Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Αριστοτέλης: Η ζωή και τα συγγράμματα του.


Αριστοτέλης: Η ζωή και τα συγγράμματα του.

Ο Αριστοτέλης ήταν ο μεγαλύτερος από τους άμεσους μαθητές του Πλάτωνα.

Ενώ ο Πλάτων ήταν ντόπιος Αθηναίος, ο Αριστοτέλης είχε έρθει στην Αθήνα από το Βορρά.

Γεννήθηκε το 384 π.Χ. στην πόλη Στάγειρα της Χαλκιδικής, όχι πολύ μακριά από την πρωτεύουσα της Μακεδονίας την Πέλλα.

Σαν «ξένος» Έλληνας Μακεδόνας, δεν ήταν ποτέ πολίτης της Αθήνας, αλλά «μέτοικος».

Ο πατέρας του Αριστοτέλη Νικόμαχος ήταν γιατρός και, καθώς φαίνεται, διακεκριμένος, γιατί χρημάτισε αυλικός γιατρός τού βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα.

Έτσι ο Αριστοτέλης έζησε σε μιά οικογένεια όπου μπορούσε από τα εφηβικά του χρόνια να αποκτήσει το ενδιαφέρον για τη μελέτη της σωματικής φύσης του ανθρώπου, καθώς και να δημιουργήσει κάποιες σχέσεις με τους Μακεδονικούς αυλικούς κύκλους.

Το 367 π.Χ. ο Αριστοτέλης έφυγε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τη μόρφωσή του και μπήκε στην Ακαδημία, (τη σχολή του Πλάτωνα), όπου και έμεινε είκοσι χρόνια, ως τον θάνατο του Πλάτωνα (347 π.Χ).


Στον κύκλο των μαθητών και φίλων του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης ξεχώρισε έντονα για την τεράστια πολυμάθειά του και τα εξαιρετικά πνευματικά του χαρίσματα.

Σύμφωνα με κάποιες, προφανώς εξογκωμένες πληροφορίες, αργότερα οι σχέσεις ανάμεσα στον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα έγιναν εχθρικές.

Το 347 π.Χ. ανέλαβε τη διεύθυνση της Πλατωνικής Ακαδημίας ο Σπεύσιππος, ενώ οι μαθητές του Πλάτωνα (Αριστοτέλης και Ξενοκράτης), αποχώρησαν από την Ακαδημία και εγκατέλειψαν την Αθήνα, μετοικώντας στον Αταρνέα.

Με τον τύραννο του Αταρνέα και της Άσσου Ερμεία γνωρίζονταν και οι δυό τους και είχαν μάλιστα φιλικές σχέσεις από τον καιρό ακόμα πού ο Ερμείας βρισκόταν στην Αθήνα και άκουγε εκεί τον Πλάτωνα.

Ύστερα από τρία χρόνια ο Ερμείας έπεσε θύμα προδοσίας και πέθανε.

Ο Αριστοτέλης, ίσως πριν ακόμα απ’ αυτό το γεγονός, μετοίκησε από τον Αταρνέα στη Μυτιλήνη.

Αλλά ήδη το 343, ή το 342 π.Χ. δέχτηκε πρόσκληση της Μακεδονικής Αυλής να γίνει παιδαγωγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιού του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β΄.

Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν τότε μόνο δεκατριών χρονών.

Είναι πιθανό η πρόσκληση αυτή να έγινε όταν ακόμα ο Αριστοτέλης βρισκόταν στη Μυτιλήνη.

Δεν έχουν διασωθεί σχεδόν κανενός είδους μαρτυρίες, ούτε για τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης, ούτε για τις κατευθύνσεις της αγωγής πού επέλεξε ο Αριστοτέλης.

Πάντως η επίδραση αυτής της εκπαίδευσης και αγωγής στον Μέγα Αλέξανδρο, δεν ήταν μικρή.

Φαίνεται ότι σ’ αυτήν την περίοδο ο Αριστοτέλης κατόρθωσε να πείσει τον βασιλιά Φίλιππο Β΄, να ανοικοδομήσει τα Στάγειρα (την πατρίδα του φιλοσόφου), πού είχε καταστραφεί από τους Μακεδόνες στη διάρκεια του πολέμου.

Ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τη διαπαιδαγώγηση του Μεγάλου Αλέξανδρου, μόνο τρία χρόνια... γιατί το 335 π.Χ. πέθανε ο Φίλιππος Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος χρειάστηκε από κει και πέρα να αφιερώνει όλο σχεδόν τον χρόνο και την προσοχή του στις πολιτικές υποθέσεις τής διακυβέρνησης του κράτους.

Όταν άρχισε η μεγάλη εκστρατεία στην Περσία, ο Αριστοτέλης δεν είχε πιά λόγους να εξακολουθεί να παραμένει στη Μακεδονία και επιστρέφει στην Αθήνα, ύστερα από δωδεκάχρονη απουσία, στο πεντηκοστό έτος της ζωής του.

Μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι εκείνο τον καιρό ο Αριστοτέλης είχε ήδη επιτελέσει μιά τεράστια επιστημονική εργασία (είχε συγκεντρώσει υλικό για τις φυσικές επιστήμες και ιστορικά στοιχεία).

Ωστόσο τα κυριότερα από τα δικά του επιστημονικά συγγράμματα ολοκληρώθηκαν μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Πάντως ο Αριστοτέλης ήρθε στην Αθήνα σαν ξακουστή και σεβαστή προσωπικότητα πού είχε φιλικές σχέσεις με την πανίσχυρη Μακεδονική Αυλή και χρημάτισε παιδαγωγός του νεαρού βασιλιά της Μακεδονίας.

Υπάρχει κάποια όχι και πολύ αξιόπιστη μαρτυρία για δήθεν τεράστια χρηματική ενίσχυση πού χορηγήθηκε στον Αριστοτέλη για τη διεξαγωγή και οργάνωση των εκτεταμένων επιστημονικών ερευνών του.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο Αριστοτέλης αποφάσισε να ανοίξει στην Αθήνα δική του σχολή.

Σαν χώρος της διαλέχτηκε στα προάστια της Αθήνας ένα γυμναστήριο πού βρισκόταν κοντά στο ναό του Λύκειου Απόλλωνα.

Από την ονομασία αυτού του ναού ονομάστηκε και η σχολή του Αριστοτέλη Λύκειο, κατά τον ίδιο τρόπο πού η σχολή του Πλάτωνα είχε ονομαστεί Ακαδημία.

Ο Αριστοτέλης παρέδιδε τα μαθήματα περπατώντας στις δενδροστοιχίες του κήπου πού περιέζωνε το γυμναστήριο, γι’ αυτό και αργότερα άρχισαν να αποκαλούν τους μαθητές του «Περιπατητικούς».

Όπως πληροφορεί ο Γέλλιος, η εκπαίδευση στο Λύκειο είχε διττή μορφή: την «εξωτερική», δηλαδή τη διδασκαλία της Ρητορικής, πού ήταν προσιτή για όλους, και την «εσωτερική», ή «ακροαματική», μόνο για όσους είχαν την σχετική προπαίδεια.

Στο πρόγραμμα της «εσωτερικής» εκπαίδευσης περιλαμβάνονταν η μεταφυσική, η φυσική και η διαλεκτική.

Οι «εσωτερικοί» παρακολουθούσαν μαθήματα τις πρωινές ώρες, οι «εξωτερικοί» τις απογευματινές.

Όπως και η Πλατωνική Ακαδημία, το Λύκειο του Αριστοτέλη δεν ήταν μόνο σχολή, αλλά και κύκλος ανθρώπων πού συνδέονταν ανάμεσά τους με στενούς δεσμούς φιλίας.

Η ανάγκη βοηθητικών υλικών και πηγών, οι πολύπλευρες έρευνες πού προϋπόθεταν την αφομοίωση πληθώρας στοιχείων επέβαλαν τη συλλογή χειρογράφων και τη συγκρότηση ειδικής επιστημονικής βιβλιοθήκης.

Υπάρχουν μαρτυρίες ότι το Λύκειο διέθετε πραγματικά μιά μεγάλη βιβλιοθήκη.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Αριστοτέλη χειροτέρευσαν σημαντικά.

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η θέση του Αριστοτέλη στην Αθήνα έγινε εξαιρετικά επικίνδυνη.

Εκείνο τον καιρό φουντώνει στην Αθήνα ένα ισχυρό κίνημα κατά της Μακεδονικής κυριαρχίας πάνω στην υπόλοιπη Ελλάδα και πρώτα απ’ όλα πάνω στην Αθήνα.

Για τους ηγέτες αυτού του κινήματος ο Αριστοτέλης είχε εκτεθεί πολύ, λόγω των παλιών και πασίγνωστων δεσμών του με τη Μακεδονική Αυλή.

Για τους Αθηναίους οι αλλαγές πού είχαν επέλθει στις σχέσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον Αριστοτέλη, πέρασαν απαρατήρητες.

Η γνώμη τους ήταν ότι ο Αριστοτέλης εξακολούθησε να είναι ευνοούμενος του Μακεδόνα βασιλιά, οπαδός του πολιτικού του συστήματος.

Τα γεγονότα πού επακολούθησαν (οι διωγμοί των ανθρώπων και παραγόντων φιλομακεδονικών τάσεων) οδήγησαν σε δίκη και κατά του Αριστοτέλη.

Όπως είχε γίνει και με τον Αναξαγόρα και τον Σωκράτη, η αιτιολογία της κατηγορίας δεν ήταν άμεσα πολιτική, αλλά θρησκευτική.

Ο Αριστοτέλης κατηγορήθηκε για ασέβεια (για θεοποίηση του προστάτη του και φίλου του Ερμεία από τον Αταρνέα).

Φοβούμενος μην έχει την ίδια τύχη πού είχε ο Σωκράτης, επωφελήθηκε από το δικαίωμα πού ίσχυε τότε και εγκατέλειψε την Αθήνα προτού γίνει η δίκη του, στα τέλη του καλοκαιριού του 323 π.Χ.

Εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα της Εύβοιας, αλλά τον επόμενο κιόλας χρόνο, το 322 π.Χ., πέθανε εκεί.

Φεύγοντας για τη Χαλκίδα, δεν είχε προφανώς αρκετό χρόνο για να μαζέψει τα πράγματά του και γι’ αυτό άφησε τη βιβλιοθήκη του (της Αθήνας), στη φροντίδα του πιό αξιόλογου μαθητή του, του Θεόφραστου.

Μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη διασώθηκε η διαθήκη του, όπου έδειξε φροντίδα όχι μόνο για τους οικείους του, αλλά και για τους δούλους του.

Τη διεύθυνση του Λύκειου και τη διαχείριση της βιβλιοθήκης, τις ανέθεσε στον Θεόφραστο.

Οι μαρτυρίες για την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Αριστοτέλη είναι εξαιρετικά λιγοστές και, το χειρότερο, δεν είναι σε αρκετά μεγάλο μέρος τους αξιόπιστες.

Τέτοιες είναι οι μαρτυρίες για τις σχέσεις του με τον Πλάτωνα, με τον Ερμεία, με τις δύο γυναίκες του, καθώς και για τις δύσκολες πολιτικές συνθήκες της τελευταίας περιόδου της ζωής του.

Τον ισχυρισμό ότι ο Αριστοτέλης ανήκε στο φιλομακεδονικό κόμμα ο Zeller τον θεωρεί απλώς αποτέλεσμα της εφαρμογής στην περίπτωση του Αριστοτέλη ενός εσφαλμένου και ξένου γι’ αυτόν μέτρου: ...«so heisst das einen falschen und fremdartigen Masstab an ihn anlegen».
(Eduard Zeller, Die Philosophie der Griechen, zweiter Theil, zweite Abtheilung, 3te Aufl. I , pz, 1879, S, 45).

Και στην καταγωγή του και στη μόρφωσή του ο Αριστοτέλης, ήταν και έμεινε αληθινός Έλληνας.

Αλλά στην εποχή του τα Ελληνικά κρατίδια δεν είχαν πιά τη δύναμη ούτε να υπερασπίσουν την πολιτική ανεξαρτησία τους, ούτε να βελτιώσουν την εσωτερική τους κατάσταση.

Τον καιρό του Λαμιακού πολέμου (πού στοίχισε ακριβά και στις δύο πλευρές), ο Φωκίων, ένας από τους μαθητές του Πλάτωνα και αντίπαλος του Αθηναίου Δημοσθένη, δήλωσε ότι μέχρις ότου αλλάξει η ηθική κατάσταση της Ελληνικής πατρίδας, δεν πρέπει να περιμένει κανείς τίποτα από μιά ένοπλη εξέγερση κατά της Μακεδονίας.

Για τον Αριστοτέλη, πού δεν ήταν Αθηναίος πολίτης και προερχόταν από τα μικρά βόρεια Στάγειρα, τα κατεστραμμένα από τον Φίλιππο Β΄ τον Μακεδόνα και ανοικοδομημένα ως Μακεδονική πόλη, ένας τέτοιος τρόπος σκέψης ήταν πολύ πιό οικείος από τις αντιλήψεις ενός οποιουδήποτε Αθηναίου πολιτικού, ή ρήτορα σαν τον Δημοσθένη.

Συγγράμματα του Αριστοτέλη.

Η συγγραφική - επιστημονική και φιλοσοφική δραστηριότητα του Αριστοτέλη, ήταν εξαιρετικά μεγάλη.

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι τα έργα του αγκαλιάζουν όλους τους κλάδους της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης της εποχής του.

Είναι καταπληκτική συνάμα η σοβαρότητα με την οποία πραγματεύεται τα διάφορα θέματα και η ευρύτητα των ιστορικών γνώσεων πού αφορούν στην ανάπτυξη της επιστήμης.

Το βασικό μέρος των διασωθέντων συγγραμμάτων του Αριστοτέλη, το αποτελεί ένα σώμα (corpus) πραγματειών του και μιά σειρά αποσπασμάτων.

Ένα μέρος απ’ αυτά είναι γνήσια έργα του ίδιου του Αριστοτέλη, ένα άλλο είναι νόθα.

Περίπου έναν αιώνα αργότερα ένας από τους σοφούς βιβλιοθηκάριους της Αλεξάνδρειας (του μεγαλύτερου για την εποχή εκείνη κέντρου σοφίας), κατάρτισε έναν κατάλογο με 146 τίτλους εργασιών του Αριστοτέλη.

Σ’ αυτόν τον Αλεξανδρινό κατάλογο δεν βρίσκουμε τους τίτλους μερικών από τις σπουδαιότερες πραγματείες του Αριστοτέλη, πού περιλαμβάνονται στο προαναφερμένο σώμα.

Από την απουσία τους στον Αλεξανδρινό κατάλογο, είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι οι πραγματείες αυτές είχαν μείνει άγνωστες στον Αλεξανδρινό βιβλιοθηκάριο.

Πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό και πού βρίσκονταν τότε αυτές οι πραγματείες;

Για πολύν καιρό πίστευαν ότι την απάντηση μπορούσε κανείς να τη βρει στην αφήγηση του Στράβωνα (αφήγηση, πού ωστόσο η μεταγενέστερη κριτική τη χαρακτήρισε σαν μυθιστορηματική επινόηση).

Η εκδοχή του Στράβωνα (και του Πλούταρχου) είναι η εξής: Τριάντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Θεοφράστου (διάδοχου του Αριστοτέλη στο Λύκειο), η βιβλιοθήκη μαζί και το αρχείο του Αριστοτέλη πέρασαν στον μαθητή του Νηλέα.

Ο Νηλεύς, πού προερχόταν από την Μικρά Ασία (Σκήψη), μετέφερε αυτό το αρχείο από την Αθήνα στην πατρίδα του.

Στην περίοδο πού οι βασιλιάδες της Περγάμου, συγκροτώντας τη δική τους βιβλιοθήκη, έκαναν κατασχέσεις πολύτιμων ιδιωτικών βιβλιοθηκών, οι κληρονόμοι του Νηλέα έκρυψαν τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη σε ένα υπόγειο, όπου έμειναν περίπου ενάμιση αιώνα, με αποτέλεσμα να υποστούν φθορά.

Όταν ανακαλύφθηκαν σ’ αυτήν την κατάσταση τα χειρόγραφα, αγοράστηκαν από τον οπαδό της σχολής του Αριστοτέλη Απελλικώνα, πού τα μετέφερε στην Αθήνα.

Το 80 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός και δικτάτορας Σύλλας (πού βρισκόταν τότε στην Αθήνα), άρπαξε τη βιβλιοθήκη του Απελλικώνα και διέταξε να τη στείλουν στη Ρώμη.

Με τα συγγράμματα του Αριστοτέλη γνωρίστηκε αρχικά ο φίλος του Κικέρωνα Τυραννιών και αργότερα ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος.

Ο Ανδρόνικος καταπιάστηκε με την αποκατάσταση των χειρογράφων και την οργάνωση της αντιγραφής τους.

Υπάρχουν στοιχεία υπέρ της άποψης (ότι το corpus aristotelicum πού έχει διασωθεί), προέρχεται από την έκδοση του Ανδρόνικου του Ρόδιου.

Αν η αφήγηση του Στράβωνα και του Πλούταρχου για την τύχη των χειρογράφων πού βρέθηκαν τελικά στα χέρια του Ανδρόνικου αληθεύει, τότε γίνεται κατανοητό γιατί στον Αλεξανδρινό κατάλογο δεν υπάρχουν μιά σειρά κεφαλαιώδη συγγράμματα του Αριστοτέλη: τον καιρό πού καταρτιζόταν αυτός ο κατάλογος, τα χειρόγραφα του Αριστοτέλη (πού περιείχαν αυτά τα συγγράμματα) βρίσκονταν ακόμα στο υπόγειο, όπου τα είχαν κρύψει οι κληρονόμοι του Νηλέα.

Ο χαρακτήρας της σύνταξης και της ανάπτυξης του θέματος στα διασωθέντα έργα του σώματος των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη, διακρίνεται από ιδιόμορφες ελλείψεις: Δεν φαίνεται καθόλου αυτά τα συγγράμματα να είναι δουλεμένα, προορισμένα για ανάγνωση, αρμονικά δομημένα βιβλία.

Μάλλον πρόκειται για σημειώσεις, προπαρασκευαστικά και βοηθητικά προσχέδια.

Ένα μέρος απ’ αυτά τα αποσπασματικά υλικά, είναι πιθανό να μην ανήκε στον ίδιο τον Αριστοτέλη.

Αργότερα έγιναν προφανώς προσπάθειες να συνταιριαστούν τα αποσπάσματα, να γίνουν ανάμεσά τους συνδέσεις, να απαλειφθούν οι αντιφάσεις, να υποβληθεί σε φιλολογική επεξεργασία το αδιαμόρφωτο υλικό.

Με αυτόν τον τρόπο ωστόσο ήταν αναπόφευκτο να προκύψουν και νέες αναντιστοιχίες και αντιφάσεις.

Με όλες αυτές τις ιδιομορφίες (τα κενά, τις αντιφάσεις), τα συγγράμματα αυτά είναι ό,τι διαθέτουμε σήμερα από την κληρονομιά του Αριστοτέλη.

Βασική σύνθεση των διασωθέντων συγγραμμάτων του Αριστοτέλη.

Φυσιολογική εισαγωγή στο σώμα των φιλοσοφικών και επιστημονικών εργασιών του Αριστοτέλη, αποτελεί η συλλογή των πραγματειών του για τη Λογική, πού ονομάστηκε «Όργανον».

Ο τίτλος αυτός, πού εμφανίστηκε μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη, δείχνει ότι η Λογική, όπως την καταλάβαινε ο Αριστοτέλης, είναι η θεωρία για το όργανο της επιστημονικής έρευνας και με την έννοια αυτή είναι ένα είδος εισαγωγής στη φιλοσοφία και ειδικότερα στη φιλοσοφία της επιστήμης.

Στο «Όργανον» περιλαμβάνονται: 1) Οι «Κατηγορίαι» (σύγγραμμα πού η απόδοσή του στον Αριστοτέλη, δεν είναι εντελώς αξιόπιστη).

2) «Περί ερμηνείας» (πραγματεία για την κρίση).

3) «Αναλυτικά» «πρότερα» και «ύστερα», το καθένα από δύο βιβλία. Είναι το βασικό έργο του Αριστοτέλη για τη Λογική.

Στα «Αναλυτικά πρότερα» αναπτύσσεται η θεωρία του συλλογισμού και στα «Αναλυτικά υστέρα» η θεωρία της απόδειξης.

4) «Τοπικά»: εκτενής πραγματεία για τις πιθανές αποδείξεις και για τη «διαλεκτική» με την Αριστοτελική έννοια του όρου.

5) «Σοφιστικοί έλεγχοι».

Επειδή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι λογικές σχέσεις είναι αντανάκλαση των σχέσεων του όντος, το «Όργανον» είναι κατά ορισμένη έννοια όχι μόνο το σύστημα λογικής του Αριστοτέλη, αλλά εν μέρει και η εισαγωγή στη θεωρία του για το ον.

Στη θεωρία αυτή είναι ειδικά αφιερωμένο ένα από τα πιό περίφημα συγγράμματα του Αριστοτέλη: τα «Μετά τα φυσικά».

Με τη σύγχρονη σύνθεση και κείμενο τους τα «Μετά τα φυσικά» είναι συλλογή κάμποσων πραγματειών, με φανερή εδώ κι εκεί έλλειψη συνοχής: επαναλήψεις καταλέξη αρκετά μεγάλων κομματιών, ορισμένες υποσχέσεις πού δεν εκπληρώνονται κλπ.

Ο τίτλος «Μετά τα φυσικά» είναι μεταγενέστερης προέλευσης· δόθηκε σε μιά ομάδα πραγματειών του Αριστοτέλη πού στην έκδοση του Ανδρόνικου του Ρόδιου ήταν τοποθετημένες μετά τα «Φυσικά».

Οι πραγματείες αυτές περιείχαν τη διδασκαλία για τις αρχές του όντος, πού γίνονται αντιληπτές μέσω της θεωρίας.

Αργότερα, για δύο ολόκληρες χιλιετηρίδες, καθιερώθηκε ανάμεσα στους φιλόσοφους η συνήθεια να αποκαλούν «μεταφυσική» κάθε φιλοσοφική διδασκαλία πού περιέχει μιά θεωρητική διερεύνηση του όντος.

Έτσι, αυτό πού στην έκδοση του Ανδρόνικου του Ρόδιου απλώς ακολουθούσε σε σειρά έκδοσης τη Φυσική, άρχισαν να το βλέπουν σαν κάτι πού υψώνεται πάνω από τη Φυσική ως την ουσία του αντικειμένου.

Ενώ η Φυσική μελετά τα «εγκόσμια» φαινόμενα της φύσης με τη βοήθεια της εμπειρίας, η «μεταφυσική» ερευνά την ουσία του όντος, με τη βοήθεια όχι της εμπειρίας, αλλά της θεωρίας.

Αρχινώντας από τον Χέγκελ, μ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό του αντικειμένου και του τρόπου έρευνας της «μεταφυσικής», βάλθηκαν ιδιαίτερα να υπογραμμίζουν τη μέθοδο τους.

Έτσι ο Χέγκελ, μιλώντας για την «παλιά μεταφυσική», εννοεί πρώτα απ’ όλα τον αφηρημένο αντιδιαλεκτικό τρόπο σκέψης και γνώσης.

Με το να αρνιέται όμως την αντιδιαλεκτική μέθοδο της «παλιάς μεταφυσικής» ο Χέγκελ δεν αρνιόταν καθόλου το αντικείμενό της (τη διερεύνηση των υπεραισθητών βάσεων του όντος).

Οι κλασικοί του Μαρξισμού άφησαν στον όρο «μεταφυσική» τη σημασία μόνο της αντιδιαλεκτικής μεθόδου.

Επειδή τα «Μετά τα φυσικά» του Αριστοτέλη περιέχουν στη σύνθεσή τους όχι μία, αλλά σειρά από πραγματείες (βέβαια με παραπλήσια θέματα), προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα που αφορούν στην ιστορία της προέλευσης και διαμόρφωσης της γνωστής μας σήμερα σύνθεσης αυτού του σπουδαίου έργου.

Πολλά αξιόλογα στοιχεία γι’ αυτό το θέμα, περιέχονται στις ειδικές έρευνες του Γερμανού Werner Zaeger.

(Werner Jaeger. Entstehungsgeschichte der Metaphysik des Aristoteles, 1912).

Τεράστια σημασία στην ιστορία της επιστήμης (της αρχαίας και της φεουδαρχικής κοινωνίας), απόκτησαν τα σχετικά με τις επιστήμες της φύσης, συγγράμματα του Αριστοτέλη.

Εδώ ανάγονται τα «Φυσικά» και μιά σειρά άλλες σχετικές εργασίες: «Περί ουρανού», «Φυσική ακρόασις», «Περί ζώων μορίων» κλπ.

Πολύ σπουδαία για την κατανόηση της ψυχολογικής και βιολογικής διδασκαλίας του Αριστοτέλη, καθώς και ορισμένων ζητημάτων της δικής του γνωσιοθεωρίας, είναι η πραγματεία «Περί ψυχής».

Εξέχουσα θέση στην γραπτή κληρονομιά του Αριστοτέλη κατέχουν οι εργασίες του για την Ηθική.

Στον ίδιο τον Αριστοτέλη ανήκει αναμφισβήτητα η ηθική πραγματεία πού έφτασε σε μας με τον τίτλο «Ηθικά Νικομάχεια».

Απεναντίας, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τη γνησιότητα των λεγόμενων «Ηθικών Ευδημείων» πού αποδίδονται επίσης στον Αριστοτέλη.

Η εκτενής πραγματεία «Πολιτικά» είναι αφιερωμένη στα ζητήματα εν μέρει τής ηθικής και εν μέρει τού πολιτικού καθεστώτος και της πολιτικής αγωγής.

Στη «Ρητορική» και την «Ποιητική» εξετάζονται τα ζητήματα της ρητορικής τέχνης, της αισθητικής, της θεωρίας της ποίησης και του θεάτρου.

Το 1890 στη διάρκεια ανασκαφών στην Αίγυπτο, βρέθηκε θαυμάσια διατηρημένο ένα χειρόγραφο του Αριστοτέλη, πού περιείχε περιγραφή της οργάνωσης της Πόλης-κράτους της Αθήνας.

Είναι η λεγόμενη «Αθηναίων Πολιτεία».

Στη σχολή του Αριστοτέλη είχαν συνταχθεί πολλές περιγραφές (πού δεν έφτασαν ως εμάς), για τα πολιτικά καθεστώτα και άλλων Ελληνικών πόλεων.

Η «Αθηναίων πολιτεία» είναι ένα παράδειγμα τέτοιου είδους επιστημονικής εργασίας και μιά σπουδαία πηγή των πληροφοριών μας για την ιστορία της Αρχαίας Αθήνας.

Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου