί και το οποίο βρίσκεται πέρα από την κατοικία της Νυκτός (Ησίοδος, Θεογονία, στίχος 744), εκεί ακριβώς όπου Ημέρα και Νύκτα συναντώνται, συγκρούονται, εναλλάσσουν θέσεις, ζυγιάζονται μεταξύ τους για να ακολουθήσουν ομαλά την πορεία τους. (Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 748-757).

Εάν από το Χάος γεννιούνται (δίπλα στο Έρεβος που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την άμεση προέκτασή του), η Νύξ η οποία ήδη γειτονεύει με το φως της μέρας, και κυρίως η καθαρή φωτεινότητα του Αιθέρα όπως και εκείνη (η όχι και τόσο διαυγής), της Ημέρας, δεν είναι δυνατόν να το εξισώσεις, όπως κάνει ο Η. Fraenkel, με το μη ον που αντιτίθεται στο ον, με το άλλο που αντιτίθεται στο όμοιο, ή, όπως υποστηρίζει η Paula Philippson, με το άμορφο, με λίγα λόγια, με την καθαρή άρνηση.

Είναι σαφές ότι εάν θέλουμε να μεταφράσουμε σε όρους φιλοσοφικούς το πρόβλημα που φανταζόμαστε ότι υποβόσκει στον κοσμογονικό λόγο του Ησιόδου, θα πρέπει να το διατυπώσουμε, ακολουθώντας τον Η. Fraenkel, ως εξής: «Ότι υπάρχει υφίσταται τοπικά, χρονικά και λογικά εξ αντιδιαστολής προς ένα κενό μη - ον.

Και η ύπαρξή του καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται σε σχέση με αυτό που δεν υπάρχει: το κενό.

Επομένως, το σύνολο του κόσμου, καθώς και καθετί στον κόσμο, καθένα ανάλογα με την τάξη του, έχει τα όριά του, τα σημεία εκείνα στα οποία έρχεται αντιμέτωπο με το κενό».

Ένας τέτοιος τρόπος έκφρασης φανερώνει ότι «βιάζεις» το κείμενο του Ησιόδου διαβάζοντάς το με όρους φιλοσοφικούς.

Το να πούμε ότι το πρόβλημα δεν τίθεται με αυτούς τους όρους στην Θεογονία δεν θα ήταν αρκετό: στην πραγματικότητα, ένα τέτοιο πρόβλημα δεν τίθεται καν.

Ο Ησίοδος δεν απαντά σε ένα προϋπάρχον θεωρητικό πρόβλημα.

Μας καλεί να ξαναζήσουμε μιά γένεση, αφηγείται μιά διαδικασία γένεσης «γένετο».

Αυτό που γεννιέται είναι πρώτα το Χάος και μετά η Γη.

Αυτές οι δύο δυνάμεις είναι συνδεδεμένες, όχι μόνον διότι εμφανίζονται ως διαδοχικές όψεις μίας και της αυτής διαδικασίας γενέσεως, αλλά διότι η δυναμική σχέση που τις αντιπαραθέτει και τις ενώνει εξαρχής δεν παύει ποτέ να τις κρατά συνδεδεμένες μεταξύ τους.

Στον διαφοροποιημένο και οργανωμένο κόσμο, η Γαία «εξαρτάται» ακόμα από το Χάος το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει μέσα της, στο κέντρο της ύπαρξής της, ως εκείνη η πραγματικότητα σε αντιδιαστολή προς την οποία χρειάστηκε να συγκροτηθεί.

Σε αντιδιαστολή προς το Χάος σημαίνει: σε αντίθεση προς ένα Χάος αποκλεισμένο, απομονωμένο, περιφραγμένο από πύλες, τείχη, επάλξεις, τάφρους, υποστυλώματα, ακλόνητα μπρούτζινα θεμέλια.

Ταυτόχρονα όμως σημαίνει: σε συνάρτηση με το Χάος που είναι απαραίτητο όχι μόνον για να υπάρχει αλλά και για να γεννηθεί η Γη.

Η εξάρτηση της Γαίας από το Χάος είναι επομένως σύνθετη αλλά με διαφορετικό τρόπο από την εξάρτηση του όντος από το μη - ον.

Το Χάος δεν είναι απλώς το αρνητικό της Γαίας. Γεννά το φως εκείνο χωρίς το οποίο καμιά μορφή δεν θα ήταν ορατή.

Αντίθετα η Γαία, η οποία γεννά καθετί που είναι συμπαγές και διαθέτει μορφή, χαρακτηρίζεται η ίδια «δνοφερά» (Ησίοδος, Θεογονία, στίχος 736), επίθετο που ανήκει στην Νύκτα (Ησίοδος, Θεογονία, στίχος 101): είναι η σκοτεινή, μέλαινα γη.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αρχέγονες δυνάμεις, υπάρχουν διολισθήσεις, περάσματα, αντιστοιχίες που εξηγούνται σε έναν βαθμό από το γεγονός ότι και η μιά και η άλλη αναπτύσσουν τη δυναμική αυτή της γένεσης την οποία φέρουν μέσα τους από την αναπαραγωγική τους ιδιότητα.

Είναι συνδεδεμένες, αλλά δεν είναι ενωμένες.

Κανένας απόγονος του Χάους δεν θα κοιμηθεί με μιά απόγονο της Γαίας.

Είναι δύο επίπεδα τα οποία αλληλοεπικαλύπτονται και υπάρχουν σε μια σχέση αμοιβαιότητας χωρίς ποτέ να αναμειγνύονται.

Και εάν συμβεί αυτές οι ίδιες δυνάμεις να ξανασυναντηθούν σε δύο διαφορετικές γενιές (ως Απάτη και Φιλότης), αυτό δεν είναι ποτέ ο καρπός μιάς επιμιξίας, αλλά σημάδι ότι παρά την αντίθεση τους μπορούν να υπάρχουν, από τη μιά αρχέγονη δύναμη στην άλλη, κάποια φαινόμενα αντήχησης ή ένα είδος εναλλαγής.

Η παρουσία του Έρωτα, δίπλα στο Χάος και στην Γαία, στην αρχική τριάδα, παρουσιάζει και αυτή προβλήματα.

Ο Έρως δεν μπορεί να δηλώνει στην τριάδα αυτή τη δύναμη της έλξης μεταξύ αντιθέτων, της έλξης που ενώνει το αρσενικό και το θηλυκό για τη δημιουργία ενός νέου όντος διαφορετικού από εκείνα που τον γέννησαν: το Χάος και η Γαία δεν συνευρίσκονται, και τα παιδιά που κάθε μία από αυτές τις δυνάμεις γεννά, στις αρχές της γενέσεως, προκύπτουν χωρίς ερωτική συνεύρεση.

Το Χάος και η Γαία κυοφορούν από μόνοι τους τα παιδιά τα οποία πρόκειται να φέρουν στο φως.

Από την άλλη μεριά, όταν ο Ησίοδος αναφέρει ότι μιά θεότητα γεννά αφού έχει έρθει σε ερωτική συνεύρεση ή εκτός αυτής της συνεύρεσης, δεν λέει ότι το τέκνο έχει συλληφθεί με τη βοήθεια του Έρωτα ή χωρίς αυτόν, αλλά με τη συνδρομή ή όχι της «φιλότητος». (Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 125-132).

Τέλος η γένεση της Θεάς Αφροδίτης σημαδεύει τη στιγμή κατά την οποία η αναπαραγωγική διαδικασία πρόκειται να υπακούσει σε αυστηρούς κανόνες, βάσει των οποίων πρόκειται να λειτουργήσει, δίχως σύγχυση και δίχως υπερβολή, με τη στιγμιαία ένωση δύο αντίθετων στοιχείων, του αρσενικού και του θηλυκού, τα οποία έρχονται κοντά μέσω του πόθου αλλά κρατούνται και σε απόσταση λόγω της αντίθετης φύσης τους.

Από τη στιγμή που γεννιέται η Θεά Αφροδίτη, ο Ίμερος (πόθος) και ο Έρως συνδέονται με τη Θεά η οποία στο εξής θα είναι η Θεά της ερωτικής συνεύρεσης, αναγκαίας προϋπόθεσης για κάθε φυσιολογική γένεση.

Αρχαιότερος από την Θεά Αφροδίτη, με την οποία συνδέεται και στην οποία προσαρμόζεται όταν έρθει η στιγμή, ο Έρως αντιπροσωπεύει μιά γονιμοποιό δύναμη παλαιότερη από τον διαχωρισμό των φύλων και την αντιδιαστολή των αντιθέτων.

Πρόκειται για έναν αρχέγονο έρωτα όπως των Ορφικών (με την έννοια ότι δηλώνει τη δύναμη της ανανέωσης η οποία ενυπάρχει στην ίδια τη γένεση, την κίνηση που αρχικώς ωθεί το Χάος και την Γαία να εμφανιστούν στη ζωή διαδοχικά και, ευθύς αφού γεννηθούν, να δημιουργήσουν από τους ίδιους τους εαυτούς τους κάτι διαφορετικό, το οποίο, αν και τους προεκτείνει, έρχεται αντιμέτωπο τους), είναι δηλαδή ταυτόχρονα η αντανάκλαση και το αντίθετο τους.

Με τον τρόπο αυτό συγκροτείται ένας κόσμος όπου υπάρχουν, συνδεδεμένα και αντιμέτωπα, ζεύγη που πρόκειται να δώσουν στη γένεση, στο μέτρο που θα πραγματοποιηθεί, μιά δραματική τροπή η οποία συνίσταται σε γάμους, γεννήσεις, αντιπαλότητες ανάμεσα σε διαδοχικές γενιές, συμμαχίες, εχθρότητες, διαμάχες, ήττες και νίκες.

Πριν περάσει όμως το κοσμογονικό ποίημα στην αφήγηση για τη ζωή και τα κατορθώματα των Θεών, θα πρέπει η Γαία (με την ικανότητά της να τεκνοποιεί), να ολοκληρώσει τη δημιουργία όλων εκείνων που λείπουν ακόμα από τον κόσμο για να τον κάνουν πραγματικά έναν κόσμον.

Η Γαία γεννά καταρχάς τον στερόεντα Ορανόν.

Τον γεννά «ίσο με αυτήν» ώστε να την καλύπτει και να την περικλείει από παντού (Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 126-127).

Η διαίρεση αυτή της Γαίας έχει ως αποτέλεσμα να εμφανιστεί αντιμέτωπος σε αυτήν ένας αρσενικός σύντροφος ο οποίος με τη σειρά του εμφανίζεται, όπως η Γη και όπως το Χάος, μοιρασμένος ανάμεσα στο σκοτεινό και το φωτεινό: πρόκειται για τον σκοτεινό και νυχτερινό Ουρανό, τον γεμάτο όμως αστέρια.

Η διπλή αυτή όψη ανταποκρίνεται στον ρόλο που ο Ουρανός θα οδηγηθεί να διαδραματίσει όταν θα απομακρυνθεί οριστικά από την Γαία: να αντανακλά δηλαδή είτε στο φως είτε στο σκοτάδι την εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας που η μιά διαδέχεται την άλλη στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε γη και ουρανό.

Επειδή είναι ίσος με την Γαία, ο Ουρανός την καλύπτει πλήρως όταν απλώνεται πάνω της.

Ίσως μάλιστα να έπρεπε να αντιληφθούμε αυτήν την ισότητα υπό την έννοια ότι την καλύπτει μέχρι τα βάθη της καθώς την περικλείει από παντού.

Όπως και να έχει, την αρχέγονη δυναμική σχέση Χάους - Γης διαδέχεται μιά ισορροπία Γης - Ουρανού, της οποίας η τέλεια συμμετρία κάνει τον κόσμο ένα σύνολο οργανωμένο και κλειστό στον εαυτό του, έναν κόσμον.

Οι Μακάριοι Θεοί μπορούν να κατοικούν σ’ αυτόν σαν να κατοικούν σε ένα ασφαλές ανάκτορο (Ησίοδος, Θεογονία, στίχος 128), ο καθένας τους στη θέση που του επιφυλάσσεται.

Η Γαία γέννα τότε τα ψηλά όρη που υποδηλώνουν τη σχέση συγγένειας που έχει με τον Ουρανό που πρόκειται να γεννήσει.

Μα όταν αναφέρουμε όρη, αναφέρουμε και λαγκάδια (δεν υπάρχουν βουνά χωρίς κοιλάδες, όπως δεν υπάρχει χάος χωρίς γη, γη χωρίς ουρανό, σκοτάδι χωρίς φως).

Τα λαγκάδια αυτά θα γίνουν η κατοικία μιάς ιδιαίτερης κατηγορίας θεοτήτων: των Νυμφών.

Όπως γέννησε τον στερόεντα Ουρανόν, η Γαία φέρνει, τέλος, στο φως, μέσα από αυτήν την ίδια, το υγρό αντίστοιχο της, τον Πόντον, τα νερά του οποίου πότε είναι γαλήνια και διαυγή «ἀτρύγετος» και πότε σκοτεινά και ταραγμένα από τις θύελλες.

Μ’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της κοσμογονίας.

Μέχρις εδώ, οι Δυνάμεις που έχουν έρθει στο φως εμφανίζονται ως φυσικές δυνάμεις ή στοιχεία της φύσεως (βλέπε Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 106-110).

Έχει στηθεί πλέον το «θέατρο» του κόσμου για υποδεχθεί στη σκηνή Θεούς ενός «διαφορετικού τύπου».

Η Γαία δεν τους γεννά πιά αντλώντας από τα σπλάχνα της.

Συνευρίσκεται, για να τους γεννήσει, με έναν αρσενικό σύντροφο.

Από τον έναν τρόπο γένεσης στον άλλο, η αλλαγή είναι όμοια με εκείνη που εμφανίζει την Γαία να γεννιέται μετά το Χάος.

Και στις δύο περιπτώσεις, χρησιμοποιείται η ίδια έκφραση για να δηλώσει την αλλαγή: ατάρ πειτα. (Ησίοδος, Θεογονία, στίχοι 16 και 132).

(Για την γέννηση των Τιτάνων και των Ολύμπιων Θεών, θα διαβάσετε Έλληνες, σ’ επόμενη ανάρτηση μου).

Εδώ σας έχω Έλληνες και ένα λινκ, για να μπορέσετε να κατεβάσετε σε μορφή pdf , το βιβλίο: Ησίοδος, Άπαντα, Θεογονία, Έργα και ημέραι, Ασπίς Ηρακλέους, Αποσπάσματα Ησιόδου.



Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου