Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Μακεδονήσι : Γιατί ανιστόρητε και προδότη Τσίπρα, στην μία και μοναδική Ελληνική Μακεδονία... έχουν πολύ μεγάλη Ιστορία, μέχρι και τα χόρτα... που θα ξαναρχίσουμε να τα ξαναλέμε Ελληνικά και όχι Τουρκικά, ως Μακεδονήσια.


Μακεδονήσι : Γιατί ανιστόρητε και προδότη Τσίπρα, στην μία και μοναδική Ελληνική Μακεδονία... έχουν πολύ μεγάλη Ιστορία, μέχρι και τα χόρτα... που θα ξαναρχίσουμε να τα ξαναλέμε Ελληνικά και όχι Τουρκικά, ως Μακεδονήσια.

Στην αρχή είχαμε ένα φυτό που λεγόταν πετροσέλινο.

Το πήραν στα λατινικά και το έκαναν petroselinum και ύστερα οι Άγγλοι το είπαν petersilie και οι Γάλλοι peresil.

Στο τέλος οι Άγγλοι κατέληξαν στο parsley και οι Γάλλοι στο persil. Πρόκειται για τον μαϊντανό.

Στα Ελληνικά πώς μετακινηθήκαμε από το πετροσέλινο στον μαϊντανό ; Αυτή είναι διαφορετική ιστορία.

Που λέτε κάπου στους μέσους χρόνους το πετροσέλινο ονομάστηκε «μακεδονήσι».

Βασικά η λέξη είναι αντιδάνειο από τα λατινικά, «makedonensis» δηλαδή «Μακεδονικός».

Σε μερικές πηγές παρουσιάζεται ότι το μακεδονήσι είναι είδος μαϊντανού. Αυτό δεν είναι το σημαντικό.

Σημαντικό είναι ότι το μακεδονήσι το πήραν οι Άραβες (مقدونس) magdanus, και ύστερα οι Τούρκοι και το είπαν «maydanoz».

Οπότε δεύτερο αντιδάνειο από τους Τούρκους, τ΄ όνομα μαϊντανός.

(Και κάτι ενδιαφέρον. Ένα από τα προάστια της Λευκωσίας λέγεται Μακεδονίτισσα, με ένα Εβραιοχριστιανικό ξωκλήσι αφιερωμένο, βέβαια, στην Παναγία την Μακεδονίτισσα.

Λοιπόν η Μακεδονίτισσα οφείλει το όνομά της στο μακεδονήσι (Κυπριακά: ματζηνοήσι) που βαστούσε άφθονο στην περιοχή).

Η χρήση και ο σφετερισμός ενός Ελληνικού φυτού και ενός ονόματος.


Στα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια (μάλιστα αυτά της Μακεδονίας), τα πιο μυρωδάτα άνθη και βότανα ερίζουν ποιο είναι το πιο μυρωδάτο: «Ο δυόσμος (ή το ρόδο) κι ο βασιλικός και το μακεδονήσι».

(Abbot F., Macedonian Folklore, Cambridge 1903, σελίδες 94-95).

Σε μια παραλλαγή του ίδιου τραγουδιού «O σέλινος, ο άνηθος και το μακεδονήσι, αυτά τα τρία μαλώνανε, και μπήκανε σε κρίση και βγήκε το τριαντάφυλλο για να τα ξεχωρίσει».

(Σεφερλής Π.Δ., Τραγούδια τῆς Αἰγίνης, τοῦ Ἄργους και ἄλλων τόπων, Λαογραφία 4 (Αθήνα 1912-1913),60-143).

Το αναφερόμενο στους παραπάνω στίχους μακεδονήσι, που μαζί με τα άλλα μυρωδικά φυτά αποτελούσαν και αποτελούν προσφιλή αρτύματα στην αρχαία, Βυζαντινή και νεότερη κουζίνα, είναι ο δημώδης τύπος του γνωστού από την αρχαιότητα φυτού Μακεδονικόν πετροσέλινον.

Αν και σήμερα με μακεδονήσι στα νέα Ελληνικά εννοούμε τον μαϊντανό (βοτανολογία, petroselinum cripum, sativum, hortense), δεν είμαστε πάντα βέβαιοι σε ποιό ακριβώς είδος αντιστοιχεί το αναφερόμενο στις αρχαίες και βυζαντινές πηγές πετρο(σέλινον) που υπήρξε συχνό άρτυμα στα διάφορα φαγητά (το λατινικό condimentum), και το οποίο συχνά συσχετίζεται μάλιστα με συγγενή είδη.

(Andrews A., Celery and parsley as foods in the Greco-Roman period, Classical Philology 44 (1949), σελίδες 91-99).

Το Μακεδονικόν πετροσέλινον εθεωρείτο το άριστο όλων.

Mάλιστα αυτό που παραγόταν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Μακεδονίας ήταν ολίγιστο και περιζήτητο σε όλον τον κόσμο, σύμφωνα με τον Γαληνό, και είχε την μοίρα πολλών ψευδεπίγραφων προϊόντων, όπως του μελιού της Αττικής και του Φαλερνικού κρασιού.

Οι έμποροι, δηλαδή, πλάσαραν στην αγορά πολλά πετροσέλινα ως Μακεδονικά πλαστογραφώντας το όνομα.

«Από όλους θεωρείται ως το καλύτερο το Μακεδονικόν πετροσέλινον, που επίσης καλείται Ἐστρεατικόν, όνομα από το μέρος στο οποίο φυτρώνει.

Φυτρώνει δε πάρα πολύ λίγο σε αυτό το μικρό σε έκταση και απόκρημνο μέρος.

Το Ἐστρεατικὸν μακεδονικόν μεταφέρεται, λοιπόν, από τους Μακεδόνες σε όλους τους λαούς, αν και πολύ λίγο φυτρώνει στην γη της Μακεδονίας.

Κι όπως με το μέλι και το κρασί το ίδιο συνέβη και με το πετροσέλινο.

Δηλαδή, όπως σε όλη την οικουμένη οι έμποροι μεταφέρουν δήθεν Αττικό μέλι και Φαλερνικό κρασί έτσι γίνεται και με το Μακεδονικόν πετροσέλινον, που δεν φυτρώνει τόσο πολύ για να αρκέσει στη μεγάλη ζήτηση.

Πολύ πετροσέλινον φυτρώνει στην Ήπειρο, όπως πολύ μέλι στα νησιά των Κυκλάδων.

Μεταφέρεται, λοιπόν, το μέλι των νησιών στην Αθήνα και το πετροσέλινον της Ηπείρου πρώτα στην Μακεδονία και σχεδόν το σύνολο στην Θεσσαλονίκη και για αυτό λέγεται Μακεδονικόν.

Το ίδιο έγινε και με το Φαλερνικό κρασί που, ενώ παράγεται λίγο σε κάποιο μικρό μέρος της Ιταλίας [στο Φαλέρνο], σε όλη σχεδόν την ρωμαϊκή επικράτεια μεταφέρονται ως δήθεν φαλερνικά άλλα όμοια κρασιά που με πανουργία το μιμούνταν [πλαστογραφώντας το όνομα].

Αν κάποτε σου λείψει το Ἐστρεατικὸν πετροσέλινον μπορείς να λάβεις τὸ τῆς θηριακῆς φάρμακον».

(Γαληνός, Περί Ἀντιδότων, σελίδες 76-77, έκδ. C. G. Kuhn, Claudii Galeni opera omnia, τόμ. 14, Leipzig 1827 (ανατ.Hildesheim 1965).

«πετροσέλινον γινώσκεται μὲν πᾶσιν ἐπῃνημένον τὸ Μακεδονικὸν, ὃ καὶ καλοῦσί τινες Ἐστρεατικὸν, ἀπὸ τοῦ χωρίου καθ’ ὃ φύεται τὴν ἐπωνυμίαν αὐτῇ τιθέμενοι. παντελῶς δ’ ὀλίγονἐστὶ τὸ γεννώμενον ἐν ἐκείνῳ τῷ χωρίῳ, κρημνώδει τε ὄντι καὶ οὐ μεγάλῳ. τὸ δὲ Ἐστρεατικὸν Μακεδονικὸν ἐκ Μακεδόνων εἰς πάντα τὰ ἔθνη κομιζόμενον, ὀλίγον μὲν καὶ αὐτὸ κατὰ τὴν Μακεδόνων φύεται γῆν. ἀλλ’ ὅπερ ἐπὶ τοῦ μέλιτος καὶ τοῦ οἴνου τοῦ Φαλερίνου, τοῦτο καὶ ἐπὶ τοῦ πετροσελίνου συμβέβηκεν. εἰς ἅπασαν γὰρ σχεδόν γε τὴν οἰκουμένην οἱ ἔμποροι κομίζουσιν ὡς Ἀττικὸν μέλι καὶ οἶνον Φαλερῖνον, οὕτω καὶ Μακεδονικὸν πετροσέλινον, οὐ τοσούτου αὐτοῦ γεννωμένου, ὡς ἅπασι τοῖς ἔθνεσιν ἐξαρκεῖν, ἀλλ’ ἐν Ἠπείρῳ πλεῖστον γεννᾶται πετροσέλινον, ὥσπερ ἐν ταῖς Κυκλάσι νήσοις τὸ μέλι. καὶ κομίζεταί γε τὸ μὲν ἐκ τῶν νήσων Ἀθήναζε, τὸ δὲ ἐξ Ἠπείρου πρότερον μὲν εἰς Μακεδονίαν, καὶ πλεῖστόν γε, καὶ σχεδὸν ἅπαν εἰς Θεσσαλονίκην, ἐκεῖθεν δ’ ὡς Μακεδονικὸν ἐκφέρεται. καὶ κατὰ τὸν οἶνον δὲ τὸν Φαλερῖνον ὅμοιόν τι συμβέβηκεν. ἐν μικρῷ γάρ τινι χωρίῳ τῆς Ἰταλίας ὀλίγος γεννώμενος, ὡς δῆθεν αὐτὸς ἐκεῖνος ὢν εἰς ἅπασαν τὴν ὑπὸ Ῥωμαίοις γῆν εἰσκομίζεται, σκευαζομένων δ’ ἄλλων οἴνων εἰς ὁμοίου πανουργίαν ὑπὸ τῶν περὶ ταῦτα δεινῶν. ἐὰν δ’ ἀπορήσῃς ποτὲ Ἐστρεατικοῦ πετροσελίνου, μηδὲν ἡγοῦ χεῖρον ἔσεσθαί σοι τὸ τῆς θηριακῆς φάρμακον».

(Γαληνός, Περί Ἀντιδότων, σελίδες 76-77, έκδ. C. G. Kuhn, Claudii Galeni opera omnia, τόμ. 14, Leipzig 1827 (ανατ.Hildesheim 1965).

Πιθανότατα, λοιπόν, τα Μακεδονικά πετροσέλινα ήδη στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων, όπως και τόσα άλλα φυτά, έγιναν ιδιαίτερα γνωστά και δημοφιλή.

Εξάλλου, με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου ένας ολόκληρος κόσμος της Ανατολής έρχεται σε στενότερη επαφή με την Μεσόγειο και μια νέα γαστρονομική εποχή ανταλλαγών και συνθέσεων εγκαινιάζεται την οποία θα συνεχίσουν να εμπλουτίζουν ακόμη περισσότερο οι Ρωμαίοι.

Έτσι, λοιπόν, καθώς το Μακεδονικό πετροσέλινο θεωρούνταν εξόχως δυναμωτικό για τους αγωνιστές και μάλιστα τους μονομάχους, αλλά κυρίως αντίδοτο στα δηλητήρια και εθεωρείτο ισοδύναμο με την θηριακή, υπήρξε μεγάλη η ζήτησή του κατά τα Ελληνιστικά και ειδικά τα Ρωμαϊκά χρόνια, οπότε και διαπιστώνεται πλούσια χρήση του στην ιατρική και στην κουζίνα (πολύ συχνά στον Απίκιο ως petroselinum).

Η απόδοσή του στα λατινικά ως petrοselinum θα αποτελέσει την βάση για την διαμόρφωση του ονόματος του σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες: Ιταλικές διαλέκτους petrosemolo, persemelo, putrusinu, Γαλλικά persil, Γερμανικά peterssilie, Αγγλικά parsley, Ισπανικά perejil, Ρωσικά petrushka και Εβραϊκά petrosilia.

Με δεδομένη την ευρεία χρήση του στην ιατρική, καθώς εθεωρείτο διουρητικό, δυναμωτικό και αντίδοτο, ήταν επίσης αρκετά γνωστό στους Βυζαντινούς, κυρίως ως κοδιμέντον αλλά και ως Μακεδονήσι(ον), αν και η πληροφόρηση που έχουμε για την χρήση του στα Βυζαντινά φαγητά είναι αρκετά περιορισμένη.

Αντίθετα διαθέτομε πλούσιες πληροφορίες για την εποχή του χρόνου που σπερνόταν στους κήπους της Κωνσταντινούπολης, για τους τρόπους παρασκευής ποτών και αφεψημάτων με τα φύλα, ή τους σπόρους του σε συνδυασμό με άλλα βότανα, για πότε και πώς έπρεπε αυτά να καταναλώνονται.

(Koder J., Gemüse in Byzanz. Die Frischgemuseversorgung Konstantinopels im Licht der Geoponika, Wien 1993, σελίδες 49-50, 85).

(Dalby A., Flavours of Byzantium: The Cuisine of a Legendary Empire, Totnes 2003 [=Tastes of Byzantium. The Cuisine of a Legendary Empire,Totnes 2010], σελίδες 152,158,205).

Μάλιστα, διάφορα άλλα χόρτα θεωρούνταν από τους Βυζαντινούς ότι έμοιαζαν με τα μακεδονήσια.
Λεξικό Σούδα (Σουίδα).

«Suidas : sigma.248.1. <Σέρρεις:> εἶδος λαχάνων, τὰ παρ' ἡμῖν σείρικα λεγόμενα. Αἱ πικρίδες παρ' ἄλλοις. ἢ μᾶλλον τἀληθέστερον εἰπεῖν, Μακεδονήσια».

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το 1292 μιά τοποθεσία στην Βυζαντινή Χαλκιδική της Μακεδονίας ονομαζόταν Μακεδονήσι (Actes de Vatopédi I, 387.5) προφανώς για τα πολλά μακεδονήσια της, τους μαϊντανούς της.

(Actes de Vatopédi I, έκδ. J. Bompaire, C. Giros, V. Kravari, J. Lefort, Actes de Vatopedi I, Des origines à 1329 [Archives de l’ Athos XXI], Paris 2001, 387.5).

Πρόκειται για γνωστή πρακτική ονοματοθεσίας, όπου τα φυτά δίδουν το όνομα στην θέση, όπως Μαραθών για τα μάραθα, Σικυών για τα κολοκύθια, Πλαταμών για τα πλατάνια.

Το 1546 ο περιηγητής Pierre Belon (Belon, 56) μας παρέχει την πολύ σημαντική πληροφορία ότι παντού στην Μακεδονία, όπου πήγε, αλλά και στα άλλα μέρη της Ελλάδας ο μαϊντανός καλείται macedoniki (=makedonisi) or macedonico, εκτός από την Κύπρο που το λένε coudomalo (= koudoumento, από το λατινικό condimentum, πολύ σε χρήση ως αντίστοιχο, όπως ήδη ανέφερα, στον Απίκιο), πληροφορία που επιβεβαιώνεται όντως από τοπικές συνταγές.

(Pierre Belon, Voyage au Levant: les observations de Pierre Belon du Mans de plusieurs singularités et choses mémorables, trouvées en Grèce, Turquie, Judée, Égypte, Arabie et autres pays étranges (1553), έκδ.Alexandra Merle, Paris 2001, σελίδα 56).

Πράγματι, σε αρκετά βιβλία και κυρίως λεξικά του 17ου και 18ου αιώνα, the parsley αναφέρεται μόνον ως Μακεδονίσι(ον).

Μάλιστα σε ένα από τα πρώτα βιβλία μαγειρικής που εκδόθηκαν στα Ελληνικά το 1828 (Μαγειρική), μια συνταγή για μπακαλιάρο στην σχάρα περιέχει ψιλοκομμένο μακεδονήσι, όπως μακεδονίσι αναφέρεται και σε πλήθος δημώδεις συνταγές Ελληνικών τοπικών εδεσμάτων, αντί του ήδη καθιερωμένου και κοινού στην Οθωμανική κουζίνα και βεβαίως και στα νέα Ελληνικά μαϊντανός, δηλαδή μια παραφθορά του μακεδονήσι μέσω των Αραβικών και Τουρκικών.

(Μαγειρική, έκδ. Α. Ματθαίου, Η Μαγειρική: ανώνυμη μετάφραση του 1828, Αθήνα 1992).

(Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), 65).

Το αρχαίο Μακεδονικόν πετροσέλινον, δηλαδή το σέλινον το Μακεδονικόν, έδωσε στα Αραβικά al-maqdunis ή al-baqdunis, στα Τουρκικά, νέα Ελληνικά,
Αλβανικά, Βουλγαρικά και Σλαβοσκοπιανά maydanos or magda(o)noz, στα Αρμενικά maghatanos, στα Γεωργιανά mak’idoneli.

Έτσι, με βάση τις πληροφορίες του 16ου αιώνα και εξής (Belon, 56. - Παχώμιος Ρουσσάνος, 1348D), αλλά και τα τραγούδια και τις συνταγές που καταγράφηκαν από παλιά διαπιστώνεται ευρεία χρήση της λέξης μακεδονήσι από τους Ελληνικούς πληθυσμούς της Χερσονήσου του Αίμου (δηλαδή της Βαλκανικής: που είναι κι αυτή Τούρκικη ονομασία).

(Παχώμιος Ρουσσάνος, έκδ. J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 98(1865), σελίδα 1348D).

(Pierre Belon, Voyage au Levant: les observations de Pierre Belon du Mans de plusieurs singularités et choses mémorables, trouvées en Grèce, Turquie, Judée, Égypte, Arabie et autres pays étranges (1553), έκδ.Alexandra Merle, Paris 2001, σελίδα 56).

Αξίζει να αναφερθεί ότι το μακεδονήσι/μαϊντανός, που σύμφωνα με Ελληνική έκφραση μπαίνει παντού (γνωστότατη η έκφραση σαν μαϊντανός, για ανθρώπους που είναι παντού), προτιμάται κυρίως σε πλήθος συνταγές με κρέας, όσπρια, πίτες, σαλάτες στην Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία), ενώ στα ίδια φαγητά αλλού συνήθως βάζουν την ρίγανη.

(Βουτσινά Ε., Αυθεντική Ελληνική κουζίνα, Αθήνα 2010, σελίδα 25, 33).

Επίσης, ας σημειωθεί ότι, στα ίδια αυτά χρόνια που ο Belon καταγράφει την πληροφορία για το macedonisi, σε όλες σχεδόν τις έντυπες εκδόσεις της Δυτικής Ευρώπης του 16ου αλλά και 17ου αιώνα και εξής το μακεδονήσι/μαϊντανός αναφέρεται ως macedonicum (petroselinum).

Ειδικά στις εκδόσεις τις σχετικές με τα φυτά και τα αντίδοτα και υπό την επίδραση των αρχαίων πηγών, αλλά κυρίως σε σχόλια στον Διοσκουρίδη και Γαληνό, το μακεδονήσι/μαϊντανός και διάφορα άλλα συγγενή με τα σέλινα φυτά καλούνται Petrosello di Macedonia, persil de Macédoine, macedonio, macerone.

Από τα μέσα του 17ου αιώνα αλλά κυρίως στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα τόσο στα Antidotaria όσο και στα διάφορα βιβλία μαγειρικής δίδονται συνταγές με macedonio, petrosellino macedonio, και το ψιλοκομμένο persil de Macédoine που θεωρείται η κατεξοχήν σαλάτα του χειμώνα.

(Cecarelli I., Castelli Romano P., Antidotario romano latino e volgare, Roma 1639, σελίδες 29,61,67).

(De Bonnefons N., Les délices de la campagne: suitte du Jardinier francois, Paris 1656 και 1662, σελίδα 103).

(Liger L., Oeconomie générale de la campagne ou nouvelle maison rustique, τόμ 1, 2η έκδοση, Amsterdam 1701, σελίδα 182).

Στις αρχές του 18ου αιώνα Macédoine και Salade en (de) persil de Macédoine λέγονται σαλάτες με φρέσκο, ή βρασμένο και κομμένο μαϊντανό, σέλινο, με σπόρους ροδιού και λάδι, συνταγές που ήδη προαγγέλλουν το Γαλλικό Macédoine κατά τα επόμενα χρόνια.

(Traité de confiture, ou le nouveau [et] parfait confiturier, Amsterdam 1700, σελίδα 27).

(Le cuisinier familier tant pour les grandes maisons et familles bourgeoises, Bruxelles 1705, σελίδα 3).

(Chomel N., Dictionnaire oeconomique: contenant divers moyens d’augmenter son bien, et de conserver sa santé, τόμ. 2, Paris 1718, σελίδες 533-534, 933).

(Liger L., La nouvelle maison rustique, ou Économie générale de tous les biens de campagne, τόμος 2, Paris 1721, σελίδα 126).

Σε αυτές τις συνταγές ενδεχομένως δεν πρέπει να αποκλεισθεί ότι κρύβεται μια κάποια γνώση, ή επαφή με τα ανατολίτικα taboulets, δηλαδή με τα ψιλοκομμένα λαχανικά όπου κυριαρχεί ο ψιλοκομμένος μαϊντανός, το Αραβικό al-maqdunis ή al-baqdunis.

Στην βάση όλων αυτών των συνταγών είναι το Μακεδονήσι, le persil de Macédoine, συνεπώς δεν ισχύει η προτεινόμενη μέχρι σήμερα ερμηνεία ότι η ονομασία της συνταγής προέρχεται από την πολυεθνική Μακεδονία και την αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Αργότερα, στον 19ο και 20ο αιώνα, συνέβη ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή το όνομα Macédoine, αυτών των σύνθετων σαλατών και άλλων παρασκευασμάτων, χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει, γιατί ταίριαζε ιδιαίτερα, την «Βαλκανική» πολυπλοκότητα λαών και γλωσσών, ειδικά στην Μακεδονία.

Πάντως, στη Γαλλική κουζίνα του 18ου αιώνα εμφανίζονται ψιλοκομμένες φρουτοσαλάτες και σαλάτες λαχανικών που καλούνται Macédoine de fruits et de legumes αλλά και συνταγές κρεάτων, όπως Une macédoine à Versailles, δηλαδή πάπια με τσιγαρισμένα κουκιά, αγκινάρες, μανιτάρια, μαϊντανό και κρεμμυδάκια, Canard en Macédoine, Macédoine de Canard ή Canard en macédoine de légumes.

(Les soupers de la cour: ou l’art de travailler toutes sortes d’aliments pour servir les meilleurs tables, suivant les quatre saisons,τόμ. 2, Paris 1755, σελίδες 244-245).

Raimbault A. T., Le parfait cuisinier ou le breviaire des gourmands, Paris 1811, σελίδες 17, 115).


(Leclercq P., Une Macedoine à Versailles, http://culture.ulg.ac.be/jcms/prod_199127/une macedoine-aversailles , 2010)

Το Macédoine στα ονόματα όλων αυτών των Γαλλικών συνταγών προέρχεται προφανώς από τις σύνθετες σαλάτες με βάση το persil de Macédoine.

Υπάρχουν όμως και πιο σύνθετες γαστρονομικές προτάσεις παρασκευής διαφόρων λαχανικών και κρεάτων με, ή χωρίς μαϊντανό, ο οποίος αναφέρεται μόνο ως persil.

Ήδη σε βιβλίο μαγειρικής του 1740 το αναφερόμενο σε κάποιες συνταγές Macédoine δεν έχει πλέον καμιά σχέση με τον μαϊντανό και μαρτυρεί, όπως και άλλα ονόματα πιάτων, απλώς μια σύνθετη παρασκευή, ενώ διαπιστώνεται ένας τονισμένος οριενταλισμός, ένα εξωτισμός και μιά πιθανώς εξεζητημένη αρχαιολατρία, όπως για παράδειγμα τα Ελληνικά, Βακχικά πιάτα του Τούρκου Σουλτάνου.

(L. A. de Bourbon, Le Cuisinier Gascon, Amsterdam 1740, σελίδες 47-48, 99, 117, 139-140, 142, 144, 173, 179).

(Fink B., Les liaisons savoureuses: réflexions et pratiques culinaires au XVIIIe siècle, Université de Saint Étienne 1995, 17, σελίδα 144).

Choux à la Turque, Crème à la Sultane, Potage à la Turque, Macédoine à la paysanne, Βécassines à la Grecque (το Ελληνικό σε αυτή την συνταγή είναι οι σταφίδες Κορίνθου), Sauce Bachique (με κρασί Bourgogne) και Bignets Bachiques (με αμπελοβλάσταρα).


Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου