Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Η λέξη έρως, στην αρχαία Ελληνική λογοτεχνία μας.



Οι γάμοι των Ελλήνων προγόνων μας γίνονταν έπειτα από συνοικέσια, τα οποία ήταν υπό την έγκριση των γονέων των υποψηφίων για γάμο, είναι φυσικό να ρωτήσουν... όσοι δεν έτυχε να διαβάσουν κάτι σχετικό : Μα γάμοι από έρωτα δεν γίνονταν τότε;

Η απάντηση είναι: Επί πολλά χρόνια (ιδίως στην αρχαία Αθήνα), οι γάμοι από έρωτα ήταν σπάνιοι.

Ας δούμε όμως τι εννοούσαν όταν έγραφαν οι πρόγονοι μας με την λέξη Έρος (με όμικρον ο), ή έρως (με ωμέγα ω).

Η λέξη Έρος γράφονταν με όμικρον (ο) από τους πολύ παλαιούς ποιητές μας, και από μερικούς του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα.

«ἠδ' Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ' ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν».
(Ησίοδος: Θεογονία, 120-122).

«οὐ γάρ πώ ποτέ μ᾽ ὧδε θεᾶς ἔρος».
(Όμηρος: Ιλιάδα, Ξ 315).

«Ἔρος δηὖτέ μ' ὀ λυσιμέλης δόνει».
(Σαπφώ: απόσπασμα 130 , 1)

Η πρώτη σημασία της λέξης, ήταν επιθυμία κάποιου πράγματος.

Ο Όμηρος (Ιλιάδα: Α, 469), γράφει: «πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο», δηλαδή: έβγαλαν έξω (@ αφαίρεσαν) την επιθυμία του ποτού και του φαγητού, (έφαγαν και ήπιαν, όσο ήθελαν).

Στην Ιλιάδα (Ξ 292-296), ο ποιητής γράφει: ότι μόλις ο Θεός Ζεύς είδε την Θεά Ήρα, η επιθυμία σκότισε τα μυαλά του, όπως και κατά την πρώτη συνάντησή τους.

«Κι Ήρα επάτησε γοργά μίαν κορφήν της Ίδης τον Γάργαρον, κι ευθύς ο Ζεύς την είδ’ ο βροντοφόρος.
Την είδε και όλην την ψυχήν του συνεπήρε ο πόθος, ωσάν εκείνο τον καιρόν που εχάρηκαν στην κλίνην το πρώτο γλυκοαγκάλιασμα, κρυφ’ από τους γονείς των».
Όμηρος: Ιλιάδα (Ξ 292-296).

«Ἥρη δὲ κραιπνῶς προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Ἴδης ὑψηλῆς· ἴδε δὲ νεφεληγερέτα Ζεύς. ὡς δ᾽ ἴδεν, ὥς μιν ἔρως πυκινὰς φρένας ἀμφεκάλυψεν, οἷον ὅτε πρῶτόν περ ἐμισγέσθην φιλότητι εἰς εὐνὴν φοιτῶντε, φίλους λήθοντε τοκῆας».
(Όμηρος: Ιλιάδα, Ξ 292-296).

Ο τραγικός Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα» (341), γράφει: «Μακάρι να μην καταλάβει τους στρατιώτες, νικημένους από κέρδος, έρως (= επιθυμία) να λαφυραγωγήσουν και καταστρέψουν εκείνα που δεν πρέπει».

Στο ίδιο έργο, ο χορός είπε στον κήρυκα: «Σ΄ εγύμνασε ο έρως (= η επιθυμία) για να φθάσεις στην πατρική γη».

Στις Ευμενίδες, ο Αισχύλος γράφει: Φοβερός «ο έρως», δηλαδή: η μεγάλη επιθυμία, για την απόκτηση της καλής φήμης (@ της δόξας).

Και στον Ευριπίδη η λέξη έρως έχει και αυτή τη σημασία, δηλαδή: επιθυμία.

Στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1172), γράφει: «εἰς ἔρον γὰρ τοῦ μαθεῖν πεπτώκαμεν».

«Πέσαμε στην περίπτωση να επιθυμούμε να μάθουμε».

Ο Ηρόδοτος (5-32) γράφει για τον βασιλιά της Περσίας, «ἔρωτα σχών» = επειδή πεθύμησε, να γίνει τύραννος (απόλυτος μονάρχης) της Ελλάδας.

Ο Ιστορικός Θουκυδίδης (Βιβλίο 6, 24) γράφει: «καὶ ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι».

«Πολύ πεθύμησαν όλοι να φύγουν με τα πλοία...».

Σπανιότερα η λέξη έρως είχε τη σημασία «χαρά, ευχαρίστηση».

Στον «Αΐαντα», του Σοφοκλή, διαβάζουμε ότι ο χορός λέει: «ἔφριξ' ἔρωτι, περιχαρὴς δ' ἀνεπτόμην».

«Ανατρίχιασα από ευχαρίστηση και γεμάτος χαρά, πέταξα ψηλά».

Η λέξη έρως, και στην αρχαία Λογοτεχνία μας (της κλασσικής εποχής), αλλά και παλαιότερα, είχε και την πιό γνωστή μας σημασία, δηλαδή: «ένθερμη αγάπη, κατά το πλείστον επί σαρκικού πάθους, μεταξύ των δύο φύλων».

Στο Ξ της Ιλιάδας (315-318), ο ποιητής Όμηρος γράφει: «Ότι θεάς μήτε θνητής ποτέ παρόμοιος έρως στα στήθη δεν μου υπόταξε στα βάθη της ψυχής μου, ούδ’ όταν του Ιξίονος μου άρεσε η γυναίκα, που τον Πειρίθοον γέννησεν ισόθεον στην γνώσιν».

«οὐ γάρ πώ ποτέ μ᾽ ὧδε θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσεν, οὐδ᾽ ὁπότ᾽ ἠρασάμην Ἰξιονίης ἀλόχοιο, ἣ τέκε Πειρίθοον θεόφιν μήστωρ᾽ ἀτάλαντον·».

Στις «Χοηφόρους», ο Αισχύλος γράφει: «... , ποιός θα μπορούσε να αναφέρει το υπερβολικά τολμηρό πνεύμα των ανδρών και τους καθ΄ όλα τολμηρούς έρωτες των γυναικών, πού είναι συνδεδεμένοι με συμφορές των ανθρώπων;

Κι από τις φοβερές ομοκατοικίες των ανθρώπων και των ζώων ο ακαταμάχητος έρως, που εξουσιάζει τις γυναίκες, είναι πολύ ανώτερος από όλα τα άλλα φοβερά και λυπηρά».

Με την ίδια σημασία, σε πολλά δράματά του, μεταχειρίζεται τη λέξη κι ο Ευριπίδης.

Στον «Ιππόλυτο» (449), γράφει ότι: η Κύπρις (@ Αφροδίτη)... πού προκαλεί τον έρωτα και γίνεται αιτία να προέλθει κάθε σπορά...

Στο στίχο (764) λέει ότι: τσακίστηκαν τα μυαλά της Φαίδρας από την αρρώστια των ερώτων.

Στο στίχο (525) και εξής, γράφει: «Έρως, έρως, που στάζεις πόθο μέσα στα μάτια, πού εισάγεις γλυκιά επιθυμία κι ευχαρίστηση σ΄ αυτούς που θα επιστρατεύσεις.

Μακάρι να μην φανερωθείς σε μένα με κακές διαθέσεις, ούτε άτακτος· γιατί ούτε από τη φωτιά, ούτε από τ΄ άστρα υπάρχει ανώτερο βέλος, από το βέλος (@ από τον Έρωτα) πού ρίχνει από τα χέρια του ο γιός του Διός και της Αφροδίτης».

Ο Ευριπίδης στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (75), γράφει: «ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς Ἴδης βούσταθμ', ἔκδημον λαβὼν Μενέλαον».

Ανάλογα γράφει κι ο τραγικός Σοφοκλής στις «Τραχίνιες», ως εξής : «Από τον έρωτα αυτής, όλη η πόλη έγινε σκλάβα· την κυρίευσε όχι η Λυδή γυναίκα (@ Ομφάλη), αλλά ο έρωτας της, που βγήκε μέσ΄ στη μέση».

Στην «Ηλέκτρα» λέει: «Ο Δόλος και ο Έρως ετοίμασαν εκ των προτέρων και γέννησαν τερατώδη μορφή».

Ο Σοφοκλής παρουσιάζει στο γνωστότατο χορικό της «Αντιγόνης» και εξυμνεί τον ανίκητο Έρωτα, και στο τέλος λέει ότι: όποιος απ΄ αυτόν κυριεύεται, γίνεται σαν τους τρελούς.

Κάτι ανάλογο γράφει κι ο Πίνδαρος στον 11ο Νεμεόνικο (48): «ἀπˈροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι», Δηλαδή: Πιό φοβερή είναι η τρέλα εκείνων που ερωτεύονται κάποιο πρόσωπο, και προπάντων όταν ο έρωτας τους αυτός, (@ για διαφόρους λόγους), δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί.

Και ο Αριστοτέλης, κατά τον βιογράφο του Διογένη τον Λαέρτιο (5.31.5): «Τήν τε φιλίαν (= την αγάπη) ὡρίζετο ἰσότητα εὐνοίας ἀντιστρόφου· ταύτης δὲ τὴν μὲν εἶναι συγγενικήν, τὴν δὲ ἐρωτικήν, τὴν δὲ ξενικήν. εἶναι δὲ καὶ τὸν ἔρωτα μὴ μόνον συνουσίας, ἀλλὰ καὶ φιλ[οσοφ]ίας».

(Δηλαδή όριζε την αγάπη: ως αμοιβαία εύνοια συγγενική, ερωτική και ξενική).

Την λέξη αγάπη αντί του έρωτα, δεν χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας και συνήθως, αντί της αγάπης, έλεγαν φιλία.

Ο Ξενοφώντας στον «Ιέρωνα» του (3.3.2), γράφει:
«φιλία (= η αγάπη) μέγιστον ἀγαθὸν <καὶ> ἥδιστον ἀνθρώποις ἐστί», και προχωρώντας, προσθέτει: «Τιμούν τις γυναίκες οι άνδρες, εάν σχηματίσουν τη γνώμη ότι η φιλία (= αγάπη) διατηρείται σ΄ αυτές αμόλυντη».


Αναρτήθηκε: Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης : Συγγραφέας, Ιστορικός Ερευνητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου