Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Αριστοτέλης : Η θεωρία των τεσσάρων αιτιών.


Ο Αριστοτέλης ερευνώντας διερωτάται (για τις αρχές «μορφή» και «ύλη»), αν όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο μπορεί να τα εξαγάγει από αυτές τις αρχές, ή μήπως, εκτός από αυτές, υπάρχουν και πρέπει να διερευνηθούν από τη γνώση και άλλες αρχές ;

Και αν υπάρχουν, ποιές είναι ;

Για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό ο Αριστοτέλης εξετάζει όλα όσα δίδασκαν για τις αρχές του όντος και του κόσμου οι γνωστοί σ’ αυτόν φιλόσοφοι «οι παλαιοί» (οι αρχαιότεροι) και οι σύγχρονοι του.

Η εξέταση αυτή, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, δείχνει ότι η ιστορία της σκέψης που έχει ερευνήσει αυτό το ζήτημα ανέδειξε (βέβαια, όχι ταυτόχρονα, αλλά μέσα από διαφορετικούς φιλοσόφους και σε διαφορετικές περιόδους) τέσσερις βασικές αρχές ή τέσσερα βασικά αίτια.

Αν έχουμε υπόψη τις έννοιες αυτών των αιτιών, τότε μπορούμε να πούμε ότι αυτά ήταν:


1) Η «ύλη» : αυτό στο οποίο πραγματώνεται η έννοια.

2) Η «μορφή» : η έννοια (ή οι έννοιες) που παίρνει μέσα της η «ύλη», όταν συντελείται το πέρασμα από τη δυνατότητα στην εντελέχεια.

3) Το αίτιο της κίνησης.

4) Ο σκοπός για τον οποίο συντελείται μιά ορισμένη δράση.

Λόγου χάρη, όταν χτίζεται ένα σπίτι, σ’ αυτήν τη διαδικασία «ύλη» είναι τα τούβλα, «μορφή» το ίδιο το σπίτι, αίτιο της κίνησης ή «ποιητικό αίτιο»: η δραστηριότητα του αρχιτέκτονα, και σκοπός «τελικόν αίτιον»: ο προορισμός του σπιτιού.

(Ο ίδιος ο Αριστοτέλης επεξηγεί την έννοια του σκοπού, λέγοντας ότι σκοπός του περιπάτου είναι η υγεία).

Την απαρίθμηση των τεσσάρων αιτίων ο Αριστοτέλης την αναπτύσσει στο 2ο κεφάλαιο του 5ου βιβλίου των «Μετά τα φυσικά» (1013 a 24-1013 b 3):
«Αιτία (λέει ο Αριστοτέλης): είναι κατά μιάν έννοια εκείνο που μπαίνει σαν συστατικό μέρος σε κάτι που γίνεται.

Λόγου χάρη, ο χαλκός για το άγαλμα και ο άργυρος για τη φιάλη, καθώς και τα γενικότερα είδη τους.

Κατά μιάν άλλη έννοια, αιτία είναι η μορφή «το είδος» και το πρότυπο «το παράδειγμα», με άλλα λόγια (η έννοια του ουσιαστικού όντος και τα γένη αυτής της έννοιας, (έτσι, αιτία της οκτάβας είναι το δύο προς ένα και γενικότερα ο αριθμός), καθώς και τα συστατικά μέρη αυτής της έννοιας.

Αιτία είναι επίσης εκείνο από όπου προέρχεται η πρώτη αρχή της μεταβολής ή της ηρεμίας.

Έτσι, λόγου χάρη, αιτία είναι κάποιος που έδωσε τυχόν συμβουλές, ή ο πατέρας είναι αιτία για το παιδί, και γενικά αυτό που είναι αιτία γι’ αυτό που δημιουργείται, και αυτό που μεταβάλλει, γι’ αυτό που μεταβάλλεται.

Επιπλέον, αιτία λέγεται και το αίτιο σαν σκοπός «τελικόν αίτιον», δηλαδή εκείνο για το οποίο γίνεται κάτι.

Λόγου χάρη, αιτία του περιπάτου είναι η υγεία.

Γιατί κάνουμε περίπατο ;

Απαντάμε: για να είμαστε υγιείς.

Και λέγοντας το αυτό, πιστεύουμε ότι έχουμε καθορίσει το αίτιο».

Έχοντας διαπιστώσει έτσι την ύπαρξη τεσσάρων και μόνο τεσσάρων αιτίων για καθετί που συντελείται...

Ο Αριστοτέλης θέτει το ερώτημα, ποιές απ’ αυτές είναι βασικές και δεν επιδέχονται αναγωγή και ποιές μπορούν να αναχθούν σε άλλες.

Η ανάλυση του ζητήματος οδηγεί τον Αριστοτέλη στο συμπέρασμα ότι από τις τέσσερις αιτίες υπάρχουν δύο που είναι βασικές και στις οποίες ανάγονται όλες οι άλλες.

Αυτές οι βασικές αιτίες, που δεν μπορούν πιά να αναχθούν σε τίποτε άλλο, είναι η «μορφή» και η «ύλη».

Έτσι, το τελικό αίτιο (ή αιτία ως σκοπός) ανάγεται στην αιτία της «μορφής».

Και πραγματικά κάθε διαδικασία: είναι διαδικασία που κινείται προς ένα ορισμένο σκοπό.

Αν όμως δούμε: όχι τα αντικείμενα που εμφανίζονται σαν αποτέλεσμα της συνειδητής σκόπιμης δραστηριότητας του ανθρώπου, αλλά τα αντικείμενα που εμφανίζονται ανεξάρτητα απ’ αυτήν τη δραστηριότητα (σαν φυσιολογικά αντικείμενα της φύσης), τότε γι’ αυτά τα αντικείμενα ο σκοπός προς τον οποίο τείνουν δεν είναι παρά η εντελέχεια, η μορφοποιητική δύναμη, που ενυπάρχει σ’ αυτά σαν δυνατότητα.

Έτσι, μπορούμε να βλέπουμε τη γέννηση ενός ανθρώπου σαν πραγμάτωση της έννοιας του ανθρώπου.

Η έννοια αυτή έχει τις ρίζες της, σαν δυνατότητα, στην «ύλη» από την οποία αποτελείται ο άνθρωπος.

Η αναγωγή του «τελικού αίτιου» στη «μορφή» ή στην πραγματωμένη εντελέχεια είναι δυνατή για τον Αριστοτέλη, επειδή η «τελεολογία» του είναι τελεολογία όχι μόνο φυσική, δηλαδή τέτοια που πραγματώνεται μέσα στις διεργασίες της ίδιας της φύσης, αλλά και αντικειμενική.

Αυτού βρίσκεται η καινούργια αντίληψη της τελεολογίας που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης σε σύγκριση με τους προδρόμους του: τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.

Στον Σωκράτη (όπως τουλάχιστο τον παρουσιάζει ο Πλάτων) συναντάμε κάποια σύλληψη αντικειμενικής τελεολογίας (στον βαθμό που έβλεπε τον κόσμο σαν τελεολογικό σχηματισμό).

Έτσι εξηγείται η πολεμική του με τον Αναξαγόρα.

Ωστόσο στην πραγματοποίηση αυτής της σύλληψης ο Σωκράτης ξεφεύγει από το δρόμο της αντικειμενικής τελεολογίας και σε πάρα πολλές επιμέρους έρευνες εξετάζει αποκλειστικά και μόνο την υποκειμενική τελεολογία: την τελεολογική δραστηριότητα των βιοτεχνών και καλλιτεχνών.

Κάτι παραπάνω.

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Σωκράτη, τα αντικείμενα που περιβάλλουν τον άνθρωπο έχουν την άλφα ή βήτα φύση μόνο επειδή έτσι μπορούν να είναι χρήσιμα στον άνθρωπο.

Στον Σωκράτη (όπως τουλάχιστο τον παρουσιάζει ο Πλάτων) συναντάμε κάποια σύλληψη αντικειμενικής τελεολογίας (στον βαθμό που έβλεπε τον κόσμο σαν τελεολογικό σχηματισμό)

Μόνο στον Αριστοτέλη η τελεολογία γίνεται για πρώτη φορά με συνέπεια αντικειμενική.

Για τον Αριστοτέλη η ικανότητα των αντικειμένων να είναι χρήσιμα (ή βλαβερά) για τον άνθρωπο, σε σχέση με τα ίδια αυτά τα αντικείμενα, είναι κάτι τυχαίο και εξωτερικό.

Τα αντικείμενα δεν έχουν τον δοσμένο ή υπαγορευμένο από τα έξω σκοπό, αλλά έχουν τα ίδια, αυτά καθεαυτά, αντικειμενικά, ένα σκοπό.

Και αυτός συνίσταται στην πραγμάτωση της «μορφής», της έννοιας που κρύβεται μέσα σ΄ αυτά τα ίδια.

Αυτό όμως σημαίνει ότι ο «σκοπός» μπορεί να αναχθεί στη «μορφή» (στην πραγματικότητα εκείνου που υπάρχει σαν δυνατότητα μέσα στην «ύλη» των αντικειμένων).

Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να αναχθεί στη «μορφική» αιτία η «μορφή» και το «ποιητικό αίτιο» («η αρχή της μεταβολής»).

Και αυτή η αιτία προϋποθέτει μιά έννοια του αντικειμένου που έγινε πραγματικότητα, δηλαδή τη «μορφή».

Έτσι, ο αρχιτέκτονας μπορεί να ονομαστεί ποιητικό αίτιο του σπιτιού.

Ωστόσο μπορεί να ονομαστεί έτσι μόνο με την προϋπόθεση ότι χτίζει το σπίτι σύμφωνα με ένα σχέδιο που υπάρχει σαν έννοια μέσα στη σκέψη του προτού δημιουργηθεί το πραγματικό σπίτι.

Συνεπώς, και η αιτία της κίνησης και της μεταβολής δεν είναι βασική: μπορεί και αυτή να αναχθεί στη «μορφή», γιατί η έννοια του αντικειμένου που πραγματώνεται στην «ύλη» είναι ακριβώς η «μορφή».

Σ΄ αυτή τη θεωρία του Αριστοτέλη δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς μιά διαφορά στην αντίληψη της «μορφής» και της «ύλης», ανάλογα με το αν πρόκειται για εξήγηση της κίνησης που υπάρχει στον κόσμο ή του ακίνητου όντος.

Και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλεται η αναγωγή και των τεσσάρων αιτιών στη «μορφή» και την «ύλη».

Αν εξετάζουμε ξεχωριστά αντικείμενα, τότε η «μορφή» και η «ύλη» σημαίνουν απλώς από τι αποτελούνται αυτά τα αντικείμενα, με άλλα λόγια τα στοιχεία τους.

Λόγου χάρη, για τα τούβλα «ύλη» είναι ο πηλός και «μορφή» τα πλασμένα από πηλό κομμάτια, με τα οποία μπορεί να χτιστεί ένα σπίτι.

Αλλά στη «μορφή» και την «ύλη» μπορούμε να βλέπουμε όχι μόνο τα στοιχεία των ξεχωριστών αντικειμένων (φυσικών ή φτιαγμένων από τον άνθρωπο), αλλά και τις αιτίες ή τις αρχές, με βάση τις οποίες θα μπορούσε να εξηγηθεί όλη η παγκόσμια κίνηση στο σύνολο της.

Σε μία τέτοια ερμηνεία, λέγοντας «ύλη» μπορούμε ακόμα να εννοούμε αυτό που υποβάλλεται σε μεταβολές.

Τη «μορφή» όμως, σαν «αρχή της κίνησης», δεν μπορούμε πιά να την ορίζουμε σαν αυτό όπου φτάνει ο κόσμος στην πορεία της κίνησης του.

Αυτό είναι αδύνατο, γιατί η κίνηση δεν μπορεί να παραχθεί από μιά μορφή που δεν έχει ακόμα πραγματωθεί.

Με την έννοια, λοιπόν, «αρχή της κίνησης», η μορφή πρέπει να είναι «μορφή» ήδη πραγματωμένη...

Και αν το αντικείμενο πρόκειται να αποκτήσει για πρώτη φορά τη «μορφή» του μέσω κίνησης, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει ακόμα «μορφή», αυτό σημαίνει ότι εδώ η «μορφή» πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει σε κάποιο άλλο αντικείμενο.

Αν, λοιπόν, εξετάζουμε όχι πιά ξεχωριστά αντικείμενα της φύσης, αλλά όλη τη φύση στο σύνολο της ή όλο τον κόσμο στο σύνολο του, τότε για την εξήγηση του επιβάλλεται να υποθέσουμε την ύπαρξη, πρώτο, κάποιας «ύλης» του κόσμου, και δεύτερο, κάποιας «μορφής» του κόσμου, που βρίσκεται ωστόσο έξω από τον ίδιο τον κόσμο.

Μιά τέτοια θεώρηση απαιτεί να εξετάσουμε, αν ο κόσμος γεννήθηκε μέσα στον χρόνο και αν μπορεί να εξαφανιστεί μέσα στον χρόνο.

Διαπιστώθηκε παραπάνω ότι η δυνατότητα της κίνησης, που παρατηρείται στον κόσμο, προϋποθέτει:

1) την ύπαρξη «ύλης», και 2) την ύπαρξη «μορφής» που πραγματώνεται στην «ύλη».

Αλλά από τις δύο αυτές θέσεις (κατά τον Αριστοτέλη)συνάγεται ότι ο κόσμος είναι αιώνιο όν.

Η απόδειξη είναι απλή.

Ας υποθέσουμε ότι υπήρξε κάποια στιγμή που η κίνηση άρχισε για πρώτη φορά.

Τότε προκύπτει ένα δίλημμα: 1) ή ότι η «ύλη» και η «μορφή» υπήρχαν ήδη (πριν από τη στιγμή της έναρξης της πρώτης κίνησης), ή 2) ότι δεν υπήρχαν ως εκείνη τη στιγμή.

Αν δεν υπήρχαν, τότε πρέπει να ισχυριστούμε ότι και η «ύλη» και η «μορφή» γεννήθηκαν προγενέστερα.

Εφόσον όμως η γένεση δεν είναι δυνατή χωρίς κίνηση, τότε, με την παραπάνω υπόθεση, βγαίνει το παράλογο συμπέρασμα ότι η κίνηση υπήρχε τάχα πριν από την αρχή της κίνησης.

Αν πάλι η «ύλη» και η «μορφή» υπήρχαν ήδη, πριν από τη στιγμή της έναρξης της πρώτης κίνησης, τότε είναι αναπόφευκτο το ερώτημα:

Από ποιάν αιτία η «ύλη» και η «μορφή» δεν γέννησαν την κίνηση νωρίτερα από τη στιγμή που γεννήθηκε στην πραγματικότητα ;

Μιά τέτοια αιτία θα μπορούσε να είναι μόνο η ύπαρξη κάποιου εμποδίου για την κίνηση, κάποιου προσκόμματος ή καθυστέρησης.

Ωστόσο όλα αυτά (εμπόδιο, πρόσκομμα, καθυστέρηση) δεν μπορούν με τη σειρά τους να είναι, παρά κίνηση.

Συνεπώς, πάλι πρέπει να υποθέσουμε ότι η κίνηση υπήρχε προτού ακόμα αρχίσει οποιαδήποτε κίνηση.

Έτσι, και τα δύο σκέλη του διλήμματος οδήγησαν σε αντίφαση, σε παράλογο συμπέρασμα.

Για τον Αριστοτέλη υπάρχει μόνο ένας τρόπος να αρθεί η αντίφαση: επιβάλλεται να υποθέσουμε ότι η κίνηση που συντελείται στον κόσμο όχι μόνο δεν έχει αρχή, αλλά δεν έχει και τέλος, δηλαδή είναι αιώνια.

Και πραγματικά, για να φανταστούμε ότι η κίνηση που συντελείται στον κόσμο κάποτε, σε κάποια ορισμένη στιγμή του χρόνου θα σταματήσει, χρειάζεται να υποθέσουμε ότι η παγκόσμια κίνηση θα διακοπεί από κάποια άλλη κίνηση.

Αλλά αυτό σημαίνει ότι προϋποθέτουμε τη δυνατότητα κίνησης ύστερα από την ολοκληρωτική κατάπαυση κάθε κίνησης.

Η απόδειξη της αιώνιας ύπαρξης του κόσμου και της αιώνιας ύπαρξης της παγκόσμιας κίνησης οδηγεί αναγκαστικά στην υπόθεση μιάς αιώνιας αιτίας του κόσμου και ενός αιώνιου κινητήρα του κόσμου.

Αυτός ο αιώνιος κινητήρας είναι ταυτόχρονα και ο πρώτος κινητήρας «το πρώτον κινούν» του κόσμου. 

Χωρίς πρώτο κινητήρα δεν μπορούν να υπάρξουν άλλοι κινητήρες, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά κίνηση.

Σαν αιώνια και αγέννητη αιτία της παγκόσμιας κίνησης, σαν αιτία όλων των κινήσεων που συντελούνται στον κόσμο, πρωταρχικός κινητήρας του κόσμου είναι, σύμφωνα με τη σκέψη του Αριστοτέλη, ο Θεός.

Εδώ η οντολογία και η κοσμολογία του Αριστοτέλη σμίγουν με τη θεολογία του.

Ακριβώς απ’ αυτήν την πλευρά της διδασκαλίας του Αριστοτέλη πιάστηκαν οι Μουσουλμάνοι και Εβραιοχριστιανοί θεολόγοι της φεουδαρχικής κοινωνίας, όταν γνώρισαν τον Αριστοτέλη:
κατέληξαν στην απόφαση να χρησιμοποιήσουν (και χρησιμοποίησαν) τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για να στηρίξουν σε δήθεν φιλοσοφική βάση τα δόγματα της Μουσουλμανικής και της Εβραιοχριστιανικής θρησκείας.

Μόνον που ο Έλληνας Αριστοτέλης, δεν μιλάει για τον Θεό Γιαχβέ, των Εβραιοχριστιανών και των Μουσουλμάνων (που σκοτώνει Έλληνες Κρήτες – Φιλισταίους)... αλλά ο κοσμολογικός Θεός του Αριστοτέλη, είναι κάτι τελείως διαφορετικό (όπως θα διαβάσετε στην επόμενη ανάρτηση μου).


Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου