Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Ο Έλληνας ποιητής Ωλήν που έγραψε πρώτος στην Ελλάδα τους αρχαιότερους ιερούς ύμνους (Είναι ο αρχαιότερος ποιητής των αρχαίων Ελλήνων - αρχαιότερος και από τον ποιητή Ορφέα), ήταν ο πρώτος άνδρας προφήτης του Μαντείου των Δελφών, που πρώτος έψαλε σε εξάμετρο και πρώτος σύνθεσε άσμα παλιών ποιημάτων.

Ο Έλληνας ποιητής Ωλήν που έγραψε πρώτος στην Ελλάδα τους αρχαιότερους ιερούς ύμνους (Είναι ο αρχαιότερος ποιητής των αρχαίων Ελλήνων - αρχαιότερος και από τον ποιητή Ορφέα), ήταν ο πρώτος άνδρας προφήτης του Μαντείου των Δελφών, που πρώτος έψαλε σε εξάμετρο και πρώτος σύνθεσε άσμα παλιών ποιημάτων.

Τα δικά μου σχόλια θα είναι πάντα μέσα σε παρένθεση και θα έχουν στην αρχή με κόκκινο χρώμα, το σύμβολο αυτό @

(@ Ευτυχώς μας διέσωσαν πληροφορίες για αυτόν τον μεγάλο αρχαίο Έλληνα ποιητή τον Ωλήν, ο Παυσανίας και ο Ηρόδοτος, γιατί μάλλον οι Ορφικοί για να προωθήσουν μόνον τον ποιητή Ορφέα, έκρυψαν πληροφορίες ή παραχάραξαν αρχαία κείμενα (όπως έκανε ο Ορφικός Ονομάκριτος και η υπόλοιπη ομάδα του την εποχή του τυράννου Πεισίστρατου).

Έφτασαν μάλιστα για να επισκιάσουν όλους τους άλλους «ανταγωνιστές» του ποιητή Ορφέα, να προωθήσουν την ιδέα ότι ο ποιητής Ορφέας ήταν ανώτερος από τους άλλους ποιητές, αφού δήθεν είχε μητέρα την μούσα Καλλιόπη, κάτι που το διαψεύδει ο Περιηγητής Παυσανίας ):

«Ανάμεσα στα άλλα ψεύδη, στα οποία δίνουν πίστη οι Έλληνες είναι και πως ο Ορφέας ήταν γιός της μούσας Καλλιόπης κι όχι της κόρης του Πίερου και πως τα θηρία πήγαιναν κοντά του γοητευμένα από τη μελωδία κι ακόμα πως ο Ορφέας πήγε και στον Άδη ζωντανός, ζητώντας τη σύζυγο του από τους θεούς του κάτω κόσμου».

(Παυσανίας, Βοιωτικά [30.4]).


«πολλὰ μὲν δὴ καὶ ἄλλα πιστεύουσιν οὐκ ὄντα Ἕλληνες καὶ δὴ καὶ Ὀρφέα Καλλιόπης τε εἶναι Μούσης καὶ οὐ τῆς Πιέρου καί οἱ τὰ θηρία ἰέναι πρὸς τὸ μέλος ψυχαγωγούμενα, ἐλθεῖν δὲ καὶ ἐς τὸν Ἅιδην ζῶντα αὐτὸν παρὰ τῶν κάτω θεῶν τὴν γυναῖκα αἰτοῦντα».

(Παυσανίας, Βοιωτικά [30.4]).

(@ Οι Ορφικοί όπως ο Ορφικός ποιητής Κέρκωψ, έφτασαν για να προωθήσουν τον ποιητή Ορφέα, να γράψουν μέχρι και καινούργιους ύμνους και να λένε ότι δήθεν είναι του ποιητή Ορφέα.

Ο Κέρκωψ, ο επονομαζόμενος Πυθαγόρειος, ήταν Ορφικός ποιητής άγνωστης εποχής (πρωιμότερης όμως του 4ου π.Χ. αιώνα), θέλοντας να προωθήσει την Θρησκευτική Ιδέα του Ορφισμού έγραψε δύο ποιητικά έργα και τα προώθησε ως ποιήματα που δήθεν είχε γράψει ο ποιητής Ορφέας, όπως μας το διασώζει αυτό το γεγονός ο ποιητής Ίων o Χίος :

«Ἐπιγένης δὲ ἐν τοῖς Περὶ τῆς εἰς Ὀρφέα <ἀναφερομένης> ποιήσεως Κέρκωπος εἶναι λέγει τοῦ Πυθαγορείου τὴν Εἰς Ἅιδου κατάβασιν καὶ τὸν Ἱερὸν λόγον, τὸν δὲ Πέπλον καὶ τὰ Φυσικὰ Βροντίνου».

(Ion Phil., Poeta, Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 3b,392,F, fragment 25b, line 3).

(@ Ας δούμε όμως μερικές πληροφορίες για τον Ίων τον Χίο, που δεν είναι ένας τυχαίος ποιητής και μας διασώζει αυτήν την απάτη του Ορφικού ποιητή Κέρκωπα.

Ο Ίων από τη Χίο, ακμή 451/48 π.Χ. – 428 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας τραγικός και διθυραμβικός ποιητής της κλασικής περιόδου.

Πήγε στην Αθήνα ως νεαρός άνδρας (μεταξύ 465-462).

Είναι εξαιρετική φιγούρα μεταξύ των γραμματέων του 5ου αιώνα, καθώς δούλεψε με διάφορα είδη - σε πεζούς και ποίηση.

Ο Ίων o Χίος, ήταν ένας από τους πέντε Αθηναίους ποιητές του κανόνα, και επίσης συνθέτης άλλων ειδών ποίησης και, επιπλέον, ένας πεζογράφος, τόσο της ιστορίας όσο και της φιλοσοφίας.

Οι Ελληνιστικοί σχολιαστές τον θεωρούσαν, μαζί με τον Αχαιό τον Ερετριέα και τον Αγάθωνα, εφάμιλλο των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη.

Ο Ίων, της Χίου, εκτός από τραγωδίες έγραψε και κωμωδίες, γεγονός αξιοσημείωτο για το αρχαίο Ελληνικό θέατρο.

Ο Καλλίμαχος για να υπεραμυνθεί της δικής του λογοτεχνικής παραγωγής σε παραπάνω από ένα είδη φέρνει τον Ίωνα ως παράδειγμα και πρότυπο.

Ο Στράβων μνημονεύει το όνομά του ως ενός από τους τρεις πιο διάσημους Χίους της αρχαιότητας, με την τριάδα να συμπληρώνεται από τον Θεόπομπο και τον Θεόκριτο.

Και ο Ιωάννης ο Φιλόπονος αναφέρει πως στα πρωταρχικά στοιχεία, φωτιά και γη, του Παρμενίδη πρόσθεσε τρίτον τον αέρα. (Ιωάννης Φιλόπονος, Σχόλια στο Περί γενέσεως και φθοράς του Αριστοτέλη, 207.18).

Ο Σχολιαστής του Αριστοφάνη αναφέρει ότι ο Ίωνας ο Χίος έγραψε επίσης διθυράμβους, λυρικά ποιήματα, επιγράμματα, ωδές, παιάνες, ύμνους (Ύμνος εις τον Καιρόν), σχόλια, εγκώμια, ελεγείες, καθώς και ιστορικά, φιλοσοφικά και ταξιδιωτικά κείμενα.

Από αυτά έχουν σωθεί μόνο σπαράγματα των ελεγειών του, τα οποία περιέχονται στην Ελληνική Ανθολογία, λυρικών ποιημάτων και των κειμένων Επιδημίαι, Χίου κτίσις και Τριαγμοί.

Από το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ίωνα του Χίου έχουν σωθεί οι τίτλοι και αποσπάσματα 10 τραγωδιών και ενός σατυρικού δράματος.

Τα διαθέσιμα 75 περίπου σπαράγματα των δραμάτων του δεν υπερβαίνουν ποτέ τις πέντε γραμμές.

Η πρώτη του τραγωδία εμφανίστηκε στην 82η Ολυμπιάδα (452 π.Χ.). αναφέρεται ως τρίτος σε διαγωνισμό με τον Ευριπίδη και τον Ιόφων , στην Ολυμπιάδα (429-8 π.Χ.) και πέθανε πριν από το 421 π.Χ., όπως φαίνεται από την Ειρήνη του Αριστοφάνη , η οποία εμφανίστηκε εκείνο το έτος.

Αναφέρεται μόνο μία νίκη του Ίων, με την οποία λέγεται, έχοντας κερδίσει ταυτόχρονα τα διθυραμβικά και τραγικά έπαθλα, παρουσίασε σε κάθε Αθηναίο μια κανάτα Χιανού κρασιού).
(@ Ας δούμε όμως τώρα τι πληροφορίες έχουμε σε όλη την αρχαία Ελληνική γραμματεία, για τον πανάρχαιο μεγάλο ποιητή Ωλήν.

Πανάρχαια Ελληνική παράδοση που διασώζει ο Περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τον αρχαιότερο ποιητή των Ελλήνων τον Ωλήν (και μας αναφέρει ο Ωλήν), ότι δέχονταν οι Έλληνες την Θεά Ειλείθυια, παλαιότερη του Θεού Δία (που την αναφέρει παρακάτω στην ανάρτηση, παλαιότερη και από τον Τιτάνα Κρόνο τον πατέρα του Θεού Δία) και ως μητέρα του Θεού Έρωτα).

«Ο Λύκιος Ωλήν, ο οποίος έκανε τους πιο αρχαίους ύμνους για τους Έλληνες, στον ύμνο για την Θεά Ειλείθυια λέει πως μητέρα του Έρωτα ήταν η Ειλείθυια».

(Παυσανίας, Βοιωτικά [27.2]).

(@ Μας ενημερώνει εδώ ο Παυσανίας, ότι ο Λύκιος ποιητής Ωλήν, έκανε και τους πιο αρχαίους ύμνους για τους Έλληνες).

«Λύκιος δὲ Ὠλήν, ὃς καὶ τοὺς ὕμνους τοὺς ἀρχαιοτάτους ἐποίησεν Ἕλλησιν, οὗτος Ὠλὴν ἐν Εἰλειθυίας ὕμνῳ μητέρα Ἔρωτος τὴν Εἰλείθυιάν φησιν εἶναι».

(Παυσανίας, Βοιωτικά [27.2]).

(@ Ο Ωλήν «Ὠλήν», είναι αρχαίος Έλληνας ποιητής γνωστός από τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία.

Ο Ωλήν ήταν από τη Λυκία της Μικράς Ασίας και έγραψε πολλούς ύμνους με γνωστότερους δύο: τον ύμνο στην Θεά Ειλείθυια αφιερωμένο στην πανάρχαια ομώνυμη Θεότητα μητέρα του Έρωτα όπως την αποκαλεί.

Τον ύμνο του Ωλήνα για την Θεά Ειλείθυια τον αναφέρει ο Παυσανίας εξ αφορμής του Θεού Έρωτα των Θεσπιών πειδή ο Ωλήν παρουσιάζει την Θεά Ειλείθυια ως μητέρα του Θεού Έρωτα).

Ο Ωλήν που ήταν ο αρχαιότερος ποιητής, έκανε για τους κατοίκους της Δήλου ύμνους και έναν ύμνο για την Θεά Ειλείθυια):

«Η πόλη των Κλειτορίων πήρε το όνομά της από το γιο του Αζάνα· βρίσκεται σε ομαλό τόπο, περιβαλλόμενο από βουνά, όχι μεγάλα.

Τα σπουδαιότερα ιερά των Κλειτορίων είναι της Δήμητρας, του Ασκληπιού και τρίτο της Ειλείθυιας, <για την οποία ο Όμηρος λέει στο ποίημα του πως δεν ήταν μία, αλλά περισσότερες, κόρες της Ήρας, και δεν έδωσε τον αριθμό τους.

Ο Λύκιος Ωλήν όμως που ήταν παλαιότερος και έκαμε για τους κατοίκους της Δήλου μεταξύ των άλλων ύμνων και ένα για την Ειλείθυια, την αποκαλεί «καλή κλώστρια», ταυτίζοντάς την προφανώς προς την Πεπρωμένη, και λέει πως ήταν μεγαλύτερη από τον Κρόνο.

Οι Κλειτόριοι έχουν και ιερό των Διοσκούρων που λέγονται θεοί Μεγάλοι, σε απόσταση τεσσάρων περίπου σταδίων από την πόλη· υπάρχουν και χάλκινα λατρευτικά αγάλματά τους.

Υπάρχει ακόμη και ναός και άγαλμα της Αθηνάς Κορίας στην κορυφή ενός βουνού, σ απόσταση τριάντα σταδίων από την πόλη».

(Παυσανίας, Αρκαδικά [21.3 - 4]).

«[21.3] τῇ δὲ Κλειτορίων πόλει τὸ μὲν ὄνομα ἀπὸ τοῦ παιδὸς ἐτέθη τοῦ Ἀζᾶνος, οἰκεῖται <δ'> ἐν ὁμαλῷ, κύκλῳ δὲ ὄρη περιέχοντά ἐστιν οὐ μεγάλα.
Κλειτορίοις δὲ ἱερὰ τὰ ἐπιφανέστατα Δήμητρος τό τε Ἀσκληπιοῦ, τρίτον δέ ἐστιν Εἰλειθυίας *** εἶναι, καὶ ἀριθμὸν ἐποίησεν οὐδένα ἐπ' αὐτοῖς· Λύκιος δὲ Ὠλὴν ἀρχαιότερος τὴν ἡλικίαν, Δηλίοις ὕμνους καὶ ἄλλους ποιήσας καὶ ἐς Εἰλείθυιαν [τε], εὔλινόν τε αὐτὴν ἀνακαλεῖ – δῆλον ὡς τῇ πεπρωμένῃ τὴν αὐτήν – καὶ Κρόνου πρεσβυτέραν φησὶν εἶναι.

[4] Κλειτορίοις δὲ καὶ Διοσκούρων, καλουμένων δὲ θεῶν Μεγάλων ἐστὶν ἱερὸν ὅσον τέσσαρα ἀπέχον στάδια ἀπὸ τῆς πόλεως· καὶ ἀγάλματά ἐστιν αὐτοῖς χαλκᾶ. πεποίηται δὲ καὶ ἐπὶ ὄρους κορυφῆς σταδίοις τριάκοντα ἀπωτέρω τῆς πόλεως ναὸς καὶ ἄγαλμα Ἀθηνᾶς Κορίας».

(Παυσανίας, Αρκαδικά [21.3 - 4]).

(@ Ο Ωλήν θεωρεί την Θεά Ειλείθυια αρχαιότερη του Τιτάνα Κρόνου, δίνοντας έμφαση στην αρχή των πραγμάτων.

«Κρόνου πρεσβυτέραν φησὶν εἶναι», (Παυσανίας, Αρκαδικά [21.3]): Η Θεά Ειλείθυια είναι πρεσβύτερη από τον Τιτάνα Κρόνο: Είναι δηλαδή μεγαλύτερη σε ηλικία από τον Τιτάνα Κρόνο, άρα γεροντότερη του (πιο παλιά – πιο αρχαιότερη).

Ο Ωλήν αποκαλεί την Θεά Ειλείθυια «εὔλινον» (=καλώς κλώθουσα, καλή κλώστρια), επειδή επηρεάζει την Μοίρα της ζωής σαν τις τρεις Μοίρες.

(Παυσανίας, Αρκαδικά [21.3]).

Η κοινότερη αντίληψη είναι πως μαζί με την Θεά Ειλείθυια, τη Θεά του τοκετού, παραστέκονται στη γέννηση και οι τρεις αδελφές Μοίρες: Άτροπος, Κλωθώ και Λάχεσις, που προκαθορίζουν και ελέγχουν το μέλλον του βρέφους.

Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα διαβάζουμε ότι στον τοκετό είναι παρούσες η Μοίρα (Μοίρες) και η Θεά Ειλείθυια):

«Είναι παρούσα στον τοκετό η Μοίρα και η θεά του τοκετού η Ειλείθυια η Καλλονή και για το λόγο αυτό, όταν το κύημα που προσεγγίζεται πληρεί όλες τις προϋποθέσεις ευπρέπειας, παίρνει χαρούμενη όψη και ανακουφισμένο απλώνεται και συντελούνται ο τοκετός κι η γέννα σχετικά εύκολα.

Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με αισχρότητα, παίρνει όψη σκυθρωπή και με άσχημη συναισθηματική φόρτιση ζαρώνει, εμποδίζεται και τραβιέται πίσω με αποτέλεσμα να μην συντελείται η γέννα και το έμβρυο να παραμένει και να ταλαιπωρείται .

Πέρα από αυτά στο καλό κλίμα στο υπό κύηση και σε προχωρημένο στάδιο κύησης έμβρυο δημιουργείται έντονη ψυχική έξαψη και ορμή και μέσα από τις έντονες ωδίνες του τοκετού, απελευθερώνεται ο οργανισμός που κυοφορεί».

(Πλάτωνας, Συμπόσιο 206D – E).

«Μοῖρα οὖν καὶ Εἰλείθυια ἡ Καλλονή ἐστί τῇ γενέσει. διὰ ταῦτα ὅταν μὲν καλῷ προσπελάζῃ τὸ κυοῦν, ἵλεών τε γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται καὶ τίκτει τε καὶ γεννᾷ· ὅταν δὲ αἰσχρῷ, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ, ἀλλὰ ἴσχον τὸ κύημα χαλεπῶς φέρει. ὅθεν δὴ τῷ κυοῦντί τε καὶ ἤδη σπαργῶντι πολλὴ ἡ πτοίησις γέγονε (e) περὶ τὸ καλὸν διὰ τὸ μεγάλης ὠδῖνος ἀπολύειν τὸν ἔχοντα.

(Πλάτωνας, Συμπόσιο 206D – E).

(@ Ο Παυσανίας αναφέρει ακόμη: ότι οι ύμνοι του Ωλήνος ήταν οι αρχαιότεροι Ελληνικοί ύμνοι, αρχαιότεροι ακόμα και από αυτούς του ποιητή Πάμφω και του ποιητή Ορφέα).

«Μετά τον Ωλήνα ο Πάμφως και ο Ορφέας έκαναν επικά ποιήματα, μεταξύ των οποίων αμφότεροι και ποιήματα για τον Έρωτα, με το σκοπό να άδουνται κι αυτά από τους Λυκομίδες· κατά τα τελετουργικά, δρώμενα.

Εγώ τα διάβασα (@ για τους άνδρες ποιητές και τα τελετουργικά δρώμενα) μετά από σχετική συζήτηση που είχα με κάποιον Δαδούχο, αλλά δεν πρόκειται ν’ αναφέρω περισσότερα γι’ αυτά».

(Παυσανίας, Βοιωτικά [27.2]).

(@ «ἐγὼ δὲ ἐπελεξάμην ἀνδρὶ ἐς λόγους δᾳδουχοῦντι», «Εγώ τα διάβασα (@ για τους άνδρες ποιητές και τα τελετουργικά δρώμενα) μετά από σχετική συζήτηση που είχα με κάποιον Δαδούχο»:

Ο Ιεροφάντης και ο Δαδούχος είναι οι δυο πρώτοι στην Ιερατική Ιεραρχία και αυτό μας τονίζει την εμπιστοσύνη, την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του Δαδούχου που του έδειξε ο Παυσανίας, ώστε μετά να διαβάσει και να μάθει περισσότερα για αυτούς τους άνδρες ποιητές και τα τελετουργικά δρώμενα, που του αφηγήθηκε ο Δαδούχος).

«Ὠλῆνος δὲ ὕστερον Πάμφως τε ἔπη καὶ Ὀρφεὺς ἐποίησαν· καί σφισιν ἀμφοτέροις πεποιημένα ἐστὶν ἐς Ἔρωτα, ἵνα ἐπὶ τοῖς δρωμένοις Λυκομίδαι καὶ ταῦτα ᾄδωσιν· ἐγὼ δὲ ἐπελεξάμην ἀνδρὶ ἐς λόγους δᾳδουχοῦντι. καὶ τῶν μὲν οὐ πρόσω ποιήσομαι μνήμην».

(Παυσανίας, Βοιωτικά [27.2]).

(@ Ο Παυσανίας αναφέρει, ότι οι Δήλιοι θυσίαζαν στην Θεά Ειλείθυια και τους ύμνους του Ωλήνος τραγουδούσαν οι ιέρειες στο Ιερό νησί της Δήλου):

«Σε μικρή απόσταση (@ Από τον ναό του Σέραπι στην Αθήνα) είναι χτισμένος ένας ναός της Ειλειθυίας για την οποία λένε πως ήρθε από τους υπερβόρειους στη Δήλο και βοήθησε τη Λητώ κατά τους πόνους του τοκετού.

Λένε πως από τους Δήλιους έμαθαν οι άλλοι το όνομα της Ειλειθυίας.

Οι Δήλιοι κάνουν και θυσίες στην Ειλείθυια και ψάλλουν και ένα σχετικό μ’ αυτήν ύμνο του Ωλήνα».

(Παυσανίας, Αττικά [18.5]).

«[18.5] πλησίον δὲ ᾠκοδόμητο ναὸς Εἰλειθυίας, ἣν ἐλθοῦσαν ἐξ Ὑπερβορέων ἐς Δῆλον γενέσθαι βοηθὸν ταῖς Λητοῦς ὠδῖσι, τοὺς δὲ ἄλλους παρ᾽ αὐτῶν φασι τῆς Εἰλειθυίας μαθεῖν τὸ ὄνομα· καὶ θύουσί τε Εἰλειθυίᾳ Δήλιοι καὶ ὕμνον ᾄδουσιν Ὠλῆνος».

(Παυσανίας, Αττικά [18.5]).

(@ Στον Παυσανία, Φωκικά, Λοκρών Οζόλων [5.7 – 9] αναφέρεται ότι ο Ωλήν ίδρυσε πρώτος το μαντείο των Δελφών, υπήρξε ο πρώτος προφήτης του Θεού Απόλλωνα, που πρώτος προφήτεψε, πρώτος έψαλε σε εξάμετρο και που πρώτος σύνθεσε άσμα παλιών ποιημάτων):

«Άκουσα ακόμα πως το μαντείο το ανακάλυψαν βοσκοί, οι οποίοι από τις αναθυμιάσεις έφτασαν στην θεϊκή έμπνευση και μάντεψαν από τον Απόλλωνα.

Η γνώμη όμως των περισσοτέρων είναι πως πρώτη προφήτισσα για λογαριασμό του θεού ήταν η Φημονόη, η οποία και πρώτη έψαλε σε εξάμετρο».

(@ «Φημονόην»: Η Φημονόη είναι πρόσωπο της Ελληνικής Μυθολογίας. Αναφέρεται ως κόρη του Θεού Απόλλωνα και ως πρώτη πυθία στο Μαντείο των Δελφών).

«Η Βοιώ, μιά γυναίκα του τόπου που έκαμε ύμνο για τους Δελφούς, είπε πως το μαντείο το ίδρυσαν για το θεό ο Ωλήνας και άλλοι που ήρθαν από την χώρα των υπερβορείων και πως ο Ωλήνας πρώτος προφήτεψε και πρώτος έψαλε σε εξάμετρο.

Η Βοιώ αυτή έκαμε τέτοιους στίχους: και πραγματικά εδώ ίδρυσαν μαντείο αλάθητο / τα παιδιά των υπερβόρειων, ο Πηγασός και ο θείος Αγυιεύς, και μετά την απαρίθμηση και άλλων υπερβόρειων, στο τέλος του ύμνου, αναφέρει τον Ωλήνα: και ο Ωλήνας που υπήρξε ο πρώτος προφήτης του Φοίβου / και πρώτος σύνθεσε άσμα παλιών ποιημάτων.

Για κανένα άλλον άντρα πάντως ως προφήτη, δεν διατηρείται ανάμνηση, αλλά μόνο για γυναίκες προφήτισσες.

Ο πιο παλιός ναός του Απόλλωνα λένε πως έγινε από δάφνη των Τεμπών· ο ναός ο ίδιος θα είχε τη μορφή μιας καλύβας.

Οι Δελφοί λένε πως ο δεύτερος ναός έγινε από μέλισσες, με κερί μελισσών και φτερά· αυτόν τον έστειλε στους υπερβόρειους ο Απόλλωνας».

(Παυσανίας, Φωκικά, Λοκρών Οζόλων [5.7 – 9]).

«[5.7] ἤκουσα δὲ καὶ ὡς ἄνδρες ποιμαίνοντες ἐπιτύχοιεν τῷ μαντείῳ, καὶ ἔνθεοί τε ἐγένοντο ὑπὸ τοῦ ἀτμοῦ καὶ ἐμαντεύσαντο ἐξ Ἀπόλλωνος. μεγίστη δὲ καὶ παρὰ πλείστων ἐς Φημονόην δόξα ἐστίν, ὡς πρόμαντις γένοιτο ἡ Φημονόη τοῦ θεοῦ πρώτη καὶ πρώτη τὸ ἑξάμετρον ᾖσεν. Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα· τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον. [5.8] πεποίηκε δὲ ἡ Βοιὼ τοιάδε· ἔνθα τοι εὔμνηστον χρηστήριον ἐκτελέσαντο παῖδες Ὑπερβορέων Παγασὸς καὶ δῖος Ἀγυιεύς. ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους τῶν Ὑπερβορέων, ἐπὶ τελευτῇ τοῦ ὕμνου τὸν Ὠλῆνα ὠνόμασεν· Ὠλήν θ', ὃς γένετο πρῶτος Φοίβοιο προφάτας, πρῶτος δ' ἀρχαίων ἐπέων τεκτάνατ' ἀοιδάν. οὐ μέντοι τά γε ἥκοντα ἐς μνήμην ἐς ἄλλον τινά, ἐς δὲ γυναικῶν μαντείαν ἀνήκει μόνων. [9] ποιηθῆναι δὲ τὸν ναὸν τῷ Ἀπόλλωνι τὸ ἀρχαιότατον δάφνης φασί+, κομισθῆναι δὲ τοὺς κλάδους ἀπὸ τῆς δάφνης τῆς ἐν τοῖς Τέμπεσι· καλύβης δ᾿ ἂν σχῆμα οὗτός γε ἂν εἴη παρεσχηματισμένος ὁ ναός. δεύτερα δὲ λέγουσιν οἱ Δελφοὶ γενέσθαι ὑπὸ μελισσῶν τὸν ναὸν ἀπό+ τε τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν καὶ ἐκ πτερῶν: πεμφθῆναι δὲ ἐς Ὑπερβορέους φασὶν αὐτὸν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος».

(Παυσανίας, Φωκικά, Λοκρών Οζόλων [5.7 - 9]).

(@ Ο Παυσανίας μας αναφέρει ότι ο Κρητικός Ηρακλής (Ιδαίος Ηρακλής) που είχε πάει με τα αδέρφια του στην Ολυμπία (διοργάνωσαν χάριν παιχνιδιού αγώνα δρόμου), τον νικητή τον τίμησε με στεφάνι κότινου (αγριελιάς), ονομάζοντας τον αγώνα αυτόν πρώτος ο Κρητικός Ηρακλής Ολύμπια, και ότι ο ποιητής Ωλήν πρώτος στον ύμνο του για την Αχαιία, ανάφερε στον ύμνο του αυτόν για την αγριελιά, ότι ήρθε στη Δήλο από τους υπερβόρειους):

«Όταν γεννήθηκε ο Δίας, η Ρέα ανάθεσε τη φρούρηση του παιδιού στους Ιδαίους Δακτύλους που οι ίδιοι λέγονταν και Κουρήτες και που είχαν έρθει από την Κρητική Ίδη, δηλαδή V [7] στον Ηρακλή, τον Παιωναίο, τον Επιμήδη, τον Ιάσιο και τον Ίδα.

Ο Ηρακλής που ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία, χάριν παιδιάς, έβαλε τους αδελφούς του να τρέξουν, και το νικητή τον τίμησε με στεφάνι αγριελιάς (@ «κότινον»).

Την αγριελιά την είχαν τόσο άφθονη, ώστε κοιμόνταν σε φρεσκοκομμένα φυλλώματά της που τα έστρωναν κάτω.

Η αγριελιά λένε πως μεταφέρθηκε από τον Ηρακλή στην Ελλάδα από τη γη των υπερβόρειων ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούν πέρα από την έδρα του ανέμου Βορέα.

Ο Λύκιος Ωλήν πρώτος στον ύμνο του για την Αχαιία ανάφερε πως αυτή (@ Η αγριελιά) ήρθε στη Δήλο από τους υπερβόρειους εκείνους.

Έπειτα Ο Μελάνωπος ο Κυμαίος στην ωδή του για την Ώπι και την Εκαέργη ανάφερε πως κι αυτές ήρθαν στη Δήλο από τους υπερβόρειους ακόμα παλαιότερα από την Αχαιία.

Για τους υπερβόρειους κάνει λόγο κι ο Αριστέας ο Προκοννήσιος, ο οποίος ίσως είχε ακούσει γι’ αυτούς περισσότερα από τους Ισσηδόνες, στους οποίους αναφέρει στα ποιήματά του πως πήγε.

Στον Ιδαίο Ηρακλή λοιπόν ανήκει η δόξα πως πρώτος οργάνωσε τους αγώνες και πως τους ονόμασε Ολύμπια.

Όρισε να γίνονται κάθε πέμπτο έτος, επειδή αυτός και οι αδερφοί του ήταν πέντε».

(Παυσανίας, Ηλιακών Α΄ [7.6 - 9]).

(@ Μαθαίνουμε εδώ από τον Παυσανία: ότι ο Κρητικός Ηρακλής (Ιδαίος Ηρακλής), οργάνωσε πρώτος τους αγώνες στην Ολυμπία, τους ονόμασε Ολύμπια (Ολυμπιακοί αγώνες) και όρισε αυτοί οι αγώνες να γίνονται κάθε πέντε χρόνια και όχι κάθε τέσσερα, όπως γίνονται τώρα οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες !!!).

«Διὸς δὲ τεχθέντος ἐπιτρέψαι Ῥέαν τοῦ παιδὸς τὴν φρουρὰν τοῖς Ἰδαίοις Δακτύλοις, καλουμένοις δὲ τοῖς αὐτοῖς τούτοις καὶ Κούρησιν· ἀφικέσθαι δὲ αὐτοὺς ἐξ’ Ἴδης τῆς Κρητικῆς, [πρὸς] Ἡρακλέα καὶ Παιωναῖον καὶ Ἐπιμήδην καὶ Ἰάσιόν τε καὶ Ἴδαν· V [7] τὸν δὲ Ἡρακλέα παίζοντα - εἶναι γὰρ δὴ αὐτὸν πρεσβύτατον ἡλικίᾳ - συμβαλεῖν τοὺς ἀδελφοὺς ἐς ἅμιλλαν δρόμου καὶ τὸν νικήσαντα ἐξ αὐτῶν κλάδῳ στεφανῶσαι κοτίνου· παρεῖναι δὲ αὐτοῖς πολὺν δή τι οὕτω τὸν κότινον ὡς τὰ χλωρὰ ἔτι τῶν φύλλων ὑπεστρῶσθαι σφᾶς καθεύδοντας. κομισθῆναι δὲ ἐκ τῆς Ὑπερβορέων γῆς τὸν κότινόν φασιν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους ἐς Ἕλληνας, εἶναι δὲ ἀνθρώπους οἳ ὑπὲρ τὸν ἄνεμον οἰκοῦσι τὸν Βορέαν.

[8] πρῶτος μὲν ἐν ὕμνῳ τῷ ἐς Ἀχαιίαν ἐποίησεν Ὠλὴν Λύκιος ἀφικέσθαι τὴν Ἀχαιίαν ἐς Δῆλον ἐκ τῶν Ὑπερβορέων τούτων· ἔπειτα δὲ ᾠδὴν Μελάνωπος Κυμαῖος ἐς Ὦπιν καὶ Ἑκαέργην ᾖσεν, ὡς ἐκ τῶν Ὑπερβορέων καὶ αὗται πρότερον ἔτι τῆς Ἀχαιίας ἀφίκοντο [καὶ] ἐς Δῆλον· [9] Ἀριστέας [γὰρ] ὁ Προκοννήσιος - μνήμην ἐποιήσατο Ὑπερβορέων καὶ οὗτος - τάχα τι καὶ πλέον περὶ αὐτῶν πεπυσμένος εἴη παρὰ Ἰσσηδόνων, ἐς οὓς ἀφικέσθαι φησὶν ἐν τοῖς ἔπεσιν.
Ἡρακλεῖ οὖν πρόσεστι τῷ Ἰδαίῳ δόξα τὸν τότε ἀγῶνα διαθεῖναι πρώτῳ καὶ Ὀλύμπια ὄνομα θέσθαι· διὰ πέμπτου οὖν ἔτους αὐτὸν κατεστήσατο ἄγεσθαι, ὅτι αὐτός τε καὶ οἱ ἀδελφοὶ πέντε ἦσαν ἀριθμόν».

(Παυσανίας, Ηλιακών Α΄ [7.6 - 9]).

(@ Ο Ωλήν έκανε και ύμνο προς την Θεά Ήρα, που λέει: Ότι η Θεά Ήρα ανατράφηκε από τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη: Είναι αδελφές των τριών Μοιρών) και παιδιά της Θεάς Ήρας είναι ο Θεός Άρης και η Θεότητα Ήβη).

«ἔστι γὰρ ἐν τῇ Φλιασίων ἀκροπόλει κυπαρίσσων ἄλσος καὶ ἱερὸν ἁγιώτατον ἐκ παλαιοῦ· τὴν δὲ θεὸν ἧς ἐστι τὸ ἱερὸν οἱ μὲν ἀρχαιότατοι Φλιασίων Γανυμήδαν, οἱ δὲ ὕστερον Ἥβην ὀνομάζουσιν· ἧς καὶ Ὅμηρος μνήμην ἐποιήσατο ἐν τῇ Μενελάου πρὸς Ἀλέξανδρον (@ Τον Πάρη) μονομαχίᾳ φάμενος οἰνοχόον τῶν θεῶν εἶναι, καὶ αὖθις <ἐν> Ὀδυσσέως ἐς Ἅιδου καθόδῳ γυναῖκα Ἡρακλέους εἶπεν εἶναι.

Ὠλῆνι δὲ ἐν Ἥρας ἐστὶν ὕμνῳ πεποιημένα τραφῆναι τὴν Ἥραν ὑπὸ Ὡρῶν, εἶναι δέ οἱ παῖδας Ἄρην τε καὶ Ἥβην.

2.13.4.1 παρὰ δὲ Φλιασίοις τῇ θεῷ ταύτῃ καὶ ἄλλαι τιμαὶ καὶ μέγιστον τὸ ἐς τοὺς ἱκέτας ἐστί· δεδώκασι γὰρ δὴ ἄδειαν ἐνταῦθα ἱκετεύουσι, λυθέντες δὲ οἱ δεσμῶται τὰς πέδας πρὸς τὰ ἐν τῷ ἄλσει δένδρα ἀνατιθέασιν.
2.13.4.5 ἄγεται δὲ καὶ ἑορτή σφισιν ἐπέτειος, ἣν καλοῦσι Κισσοτόμους.
ἄγαλμα δὲ οὔτε ἐν ἀπορρήτῳ φυλάσσουσιν οὐδὲν οὔτε ἐστὶν ἐν φανερῷ δεικνύμενον – ἐφ’ ὅτῳ δὲ οὕτω νομίζουσιν, ἱερός ἐστιν αὐτοῖς λόγος – , ἐπεὶ τῆς γε Ἥρας ἐστὶν ἐξιόντων ἐν ἀριστερᾷ ναὸς ἄγαλμα 2.13.5.1
ἔχων Παρίου λίθου.
ἐν δὲ τῇ ἀκροπόλει καὶ ἄλλος περίβολός ἐστιν ἱερὸς Δήμητρος, ἐν δὲ αὐτῷ ναός τε καὶ ἄγαλμα Δήμητρος καὶ τῆς παιδός·».

(Παυσανίας, Κορινθιακά [13.3]).

(@ Ο Ηρόδοτος μας κάνει γνωστό ακόμα έναν ύμνο του Ωλήνα αφιερωμένο στην Ώπη και την Άργη, και μας αναφέρει ακόμη, ότι και τους άλλους παλιούς ύμνους που τους έγραψε στην Λυκία ο Ωλήν, τους τραγουδούν τους ύμνους του στην Δήλο):

«[4.35.1] Κι οι ίδιοι λένε πως κι άλλες δυο κοπέλες απ᾽ τη χώρα των Υπερβορείων, η Άργη και η Ώπη, πέρασαν μέσ᾽ από τις χώρες των ίδιων ακριβώς λαών που αναφέραμε κι έφτασαν στη Δήλο ακόμα πιο πριν από την Υπερόχη και τη Λαοδίκη.

[4.35.2] Λένε λοιπόν πως αυτές έφτασαν στην Ελλάδα φέρνοντας στην Ειλείθυια τις προσφορές που της είχαν τάξει για να ᾽χει η Λητώ καλή λευτεριά, ενώ η Άργη και η Ώπη έφτασαν μαζί με τις θεές αυτές, και πως οι Δήλιοι πρόσφεραν σ᾽ αυτές διαφορετική λατρεία·

[4.35.3] δηλαδή οι γυναίκες τους συγκεντρώνουν τάματα γι᾽ αυτές αναφέροντας τα ονόματά τους καθώς ψέλνουν τον θρησκευτικό ύμνο που σύνθεσε γι᾽ αυτές ο Ωλήν από τη Λυκία, και πως οι νησιώτες και οι Ίωνες απ᾽ αυτές έμαθαν να ψέλνουν ύμνους στην Ώπη και την Άργη, αναφωνώντας τα ονόματά τους και συγκεντρώνοντας τάματα (κι αυτός ο Ωλήν ήρθε από τη Λυκία και σύνθεσε και τους άλλους παλιούς ύμνους που τραγουδιούνται στη Δήλο)·

[4.35.4] και πως, όταν καίονται τα μεριά των σφαχταριών της θυσίας πάνω στο βωμό, τη στάχτη τους την παίρνουν και την απλώνουν όλη πάνω στον τάφο της Ώπης και της Άργης.

Κι ο τάφος τους βρίσκεται πίσω από το ναό της Άρτεμης, προς τ᾽ ανατολικά, ακριβώς δίπλα από την αίθουσα συμποσίων των Κείων».

(Ηροδότος, Ιστορίαι, βιβλίο Δ΄, Μελπομένη [4.35.1] - [4.35.4]).

«[4.34.1] καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταύτας οἶδα ποιεύσας, τῇσι δὲ παρθένοισι ταύτῃσι τῇσι ἐξ Ὑπερβορέων τελευτησάσῃσι ἐν Δήλῳ κείρονται καὶ αἱ κόραι καὶ οἱ παῖδες οἱ Δηλίων· αἱ μὲν πρὸ γάμου πλόκαμον ἀποταμόμεναι καὶ περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι ἐπὶ τὸ σῆμα τιθεῖσι [4.34.2] (τὸ δὲ σῆμά ἐστι ἔσω ἐς τὸ Ἀρτεμίσιον ἐσιόντι ἀριστερῆς χειρός, ἐπιπέφυκε δέ οἱ ἐλαίη), ὅσοι δὲ παῖδες τῶν Δηλίων περὶ χλόην τινὰ εἱλίξαντες τῶν τριχῶν προτιθεῖσι καὶ οὗτοι ἐπὶ τὸ σῆμα. αὗται μὲν δὴ ταύτην τιμὴν ἔχουσι πρὸς τῶν Δήλου οἰκητόρων, [4.35.1] φασὶ δὲ οἱ αὐτοὶ οὗτοι καὶ τὴν Ἄργην τε καὶ τὴν Ὦπιν, ἐούσας παρθένους ἐξ Ὑπερβορέων, κατὰ τοὺς αὐτοὺς τούτους ἀνθρώπους πορευομένας ἀπικέσθαι ἐς Δῆλον ἔτι πρότερον Ὑπερόχης τε καὶ Λαοδίκης. [4.35.2] ταύτας μέν νυν τῇ Εἰλειθυίῃ ἀποφερούσας ἀντὶ τοῦ ὠκυτόκου τὸν ἐτάξαντο φόρον ἀπικέσθαι, τὴν δὲ Ἄργην τε καὶ τὴν Ὦπιν ἅμα αὐτοῖσι τοῖσι θεοῖσι ἀπικέσθαι λέγουσι καί σφι τιμὰς ἄλλας δεδόσθαι πρὸς σφέων· [4.35.3] καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας, ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ τόν σφι Ὠλὴν ἀνὴρ Λύκιος ἐποίησε, παρὰ δὲ σφέων μαθόντας νησιώτας τε καὶ Ἴωνας ὑμνέειν Ὦπίν τε καὶ Ἄργην ὀνομάζοντάς τε καὶ ἀγείροντας (οὗτος δὲὨλὴν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παλαιοὺς ὕμνους ἐποίησε ἐκ Λυκίης ἐλθὼν τοὺς ἀειδομένους ἐν Δήλῳ), [4.35.4] καὶ τῶν μηρίων καταγιζομένων ἐπὶ τῷ βωμῷ τὴν σποδὸν ταύτην ἐπὶ τὴν θήκην τὴν Ὤπιός τε καὶ Ἄργης ἀναισιμοῦσθαι ἐπιβαλλομένην. ἡ δὲ θήκη αὐτέων ἐστὶ ὄπισθε τοῦ Ἀρτεμισίου, πρὸς ἠῶ τετραμμένη, ἀγχοτάτω τοῦ Κηίων ἱστιητορίου».

(Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο Δ΄, Μελπομένη [4.35.1] - [4.35.4]).

(@ Στον ύμνο του ποιητή Καλλίμαχου μαθαίνουμε ότι ο Λύκιος ποιητής Ωλήν ήταν από την Ξάνθο):

«Και σιγοτραγουδούν τ᾽ αγόρια τον ύμνο του Λύκιου γέροντα, που απ᾽ την Ξάνθον έφερε ο Ωλήν ο μάντης, ενώ οι κοπέλες χορεύοντας κτυπάνε με το πόδι τ᾽ ασάλευτο έδαφος».

(Καλλίμαχος, ύμνος εις Δήλον, [4.305].

«οἱ μὲν ὑπαείδουσι νόμον Λυκίοιο γέροντος, ὅν τοι ἀπὸ Ξάνθοιο θεοπρόπος ἤγαγεν Ὠλήν· αἱ δὲ ποδὶ πλήσσουσι χορίτιδες ἀσφαλὲς οὖδας».

(Καλλίμαχος, ύμνος εις Δήλον, [4.305].

(@ Στο λεξικό Σούδα ή Σουίδα μαθαίνουμε: Ότι ο ποιητής Καλλίμαχος και ο Πολυΐστωρ αναφέρουν ότι ο Ωλήν ήταν εποποιός από την Ξάνθο της Λυκίας):

«Ωμέγα.71.1 <Ὠλήν,> Δυμαῖος ἢ Ὑπερβόρεος ἢ Λύκιος, ἐποποιός. μᾶλλον δὲ Λύκιος ἀπὸ Ξάνθου, ὡς δηλοῖ Καλλίμαχος καὶ ὁ Πολυΐστωρ ἐν τοῖς περὶ Λυκίας».

(Λεξικό Σούδα ή Σουίδα, Ωμέγα.71.1).

(@ Εδώ τελειώνουν όλες οι αναφορές που υπάρχουν, απ’ όλη την αρχαία Ελληνική Γραμματεία για τον ποιητή Ωλήν και έτσι τελειώνει και το Ιστορικό ταξίδι μου για τον αρχαιότερο ποιητή των Ελλήνων).


Αναρτήθηκε: Γρηγορομιχελάκης Γεώργιος : Συγγραφέας : Ιστορικός – Ερευνητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου