Τίποτα
δεν μας είναι πιο οικείο από τη μυθολογία,
και σε ορισμένες περιστάσεις θα
ομολογούσαμε χωρίς δισταγμό ότι «ένας
μύθος γίνεται αντιληπτός ως μύθος από
κάθε αναγνώστη
σε ολόκληρο τον κόσμο».
(@
CI. Levi-Strauss
, Anthropologic structurale, Paris, 1958, 232 (υπογραμμίζω
τη λέξη «αναγνώστης»).
Άλλωστε,
ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται από την
εποχή που ο Panckoucke
έγραψε το έργο του «Les Etudes convenables aux
Demoiselles» (Μελέτες που αρμόζουν στις
δεσποινίδες, Λίλλη, 1749), μέχρι τα
«Μυθολογικά» του Levi-Strauss
(1964-1971).
Και
η κατάληξη -ικά,
που εισήγαγε η δομική ανάλυση για να
δηλώσει την ανάδυση της λογικής μέσα
στην αρχαία μυθολογία, έρχεται απλώς
να υπογραμμίσει το διπλό σημασιολογικό
επίπεδο που αντιλαμβανόμαστε εξαρχής
όταν μιλάμε για «μυθολογία».
Από
τη μια μεριά, η μυθολογία
είναι ένα σύνολο αφηγηματικών αποφάνσεων
και πρακτικών, ή ακόμα, όπως θα λέγαμε,
ένα σύνολο διηγήσεων και ιστοριών
(Ιστορίες όπως αυτές που αρμόζει να
ακούν οι δεσποινίδες και που γνωρίζει
στην πραγματικότητα όλος ο κόσμος κατά
τον 18ο
αιώνα).
Παράλληλα
όμως η
μυθολογία: εμφανίζεται ως λόγος επί
των μύθων, μια γνώση που θέλει να μιλήσει
γενικώς για τους μύθους, για την καταγωγή
τους, τη φύση τους, την ουσία τους.
Μια
γνώση που ισχυρίζεται ότι μετασχηματίζεται
σε επιστήμη, σήμερα όπως και άλλοτε,
μέσω συνηθισμένων διαδικασιών: με
το να δομεί ορισμένα αντικείμενα της,
να συστηματοποιεί διάφορες αποφάνσεις
της γνώσης της οποίας τη θέση καταλαμβάνει,
με το να διαμορφώνει έννοιες και
στρατηγικές.
Με
ενστικτώδη τρόπο η μυθολογία είναι
για μας ένας σημασιολογικός χώρος στον
οποίο συναντώνται δύο είδη λόγων, εκ
των οποίων ο δεύτερος μιλά για τον πρώτο
και αφορά την ερμηνεία.
Τι
είναι εκείνο που προκαλεί το γεγονός
ότι αυτό που ονομάζουμε «μύθο»
εμπεριέχει, ή διακατέχεται από την
ανάγκη να μιλήσει, από την επιθυμία να
γνωρίσει, από τη βούληση να αναζητήσει
το νόημα, την αιτία αυτού του λόγου που
αναφέρεται στον εαυτό του ;
Από
ποιούς μακρινούς τόπους αναδύεται αυτή
η μορφή μίας απλοϊκής ενδοσκόπησης ;
Πώς
συγκροτείται η γνώση που θέλει να μιλά
για μύθους και η οποία, ήδη από τον 19ο
αιώνα, επιζητεί να ιδρύσει μια επιστήμη
των μύθων «που
επιτέλους εξετάζονται αυτοί καθ΄
εαυτούς» ;
Θα
μπορούσαμε να θέσουμε τα ίδια ερωτήματα
με διαφορετικό τρόπο.
Τι
είναι αυτό που κάνει τη μυθολογία -
επιστήμη να μιλά ;
Και
από ποιά
σκοπιά μιλά ;
Με
ποιόν τρόπο και μέσα από ποιές πρακτικές
όρισε το πεδίο της αυτή η γνώση ;
Μέσα
από ποιές κατατμήσεις έλαβε μορφή ;
Ως
σημείο εκκίνησης για τη διαδρομή αυτή
ας πάρουμε το σημείο κατά το οποίο: η
μυθολογική γνώση θέλει να θεωρείται
επιστήμη των μύθων και εντάσσεται σε
μια θεσμοθετημένη τάξη... όταν δηλαδή
στο πλαίσιο της δημόσιας διδασκαλίας
αρχίζουμε να μιλάμε για «επιστήμη των
μύθων», ή για «συγκριτική
μυθολογία».
(@
Τρία είναι τα έργα
αναφοράς: (Η.
Pinard de la Boullaye:
«L΄Etude comparee
des religions», Paris, I & II, 1925.
Jan
de Vries:
«Forschungs-geschichte
der Mythologie», Freiburg/Munchen,
1961).
Β.
Feldman και
Robert D. Richardson: «The Rise of Modem
Mythology», 1680-1800, Indiana University Press, 1972).
Με
άλλα λόγια, όταν η γνώση καταλαμβάνει
μιά έδρα, όταν αρχίζει «να
ομιλεί από καθέδρας»,
όπως λέει ο Μολιέρος (με
το κύρος δηλαδή της αλήθειας),
εφόσον η «έδρα» αναδεικνύει τη γνώση
σε επιστήμη.
Ανάμεσα
στα 1850 και 1890, η Ευρώπη γεμίζει
από «έδρες»: έδρα της Ιστορίας των
Θρησκειών, της Επιστήμης των Μύθων, της
Συγκριτικής Μυθολογίας.
Από
την Οξφόρδη ως το Βερολίνο και από το
Λονδίνο ως το Παρίσι, στις ίδιες αυτές
έδρες ακούγεται ο ίδιος λόγος: από τον
Friedrich-Max Muller
(1823- 1900) ως τον Andrew
Lang (1844-1912) και από τον Edward
Burnett Tylor
(1832-1917) ως τον Paul Decharme
(1839-1905) και τον Adalbert Kuhn
(1812-1882).
Όλοι
είναι σαφείς και κατηγορηματικοί για
τους λόγους που τους οδήγησαν να
χρησιμοποιήσουν επί σαράντα χρόνια
έναν λόγο επιστημονικό επί των μύθων.
Ο
Andrew Lang, μιλώντας εξ
ονόματος όλων, διατυπώνει αποφασιστικά
το καθήκον της νέας αυτής επιστήμης:
«Η
δυσκολία της μυθολογίας (ως
«επιστήμης») είναι να
εξηγήσει τα ακόλουθα σημεία, ανάμεσα
σε άλλα στοιχεία φαινομενικώς άλογα,
που περικλείουν οι μύθοι: τις πρωτόγονες
και παράλογες ιστορίες σχετικά με τις
απαρχές των πραγμάτων, την καταγωγή του
ανθρώπου, του ήλιου, των άστρων, των
ζώων, του θανάτου και του κόσμου γενικώς.
Τις
ανήθικες και γελοίες περιπέτειες των
θεών: το γιατί τα θεϊκά όντα
ενέχονται σε αιμομιξίες, μοιχείες,
φόνους, κλοπές, βιαιότητες και
κανιβαλισμούς.
Γιατί
παίρνουν τη μορφή ζώων.
Τους
μύθους της μεταμόρφωσης σε φυτά, ζώα
και άστρα.
Τις
αποτροπιαστικές ιστορίες του Βασιλείου
των Νεκρών.
Τις
καταβάσεις των θεών στον τόπο των νεκρών
και την επάνοδο τους από τον Κάτω Κόσμο».
(@
Andrew Lang: «La
mythologie», Paris, 1886, 55-56).
Να
ποιό είναι το Θήραμα
της επιστήμης των μύθων: ιστορίες
πρωτόγονες και παράλογες, ανήθικες και
γελοίες περιπέτειες, αιμομιξίες,
μοιχείες, φόνοι, κλοπές, βιαιότητες και
κανιβαλισμοί, αποτροπιαστικές αφηγήσεις.
Πιο
επιγραμματικός είναι ο Friedrich-Max
Muller,
που ωστόσο δεν λέει κάτι διαφορετικό:
έργο της συγκριτικής
μυθολογίας (επιστήμης που προέρχεται
κατ΄
αυτόν από την Επιστήμη της
Γλώσσας)... είναι να εξηγήσει το
ανόητο, πρωτόγονο και παράλογο στοιχείο
που υπάρχει στη μυθολογία.
Το
1884, ο Paul Decharme
βεβαιώνει ότι το αντικείμενο της
επιστήμης των μύθων είναι ακριβώς αυτές
οι τερατώδεις, αποτροπιαστικές και
ανήθικες ιστορίες.
(@
Paul
Decharme:
«Mythologie de la Grece antique», Paris, 1884, VII- XXXVII.
Η
ίδια
προβληματική και στο έργο του
M.-J. Lagrange: «Etudes sur les religions simitiques»,
Paris, 1905, 34).
Αυτό
που προκαλεί το ενδιαφέρον των νέων
μυθολόγων δεν είναι πιά (όπως
φαίνεται), η μυθολογία,
αλλά «οι φανταστικές
ιστορίες που χαρακτηρίζονται από μιά
ιδιαίτερη υπερβολή και μιά
εξοργιστική ανηθικότητα».
Περί
τίνος πρόκειται λοιπόν ;
Από
πού προέρχονται αυτές οι αποτροπιαστικές
ιστορίες ;
Από
ποιές ηπείρους, από ποιά μακρινά ταξίδια
ξεπηδούν τέτοιες φρικαλεότητες ;
Για
να προκαλούν τέτοια ταραχή, για να
δηλώνουν όλοι ταυτοχρόνως ότι αυτές οι
αφηγήσεις είναι τόσο προκλητικές και
ενοχλητικές, πρέπει να υπάρχει κάποιος
λόγος, μιά συγκεκριμένη αιτία, ή έστω
μια πρόφαση.
Και
ο λόγος που προβάλλεται πάντα είναι,
τόσο παράδοξος: ώστε μια παράκαμψη μέσω
της επιστήμης του μύθου κατά το δεύτερο
μισό του 19ου αιώνα
να φαίνεται σήμερα ως αντικείμενο
πολυμαθούς περιέργειας, αν δεν μαρτυρεί
ταυτόχρονα μια παράδοξη προτίμηση για
το γκροτέσκο και το
χυδαίο.
(@
Γκροτέσκο
: Καλλιτεχνικό είδος, που προκαλεί
την αίσθηση του αλλόκοτου, του γελοίου,
συνδυάζοντας μια παράδοξη, ιδιότροπη
ή εξαιρετικά περίεργη εμφάνιση, συνήθως
με σκοπό τη διακωμώδηση).
Πράγματι, αυτό που έκανε την «επιστήμη» των μύθων της συγκριτικής μυθολογίας (να μιλήσει δήθεν επιστημονικά)... είναι η ξαφνική δήθεν διαπίστωση: ότι η Ελληνική Μυθολογία είναι γεμάτη από ανήθικες ιστορίες, ότι τα θέματά της είναι ανάρμοστα, ότι χρησιμοποιεί μια γλώσσα του παραλόγου.
Πρόκειται
για το σκάνδαλο που
καταγγέλλει δριμύτατα ο καθηγητής
Friedrich-Max Muller,
στις παραδόσεις του της
Οξφόρδης:
«Οι
αρχαίοι Έλληνες
ποιητές τρέφουν μια ενστικτώδη απέχθεια
για οτιδήποτε υπερβολικό, ή τερατώδες.
Παρ΄
όλα αυτά οι Έλληνες
αποδίδουν στους θεούς
τους πράγματα που
θα έκαναν και τους πιό
άγριους Ερυθρόδερμους να ανατριχιάζουν...
Ακόμα
και στις πλέον πρωτόγονες φυλές της
Αφρικής και της Αμερικής
δύσκολα θα συναντούσαμε κάτι πιο
αποτροπιαστικό, ή
ειδεχθές».
(@
Friedrich-Max Muller:
«Nouvelles Lecons
sur la science du langage», II, Paris, 1868, 115),
όπως το παραθέτει ο Α.
Lang: «La mythologie», Paris,
1886, 20-21), στον οποίο φαίνεται ότι παραπέμπει
η τελευταία φράση, τουλάχιστον ως προς
τη διατύπωσή της).
Τι
είναι αυτό που κάνει τους Ερυθρόδερμους
του
Friedrich-Max Muller
να ανατριχιάζουν
;
Οι
δήθεν ανήθικες
περιπέτειες των Θεών
των Ελλήνων,
ως μοιχών, αιμομικτών, δολοφόνων,
αγρίων και κανιβάλων: της Θεάς
Δήμητρας,
που αδειάζει λαίμαργα το πιάτο με τις
σάρκες του Πέλοπα
στα δείπνα του Ταντάλου·
του Κρόνου, αυτού
του παμπόνηρου, που καταβροχθίζει το
ένα μετά το άλλο τα κλαψούρικα νεογέννητα
παιδιά του, του Ουρανού,
του πατέρα που ευνουχίστηκε από τον γιό
του, μέσα σε μιά πλημμύρα από αίμα και
σπέρμα.
Υπάρχουν
όμως και άλλες ιστορίες, όχι λιγότερο
ειδεχθείς και αποτροπιαστικές: του Θεού
Διόνυσου, που
τον κατακόπτουν και περνούν τα κομμάτια
του στη σούβλα, του Θεού
Δία, που
μεταμορφώνεται σε ταύρο, και άλλες
τέτοιες ιστορίες.
Ένα
ολόκληρο λεξιλόγιο αφηγείται σκανδαλώδεις
ιστορίες.
Ένα
Βικτοριανό
λεξιλόγιο, που αρχίζει με ό,τι προκαλεί
κατάπληξη και ενόχληση, παρασύρεται
προς το υπερβολικό και το γελοίο, κι
έπειτα πέφτει από το παράλογο στο ανόσιο,
το άγριο, το αποτροπιαστικό, το ειδεχθές.
Η
νέα συγκριτική
μυθολογία
παρουσιάζεται εξαρχής ως μία επιστήμη
του σκανδαλώδους.
Για
να υπάρξει όμως αυτό το στοιχείο του
σκανδάλου, που απασχόλησε την επιστήμη
του Friedrich-Max Muller
και του Edward Burnett Tylor
(παρότι και οι δύο ήταν αποφασισμένοι
να μελετήσουν τους μύθους καθ΄ εαυτούς)...
θα πρέπει κάποιος σεισμός να είχε,
λίγο-πολύ, συγκλονίσει το οικείο τοπίο
της κλασικής μυθολογίας.
Θα
μπορούσαν να προκαλέσουν ένα τόσο ισχυρό
σκάνδαλο, οι αφηγήσεις μιάς μυθολογίας
πού ήταν ανέκαθεν γνωστή ;
Η
έμμονη αναφορά στον άγριο, στον
Iroquois (@
Ινδιάνος) που κρύβεται
πίσω από τον αρχαίο
Έλληνα, φαίνεται ότι ανάγει αυτή
την αναστάτωση στη σύγκριση ανάμεσα
στις αρχαίες κοινωνίες και στους κατά
φύση λαούς.
Γι΄
αυτό και η νέα επιστήμη
ονομάζεται «συγκριτική
μυθολογία»: και επιπλέον, όταν
αποκτά τη δική της ιστορία, επιλέγει ως
προδρόμους της τόλμης και των μεθόδων
της δύο μελετητές, οι οποίοι, από χωριστούς
δρόμους, επιχείρησαν
ταυτοχρόνως να αποδείξουν «μια
εκπληκτική ομοιότητα ανάμεσα στους
μύθους των Αμερικανών και
τους μύθους των αρχαίων
Ελλήνων».
(@
Αυτά είναι τα λόγια του Fontenelle:
De I΄origine des fables (1724), κριτική έκδοση J. R.
Carre, Paris, 1932,30-31.
Andrew
Lang: Myth, Ritual and Religion,
London, 1887, II (Appendix
A), 321: «Οι μαθητές
του Edward Burnett Tylor:
ο Mannhardt, ο Gaidoz και οι άλλοι, δεν
φαίνεται να έχουν καμία αμφιβολία ότι
αυτό που κάνουν είναι να αναπαράγουν
τις απόψεις του ανεψιού του Corneille».
Η
μελέτη του Joseph-Frangois Lafitau:
Moeurs des sauvages ameriquains comparees aux mceurs des premiers
temps, (Τα ήθη των αγρίων Αμερικανών
σε σύγκριση με τα ήθη των αρχαίων χρόνων),
δημοσιεύθηκε το 1724, την ίδια χρονιά
με το De I΄origine des fables (Περί της καταγωγής
των μύθων) του Fontenelle).
Όταν
ο Joseph-Frangois Lafitau ξεκινά
να συναντήσει τις ιεραποστολές
των Ιησουϊτών
στη Νέα Γαλλία, η Βόρειος και Νότιος
Αμερική κατοικούνται ήδη από
Έλληνες
του Ομήρου και
Ρωμαίους με τήβεννο: από φυσική και
ηθική άποψη, οι άγριοι Αμερικανοί είναι
σύγχρονοι του Πλουτάρχου.
(@
Για τις σχετικές αναφορές
βλέπε
De Rochemonteix,
Les Jesuites et la Nouvelle-France au XVIIe siecle, Paris, 3 τ.,
1895.
G.
Chinard, L΄Amerique
et le reve exotique dans la litterature franqaise au XVIIe et au
XVIIIe siecle, Paris, 1934.
M.
de Certeau, L΄ecriture
de I΄
histoire, Paris, 1975, 215-248 («Ethno-graphie. L'oralite
ou l΄espace
de l΄
autre: Lery»).
Είναι
ωραίοι σαν θεοί, και οι ταξιδιώτες του
18ου αιώνα δεν
χορταίνουν να θαυμάζουν «την
κορμοστασιά τους, τις αναλογίες των
μελών τους, την όλο μεγαλοπρέπεια και
ευγένεια φυσιογνωμία τους»,
παραπέμποντας όπως ο Yves
d΄
Evreux, χρονικογράφος του Maragnon, στον
φιλόσοφο Κράτητα
που αποκαλεί το σώμα «ένα
μοναχικό βασίλειο».
(@
Yves
d΄Εvreux,
Suite de I΄histoire
des choses plus memorables advenues en Maragnon es annees 1613 et
1614, Paris chez Francois Huby, 1615, 105-106.
Οι
έρευνες του Michel de Certeau
(«Recits de voyage anciens, XVIe/XVIIes. Archeologie du discours
ethnographique», Semiotica, VII, 1973, 4, 373) αποκαλύπτουν
σήμερα πως
αυτού του τύπου ο λόγος μας
οδήγησε να θεωρούμε «το
άγριο, σώμα ηδονής»).
Πέρα
όμως από το προνόμιο αυτό της φύσης, οι
Άγριοι διαθέτουν
Σπαρτιατικές
αρετές: θάρρος, μετριοπάθεια,
γενναιοδωρία, δικαιοσύνη.
Η
«πρωτοτυπία» του
Εβραιοχριστιανού
Ιεραπόστολου
Joseph-Frangois Lafitau,
έγκειται: στο ότι μετέφερε
τη σύγκριση και στο «πνευματικό»
επίπεδο, καταδεικνύοντας την παράξενη
«ομοιότητα» ηθών και εθίμων ανάμεσα
στους Αγρίους της Αμερικής
και τους αρχαίους Έλληνες:
στις πρακτικές αποχής, στους
τρόπους μύησης, στις τελετές της θυσίας,
στη μορφή των οικημάτων, στο
θεσμό των Εστιάδων.
(@
J.-Fr. Lafitau,
Moeurs
des sauvages ameriquains comparees aux moeurs
des premiers temps, Paris, 1724, 2 τ. Πρβλ., τέλος,
τις αναλύσεις του G. Tissot,
«Joseph-Francois Lafitau, figures anthropologiques»,
Sciences religieuses/Studies in Religion, IV, 2, 1974/1975, 93-107,
καθώς και τη διδακτορική
διατριβή του Image et origine: Fondements du
systime de religion de Joseph-Franqois Lafitau, Ottawa, 1978).
Πλήθος
στοιχείων που δηλώνουν «ένα
σύνολο καθηκόντων»
και μια «πολιτική
θρησκεία»,
όπου οι λατρευτικές πρακτικές θεωρούνται
δημόσιο καθήκον, ή υπηρετούν το κοινωνικό
σύνολο.
(@
M. de Certeau,
L΄ecriture
de I΄histoire,
Paris, 1975, 188-196).
Στο
μεγάλο σώμα ηθών και εθίμων που απλώνεται
από τον Αρχαίο ως
τον Νέο Κόσμο εγγράφονται
τα στίγματα της «Ιερής»
Εβραιοχριστιανικής θρησκείας,
στην Αδαμική
της προέλευση: τα ιερογλυφικά, τα
σύμβολα και τα εμβλήματα, μυστηριακές
μορφές που έχουν ως αποστολή τους να
διαδώσουν μια διδαχή μέσα στο απόκρυφο
των μυήσεων και των μυστηρίων.
Με
αυτή την προοπτική
της δήθεν ανακάλυψης
(πέρα όμως από
τον Εβραιοχριστιανισμό και τη
Βίβλο)... για
μιά θρησκεία της πρώτης δήθεν
Ειδωλολατρίας, που
θεμελιώνει την «ομοιότητα» ανάμεσα
στους αρχαίους Έλληνες
και τους Αγρίους, οι μύθοι και η
μυθολογία αφηγούνται
δήθεν
την παρακμή και
μαρτυρούν τις καταστροφές που φέρνει
η διαφθορά (@
όταν μελετούνται
μόνον μ΄ Εβραιοχριστιανικά μάτια).
Η
μυθολογία δήθεν:
τρέφεται από την άγνοια, διογκώνεται
με τα πάθη, εμφανίζεται όταν η λατρεία
καταρρέει και η θρησκεία καταβαραθρώνεται.
Είναι
το σημάδι της αλλοίωσης.
Και
τους μύθους των αρχαίων
Ελλήνων: ο Εβραιοχριστιανός
Ιεραπόστολος
Joseph-Frangois Lafitau τους
παρομοιάζει με σαρκικές ιδέες, όχι
λιγότερο χονδροειδείς,
που κακοφορμίζουν τη
θρησκεία των Αγρίων,
που διαλύουν το αρμονικό «σύνολο
καθηκόντων».
(@
J.-Fr. Lafitau, όπως
προηγουμένως, I, 8-9.
J.-Fr.
Lafitau, όπως προηγουμένως, II, 154-157.
J.-Fr.
Lafitau, όπως προηγουμένως, I,
138).
Επιπλέον,
ο Εβραιοχριστιανός
Ιησουίτης αυτός:
κατηγορεί τους
αρχαίους Έλληνες (οι
οποίοι οδήγησαν τις επιστήμες και τις
τέχνες στην ύψιστη τελειότητα),
ότι έβλαψαν τη Θρησκεία τους:
«με ένα ατέλειωτο
πλήθος γελοιωδέστατων και ανούσιων
μύθων»,
παρά τα «φώτα»
και τις φιλοσοφίες τους.
(@
J.-Fr. Lafitau, όπως
προηγουμένως, II, 157).
Οι
μύθοι, είτε προέρχονται από τους Iroquois
(@ Ινδιάνοι),
είτε από τους αρχαίους
Έλληνες,
δεν είναι τίποτε άλλο από
ένα βδελυρό εξόγκωμα, ένα ξένο
σώμα, ένα μιαρό
επίστρωμα.
Και
απαιτείται: να
στιγματισθούν και ηθικά.
Η
«ομοιότητά» τους όμως δεν αποτελεί
σκάνδαλο.
Ούτε, ακόμα περισσότερο, η οδύνη που
προκαλεί ο εκφυλισμός μιάς αρχαίας
«ιερής Παράδοσης»,
μιάς «ιερής, αρχικά,
θρησκείας, ιερής προτού
διαφθαρεί».
(@ Joseph-Frangois Lafitau, I,8).
(@ Joseph-Frangois Lafitau, I,8).
Ο
Joseph-Frangois Lafitau,
βάζει με την ίδια
αδιαφορία τους
Λακεδαιμόνιους
να περιφέρονται στα χωριά των
Iroquois (@
Ιρόκοι: Ινδιάνοι) , όπως και
τους Hurons (@
Βορειοαμερικανοί Ινδιάνοι)
στην Αθήνα του Κέκροπος,
ή του Πλουτάρχου,
δίχως διόλου να έχει σκοπό να παρουσιάσει
τους Έλληνες
ως αγρίους, ή να εξελληνίσει
τους αγρίους Αμερικανούς.
(@
Ο «μοντερνισμός»
του Joseph-Frangois Lafitau,
για τον οποίο μιλούν οι λαογράφοι, οι
ανθρωπολόγοι και οι μελετητές της
ιστορίας της Αρχαιότητας
εδώ και πενήντα χρόνια, από τον
Van Gennep μέχρι τον Brelich,
στηρίζεται σε πλήθος παρανοήσεων.
Μία
από αυτές αποδείχθηκε εξαιρετικά γόνιμη:
η αναφορά στη μύηση.
Βασικό
στοιχείο στα μυστηριακά και ιερογλυφικά
σύμβολα, όπου ο Εβραιοχριστιανός
Ιεραπόστολος
Joseph-Frangois Lafitau:
αναγνωρίζει τα απόκρυφα ίχνη της αρχαίας
παγκόσμιας Θρησκείας, η μύηση προεικονίζει
την ανθρωπολογική «κατηγορία»
των διαβατηρίων τελετών, ή των οριακών
καταστάσεων, που μελετούν οι σύγχρονοι
μας).
Το
ίδιο ασυγκίνητος εμφανίζεται και ο
Fontenelle, ο οποίος
εξάλλου γνωρίζει περισσότερα γι΄ αυτές
«τις Ελληνικές
και Ρωμαϊκές ανοησίες».
(@
Βλέπε τα όσα παρατηρεί σχετικά ο J.
R. Carre
στην κριτική έκδοση
του Fontenelle, De I΄origine
des fables, 1932, 81-82).
Διότι
αν ο ορθός Λόγος προσποιείται τον
τρομοκρατημένο όταν στρέφεται προς
τους πρωτόγονους (τους
τόσο εύπιστους εφόσον όλη η αρχαία
ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα
συνονθύλευμα χιμαιρικών ιδεών,
ονειροπολήσεων και παραλογισμών)
δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι η
βαρβαρότητα, ακόμα και όταν είναι
υπερβολική, είναι μια
κατάσταση άγνοιας, και
ότι βάρβαρος είναι εκείνος που δεν μιλά
ακόμα τη γλώσσα της Λογικής.
(@
Βλέπε J. R.
Carre, La philosophie
de Fontenelle ou le sourire de la
raison, Paris, 1932.
F.
E. Manuel, The Eighteenth Century Confronts the Gods,
Cambridge Mass., 1959).
Τίποτε
το παρανοϊκό ή το φανταστικό, τίποτε
πέραν του συνηθισμένου: για να ερμηνεύσουν
τα πράγματα, να επιδοθούν
δηλαδή σε μια φιλοσοφική δραστηριότητα
(τη μόνη δυνατή
σ΄ εκείνους τους «αγροίκους
αιώνες»),
οι άνθρωποι καταφεύγουν στις ιστορίες,
επινοούν μύθους.
Όσο
περισσότερο αδαής είναι κάποιος, τόσο
πιο πρόθυμος να βλέπει παντού θαύματα
και παράδοξα.
Γι'
αυτόν τον λόγο, η
φιλοσοφία της εποχής εκείνης
συνέβαλε στη γένεση του μυθώδους.
Από
όπου κι αν προέρχεται: από τους
Κάφρους, τους Λάπωνες, τους αρχαίους
Έλληνες,
ή τους Iroquois, «από
τις πολικές ζώνες, ή από τη διακεκαυμένη»)
ο μύθος δεν είναι, παρά
προϊόν άγνοιας, μιας άγνοιας όμως
που έχει την περιέργεια να ερμηνεύσει
τα φαινόμενα και τον κόσμο.
(@
Fontenelle, De I΄ origine des
fables, επιμ. J. R. Carre, 12 και 30
(σχόλια, 84-91).
Άγνοια
που μοιράζονται κανονικά όλοι ανεξαιρέτως
οι λαοί, και για την οποία ο Fontenelle
σπεύδει να βγάλει
συμπεράσματα: «Εφόσον
οι Έλληνες,
παρ΄ όλα τα πνευματικά τους
προσόντα, όταν βρίσκονταν ακόμα στο
ξεκίνημα τους, δεν ήταν
σε θέση να σκεφτούν πιο λογικά,
από ό,τι οι βάρβαροι της
Αμερικής (οι οποίοι υπήρξαν,
σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ένας λαός
στα πρώτα του ακόμα βήματα όταν τους
ανακάλυψαν οι Ισπανοί), είναι
βάσιμο να πιστέψουμε,
ότι οι Αμερικανοί θα
έφθαναν τελικά στο σημείο να σκεφτούν
το ίδιο λογικά με τους
Έλληνες αν τους δινόταν η ευκαιρία».
(@
Fontenelle,
De I΄
origine
des fables, επιμ. J. R. Carre,
31-32
(σχόλια, 93-93).
Δεν
υπάρχει Ελληνικό
«θαύμα», όπως
δεν υπάρχουν και πραγματικά «φώτα»
στη φιλοσοφία τους,
από την οποία προκύπτει, σύμφωνα με τον
Εβραιοχριστιανό Ιεραπόστολο
Joseph-Frangois Lafitau,
«ένα
είδος εφηρμοσμένου Αθεϊσμού».
(@
Joseph-Frangois Lafitau,
Moeurs
des sauvages ameriquains comparees aux moeurs
des premiers temps, Paris, 1724, II, 157).
Αντίθετα
από τον Joseph-Frangois Lafitau που
τοποθετεί τη Θρησκεία στις απαρχές,
ο Fontenelle
υποστηρίζει ότι η φύση του μυθώδους
είναι: «να
μετασχηματίζεται σε θρησκεία»,
στους περισσότερους τουλάχιστον λαούς.
Σ΄
αυτό προσθέτει: ότι
ιδιαίτερα στους Έλληνες,
οι μύθοι «μετασχηματίζονται,
θα λέγαμε, σε απόλαυση».
(@
Fontenelle, De I΄origine
des fables, επιμ. J. R. Carre, 34).
Για
να εξηγήσει τη γοητεία που ασκούν οι
μορφές του αρχαίου μύθου στον πολιτισμό
και στις πλαστικές τέχνες, καθ΄
όλη τη διάρκεια του
αιώνα του, ο Fontenelle
επικαλείται την ευχαρίστηση.
Ευχαρίστηση
της όρασης και της ακρόασης, αλλά
πολύ περισσότερο της φαντασίας.
(@
Fontenelle,
De I΄origine des fables, επιμ. J. R. Carre, 34).
Γιατί
αυτή είναι που μας παρακινεί να βλέπουμε
και να ακούμε ακόμα ιστορίες «που
η λογική τους είναι εντελώς εσφαλμένη».
(@
Fontenelle,
De I΄origine
des fables, επιμ. J. R. Carre, 35).
Στο
μέτρο που η αφήγηση ακολουθεί τη
φυσιολογική της πορεία, το λάθος
στολίζεται με το θαυμαστό: από τους
πρώτους ανθρώπους πού διηγούνται στα
παιδιά τους (στα
οποία αναπαράγεται η πρώτη ηλικία του
ανθρώπινου είδους),
αφηγήσεις συχνά ψευδείς καθ΄ εαυτές
και ήδη φορτωμένες με υπερβολές,
μέχρι τις ιστορίες που στολίζονται
με ένα απατηλό θαυμαστό από αφηγητές
εξασκημένους στο να μη λένε τίποτε άλλο
εκτός από αυτό που είναι ευχάριστο.
(@
Fontenelle, De I΄origine
des fables, επιμ. J. R. Carre, 13-14.
Fontenelle,
De I΄origine des fables, επιμ. J. R. Carre, 20-22: «οι
άνθρωποι έχουν νιώσει, τρόπον τινά,
ευχαρίστηση εξαπατώντας τους εαυτούς
τους (20).
Καθώς
οι αφηγήσεις αληθινών γεγονότων που
ενέπλεκαν ψευδείς και φανταστικές
ιστορίες είχαν τόση πέραση [...] κανείς
δεν αφηγείτο πια γεγονότα κάπως σημαντικά,
δίχως να τα στολίζει με στοιχεία που
αναγνωρισμένα προκαλούσαν ευχαρίστηση
(22).
Πρόκειται
για έργα της φαντασίας, και μάλιστα της
πιο κοινής ανάμεσα στους ανθρώπους,
στην οποία άνετα θα μπορούσαμε να
εντάξουμε την ποίηση και τη ζωγραφική
στον βαθμό που τα δημιουργήματα τους
παρέχουν στη δική μας φαντασία το θέαμα
της ίδιας της δραστηριότητάς της, ενώ
παράλληλα της προσφέρουν την ύψιστη
ευχαρίστηση να ξεγελιέται αντικρίζοντας
το είδωλο της στον καθρέφτη των καλών
τεχνών.
(@
Fontenelle,
De I΄origine des fables, επιμ. J. R. Carre, 34:
«Όταν
η ποίηση και η ζωγραφική χρησιμοποιούν
τους μύθους για να τους παρουσιάσουν
στη φαντασία μας, δεν κάνουν τίποτε άλλο
από το να της αποδίδουν τα ίδια τα έργα
της»).
Με
τη λέξη «απόλαυση» ο
Fontenelle,
σίγουρα δηλώνει ένα πολιτισμικό
χαρακτηριστικό της κοινωνίας στην οποία
ανήκει και η οποία διακατέχεται από μια
ορισμένη ιδέα περί ευδαιμονίας.
(@
Βλέπε R. Mauzi, L΄idee
de bonheur dans la litterature et la pensee
franqaises au XVIlle
siecle,
Paris, 1960).
Πράγμα
που ισχύει διπλά όταν βρει τρόπο να
εφαρμοσθεί σ΄ αυτούς τους αρχαίους
μύθους, των οποίων η γνώση είναι απαραίτητη
«σε όποιον επιθυμεί
να κατανοήσει το θέμα πολλών έργων
ζωγραφικής και να διαβάσει χωρίς δυσκολία
τα ωραιότερα έργα της λογοτεχνίας».
(@
Pancoucke, Les
Etudes convenables aux Demoiselles, Lille, 1749, 268-412.
Στον
πρόλογο του (VIII και ΧIΙ),
ο Panckoucke απαιτεί την
εκμάθηση της μυθολογίας, παράλληλα με
την ποίηση, τη ρητορική, τη γεωγραφία,
τη χρονολογία και την ιστορία.
Για
τον αββά Banier, La
mythologie et les fables expliquees par I΄histoire, Paris,
1738-1740, I-Ill,
όλα συνωμοτούν στο να μας θυμίσουν τους
αρχαίους αυτούς μύθους, οι οποίοι όμως
περικλείουν, κάτω από τα στολίδια που
τους συνοδεύουν, ένα μέρος της ιστορίας
των πρώτων χρόνων.
Η
μέθοδος είναι απλή (I, 16-17): όταν ένας
μύθος φαίνεται ιστορικός, αρκεί να
αφαιρέσεις το υπερφυσικό που τον
συνοδεύει.
«Ένας
Ποιητής που έχει να περιγράψει συμβάντα
δεν τα αφηγείται απλώς ως ιστορικός,
αλλά αναμιγνύει σ΄ αυτά διάφορες
επινοήσεις»).
Ο
μύθος, διάσπαρτος στα σκηνικά της
πολιτισμένης ζωής, στα σαλόνια και στις
διακοσμήσεις των τοίχων, αποτελεί, τον
18ο αιώνα, μια
προϋπόθεση αναγνωσιμότητας του
πολιτισμικού κόσμου στο σύνολο του.
(@
J.
Starobinski, «Le mythe au XVIIIe
siecle», Critique, 366, nov. 1977, 977).
Δεν
έχει, επομένως, ούτε χώρο δικό του
ούτε δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Καμιά
συγκριτική μυθολογία
δεν μπορεί να γεννηθεί από την πρόθεση
να μελετηθεί το ανθρώπινο πνεύμα
«σ΄ ένα από τα πιο παράδοξα
δημιουργήματά του».
(@
Fontenelle,
De I΄origine
des fables, επιμ. J. R. Carre, 11).
Η
σύγκριση, επομένως, που
κατέληγε στο συμπέρασμα: ότι
υπάρχει «μια
εκπληκτική ομοιότητα ανάμεσα στους
μύθους των Αμερικανών
και στους μύθους των αρχαίων
Ελλήνων»,
υπήρξε ανεπιτυχής.
Με
δεδομένο ότι «σε
όλους τους λαούς η ίδια άγνοια οδήγησε
στα ίδια περίπου αποτελέσματα»,
δεν υπάρχει καμία ανάγκη να
ερμηνεύσουμε τον μύθο, ή τη μυθολογία.
(@
Fontenelle, De I΄origine
des fables, επιμ. J. R. Carre, 32).
Αυτό
που υποκαθιστά την ερμηνεία είναι η
αναφορά στις απαρχές του μύθου που
αποκαλύπτουν την εσφαλμένη φύση του,
όπως και την παιδική (κατά τον
Fontenelle)...
η διεστραμμένη
ματαιότητά του (κατά
Εβραιοχριστιανό Ιεραπόστολο,
τον Joseph-Frangois Lafitau).
(@
Fontenelle, De I΄origine
des fables, επιμ. J. R. Carre, 39-40: «Επομένως
δεν αναζητούμε στους μύθους κάτι
άλλο πέρα από την
ιστορία των σφαλμάτων του ανθρώπινου
πνεύματος. [...] Δεν
είναι επιστήμη να γεμίζεις το
κεφάλι σου με όλες αυτές τις εξωφρενικότητες
των Φοινίκων, ή των Ελλήνων.
Επιστήμη
όμως είναι να γνωρίζεις τι οδήγησε τους
Φοίνικες, ή τους Έλληνες
σε τέτοιες εξωφρενικότητες»).
Και
οι δύο
(ο
Fontenelle και
ο Joseph-Frangois Lafitau)
αποφάσισαν τον
αποκλεισμό της μυθολογίας, (την
οποία ο δήθεν
ορθός τους λόγος), την έκρινε ένοχη
σφαλμάτων και άγνοιας !!!
Αναρτήθηκε:
Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας,
Ιστορικός Ερευνητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου