Προτού
ακόμη γεννηθεί ο Θεός
Απόλλωνας,
τα
ιερά χώματα της
Ελλάδας, τον φοβούνταν.
Η
Λητώ, όταν
υπέφερε από τους πόνους της γέννας,
περιπλανιόταν στις στεριές και στα
νησιά του Αιγαίου.
(Ησίοδος:
Θεογονία, 405-408).
Ήταν η πιο αξιαγάπητη από τις θεές κι είχε όλες εκείνες τις ιδιότητες, που στο παιδί της θα ήταν ξένες.
Ζήτησε
φιλοξενία, αλλά οι στεριές και τα νησιά
(γνωρίζοντας τον Θεό
Απόλλωνα πριν ακόμη
γεννηθεί)… έτρεμαν στη σκέψη, να τον
δουν να πατάει το χώμα τους.
Αρνήθηκαν,
κι έτσι ο Θεός βίωσε
τον πόνο και τη δυσκολία της έλευσης
στον κόσμο, όπως οι ανθρώπινες υπάρξεις.
Στο
τέλος, η Λητώ
απευθύνθηκε στη Δήλο,
το πιο μικρό και το
πιο άσημο νησί του Αιγαίου, προσφέροντάς
της, έναν ναό.
Και
η Δήλος
επίσης φοβόταν, ότι ο νέος Θεός θα την
περιφρονούσε και πατώντας τα χώματά
της, θα την βύθιζε στη θάλασσα.
Τότε
τα κύματα θα την κατέκλυζαν, τα χταπόδια
θα φώλιαζαν πάνω της και οι φώκιες θα
κατοικούσαν στην έρημη επιφάνειά της.
Η
Λητώ ορκίστηκε:
«Εδώ θα υπάρχουν για πάντα ο εύοσμος
βωμός και το ιερό του Φοίβου
και κείνος θα σε τιμήσει περισσότερο
από κάθε άλλη γη».
Μονάχα
τότε δέχτηκε η Δήλος
να φιλοξενήσει τη μάνα και το παιδί.
Η
φήμη που συνόδευε τον Θεό ο οποίος
επρόκειτο να γεννηθεί, δεν ήταν ευμενής.
Ο
Θεός Απόλλωνας
ήταν ένας Θεός ατάσθαλος, αλαζόνας,
υπέρμετρος, ανόσιος,
τυφλωμένος.
Εκείνο
που μας εκπλήσσει, είναι πως ο ίδιος
χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται στην
Ιλιάδα και την Οδύσσεια για τον Αχιλλέα,
ο οποίος μαίνεται μπροστά στο πτώμα του
Έκτορα…
για τους Μνηστήρες,
που ατιμάζουν το παλάτι του Οδυσσέα…
για τους συντρόφους
του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα, οι οποίοι
καταβροχθίζουν τα βόδια του Ήλιου.
(Ύμνος
στον Απόλλωνα:
67), (Όμηρος: Ιλιάδα:
Κ, 418), (Οδύσσεια:
Υ, 370), (Οδύσσεια:
Α,
7).
(Marcel
Detienne:
Apollon le
couteau a la main, Gallimard 1998).
(Ομηρικοί
Ύμνοι),
Inni omerici επιμ.
Giuseppe Zanetto, Biblioteca Universale Rizzoli 1996, σχόλιο
στον
Inno ad Apollo (Ύμνο
στον
Απόλλωνα).
Ο
Θεός Απόλλωνας
είναι «ανόσιος»
: εδώ βρίσκεται ένα
από τα παράδοξα του Ελληνικού πνεύματος.
Ο
Θεός Απόλλωνας
δεν είχε καμιάν από τις αρετές, οι οποίες
στη συνέχεια, επρόκειτο να αποκληθούν
Απολλώνιες: τη γαλήνη, τον σεβασμό στον
νόμο, την αρμονία, τη μετριοπάθεια.
Ο
Θεός, ο οποίος, έμελλε να καταργήσει την
έλλειψη μέτρου, ήταν ένοχος αυτού
ακριβώς.
Όμως
οι Έλληνες πρόγονοι μας, γνώριζαν άριστα
το μέτρο (που τόσο αγαπούσαν)… ότι
το μέτρο, γεννιόταν από την υπερβολή,
όπως η καθαρότητα από
το ακάθαρτο και την ενοχή.
Έπρεπε
να υπάρξει ένας Θεός βίαιος, αχαλίνωτος,
ένοχος, ώστε να
εγκαθιδρυθεί πάνω στη γη η ισορροπία
της ηθικής, ο σεβασμός
των ορίων, η γαλήνη του πνεύματος, η
χειρονομία που πραΰνει και συμφιλιώνει,
η κυρίαρχη αρμονία της λύρας.
Θα
'λεγε κανείς, πως μέσω
μιας ακατανόητης μεταμόρφωσης, εκείνο
που στον κόσμο των θεών ήταν βίαιο, έγινε
γαλήνιο και αρμονικό στον δικό μας
κόσμο.
(Ύμνος
στον
Απόλλωνα:
30-90).
(Andrew
Μ.
Millern:
From Delos to Delphi, Brill 1986).
Εντέλει,
ο Θεός Απόλλωνας
ήρθε στο φως.
Δύο
διαφορετικές παραδόσεις μας διηγούνται
τη γέννησή του.
Σύμφωνα
με τον Ύμνο στον Απόλλωνα, η Λητώ
υπέφερε εννιά
μέρες και εννιά
νύχτες από τις ωδίνες της γέννας, ενώ
της παραστέκονταν κάποιες Θεές: η Θεά
Διώνη,
η Θεά
Ρέα,
η Θεά
Θέμις, η Θεά
Αμφιτρίτη·
(έλειπε η Θεά
Ήρα,
που φθονούσε τον Θεό
Απόλλωνα)
και η Θεά
Ειλείθυια, δίχως
την οποία ο τοκετός ήταν αδύνατος.
Όταν
η τελευταία, εισακούοντας το κάλεσμα
των θεαινών, έφτασε στη Δήλο,
η Λητώ
ένιωσε τους σπασμούς της γέννας.
Αγκάλιασε
μια φοινικιά (σύμβολο γονιμότητας), την
ίδια που αιώνες μετά αντίκρισε ο Οδυσσέας
στο ταξίδι του για τη Δήλο
και η οποία επρόκειτο να γίνει ένα από
τα σύμβολα του Θεού
Απόλλωνα.
Η
Λητώ
γονάτισε στο λιβάδι, η γη χαμογέλασε
κάτω απ' τα πόδια της και ο Θεός Απόλλωνας
πετάχτηκε στο φως.
Οι
Θεές έβγαλαν μια φωνή τελετουργική,
γεμάτες σεβασμό για τον νέο Θεό.
Όπως
και ο Θεός Ερμής,
έτσι και ο Θεός
Απόλλωνας, ο οποίος
επρόκειτο να γίνει ένας από τους
σπουδαιότερους Θεούς της Ελλάδας,
γεννήθηκε σ' έναν μικρό και άσημο τόπο.
(Ύμνος
στον Απόλλωνα:
90-119).
(Όμηρος:
Οδύσσεια: Ζ, 162-167).
Γύρω
από το νεογέννητο φανερώθηκε μια
θριαμβευτική επιφάνεια.
Επτά
κύκνοι, τα «πουλιά
των Μουσών» , είχαν ήδη κάνει επτά
φορές τον γύρο του
νησιού, τραγουδώντας επτά
τραγούδια
για τη Λητώ. (Συμβολισμός
του επτά).
Το
τραγούδι τους ήταν το χτύπημα των φτερών
τους, μεταμορφωμένο σε φωνή.
Την
ίδια στιγμή, το μικρό νησί καλύφτηκε με
χρυσάφι
(στερεοποιημένο φως),
που τόσο αγαπούσε ο
Πίνδαρος.
Τα
θεμέλια του νησιού έγιναν χρυσά,
η μικρή στρογγυλή λίμνη σκεπάστηκε με
ακίνητα χρυσά κύματα,
η φοινικιά έβγαλε κλαριά και χρυσούς
χουρμάδες, τα διάφανα
νερά του Ίνωπου άστραψαν χρυσαφένια.
Ολάκερη
η Δήλος
«έλαμπε μες στο χρυσάφι,
σαν τη βουνοκορφή μες
στους βλαστούς του δάσους».
(Καλλίμαχος:
Ύμνος στη Δήλο, 249-254 και 260- 263).
(Ύμνος
στον Απόλλωνα: 139).
Ίσως
ποτέ άλλοτε στην Ελληνική γραμματεία,
το φως δεν γνώρισε μια τέτοια σφοδρότητα,
μια τέτοια υπερβολική λαμπρότητα,
ξεπερνώντας σχεδόν
βίαια κάθε μέτρο φωτεινότητας και
έντασης, έτσι όπως άρμοζε στη γέννηση
ενός Θεού… που επιδίωκε
και προκαλούσε την υπερβολή.
Η
δεύτερη παράδοση αναφέρεται από
μεταγενέστερες πηγές.
Η
Αστερία ήταν
αδελφή της Λητούς,
την οποία ήθελε να ξελογιάσει ο
Θεός Δίας, αλλά εκείνη
του ξέφυγε, μεταμορφωνόμενη σε ορτύκι.
Όταν
ο Θεός Δίας
με τη μορφή αετού την
πλησίασε, εκείνη έγινε
βράχος, ένα περιπλανώμενο
νησί, που πότε φανερωνόταν, πότε βυθιζόταν
και χανόταν κάτω απ' την επιφάνεια του
νερού.
Σαν
τον ασφόδελο, περιπλανιόταν ταξιδεύοντας
από ανατολή σε δύση, έρμαιο των ανέμων
και των θαλάσσιων ρευμάτων.
Περνούσε
τα Στενά του Ευρίπου,
κολυμπούσε μέχρι το Σούνιο,
τη Χίο και
τη Σάμο.
Κάποτε,
από το καραβάκι που έφερνε από την
Τροιζήνα
στην Κόρινθο,
οι
ναυτικοί την έβλεπαν, αλλά την έχαναν
στον γυρισμό.
(Καλλίμαχος:
Ύμνος στη Δήλο, 35-54 και 191-193).
(Ησίοδος: Θεογονία, 409).
(Igino: Miti 53 e 140, επιμ.. Giulio Guidorizi, Adelphi 2000).
(Απολλόδωρος:
I miti greci, επιμ..
Paolo Scarpi, Vala-Mon- dadori 1996, I 21).
(Marcel
Detienne - Jean-Pierre Vernant:
Les ruses de
I' intelligence. La
metis des Grees, Flammarion 1974, σελίδα
248).
Πάνω
σε τούτο το περιπλανώμενο νησί, μες στο
μακρό και αβέβαιο λυκαυγές, την ώρα που
ένα ανάλαφρο «γλαυκό φως διαπερνά τη
νύχτα», γεννήθηκε ο
Θεός Απόλλωνας.
Δεν
γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε γι' αυτή τη
σκοτεινή γέννηση, μονάχα ότι την ώρα
που γεννιόταν ο Θεός, το περιπλανώμενο
νησί στάθηκε, η κίνηση γαλήνεψε και
τέσσερις αδαμάντινες κολόνες φύτρωσαν
από τις ρίζες του εδάφους, ακινητοποιώντας
το νησί για πάντα, καρφωμένο εκεί,
απρόσβλητο από τους σεισμούς.
Το
αόρατο νησί (πού
πρώτα λεγόταν Άδηλος)… έγινε η Δήλος,
η «ορατή»,
η «φωτεινή».
Ο
Θεός Απόλλωνας,
ο Θεός της σταθερότητας, των θεμελίων
και των ναών, δεν ήταν δυνατόν να γεννηθεί
και να λατρευτεί στην καρδιά της
θαλασσινής ρευστότητας.
(Απολλώνιος
Ρόδιος: II,
669-675).
(Πίνδαρος:
Προσόδιον, 1).
(Όμηρος:
Ιλιάδα: Α, 43-52 )
Γεννημένος
στο έσχατο φως της νύχτας, ο Θεός Απόλλωνας
έφερνε μαζί του το
βάθος του σκότους, ωσάν
η παραμονή του βρέφους σε κείνο το νησί,
να είχε γεμίσει με πλήθος σκιές το φως
του.
(Όμηρος:
Ιλιάδα: Π, 786-807).
Στους
πρώτους στίχους της
Ιλιάδας (του ποιήματος
που είναι αφιερωμένο σ' αυτόν), ο Θεός
Απόλλωνας, κατεβαίνει
από τον Όλυμπο «ωσάν
τη νύχτα».
Φέρει
στον ώμο του το τόξο, την κλειστή φαρέτρα,
τα βέλη που κουδουνίζουν.
Ανοίγει
τη φαρέτρα, αρπάζει το τόξο και τα βέλη
σφυρίζουν απειλητικά, χτυπώντας τα
κορμιά ζώων και ανθρώπων, σπέρνοντας
τον λοιμό.
«Δίχως
σταματημό, η μια κοντά στην άλλη έκαιγαν
οι πυρές των νεκρών».
Δεν
υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από τούτη
τη σκοτεινή εμφάνιση του
Θεού του φωτός, εκτός
ίσως από την περίπτωση όπου, τυλιγμένος
στην ομίχλη, σκουντά με το χέρι του τη
ράχη του Πάτροκλου.
Έτσι,
για μια στιγμή τουλάχιστον, το φως
αποκάλυπτε την ταυτότητά του με τον
ίδιο του τον ανταγωνιστή, τη νύχτα.
Οι Θεές που παραστέκονταν στη Λητώ, έπλυναν τον νεογέννητο Θεό, με τα αμόλυντα χέρια τους.
Τον
φάσκιωσαν μ' ένα λευκό ύφασμα και τύλιξαν
γύρω απ' το σώμα του, μια
χρυσή κορδέλα - και
τούτο σημάδι του φωτός.
Η
τροφή του, δεν έμοιαζε με εκείνη των
θνητών, εφόσον δεν τον βύζαξε η μάνα
του, αλλά τον τάισε η
Θεά
Θέμις , με την τροφή
των θεών (νέκταρ και αμβροσία), που τον
μεταμόρφωσε σε ώριμο Θεό.
Η
περιπλάνηση της μάνας, η δύσκολη γέννα,
οι πόνοι λησμονήθηκαν και η βρεφική
ηλικία σε μια στιγμή έγινε στάχτη.
Με
μια βίαιη κίνηση, ο Θεός
Απόλλωνας λευτερώθηκε
από τα ενοχλητικά βρεφικά δεσμά, απ' τις
φασκιές και τις κορδέλες, αν
και σαν θύμηση της παιδικότητάς του ο
Θεός είχε πάντα μακριά μαλλιά…
και τρίχωμα…
ποτέ δεν κάλυψε τα
μάγουλά του.
Κατόπιν,
ο Θεός Απόλλωνας
προχώρησε με μεγάλα
βήματα «πάνω στη γη με τους πλατείς τους
δρόμους», σαν άστρο μες στο καταμεσήμερο,
άστραφταν τα σανδάλια του, λάμψεις
πετάγονταν απ' το κορμί του και η
λαμπρότητα του έφτανε στον ουρανό.
Το
βήμα του ήταν σταθερό και γοργό σαν τη
σκέψη: μια επιβλητικότητα
και ένα μεγαλείο που προκαλούσαν τον
σεβασμό και που κανένας,
εκτός από
τον Θεό Δία,
δεν είχε.
Ήταν
ο χαρούμενος θρίαμβος του.
(Ύμνος
στον Απόλλωνα: 120-135,
202-203, 440-442).
Εκείνη
τη στιγμή ο Θεός
Απόλλωνας, διακήρυξε
τα θεϊκά χαρακτηριστικά του : «Είθε να
μου είναι αγαπητά η κιθάρα και τα καμπύλα
τόξα και θα αποκαλύπτω στους ανθρώπους
του Δία
την άσφαλτη σκέψη».
(Ύμνος
στον Απόλλωνα:
131-132).
Τούτη
η λύρα και τούτο το τόξο δεν είχαν βγει
από τα χέρια κάποιου τεχνίτη, φτιαγμένα
από κέλυφος χελώνας, ή κέρατο βοδιού,
γιατί η χειρωνακτική δουλειά δεν ταίριαζε
στον κόσμο του Θεού
Απόλλωνα.
Τα
έλαβε σαν δώρο όταν γεννήθηκε, προνόμια
δικά του, τα οποία κανείς δεν θα μπορούσε
να του αμφισβητήσει.
Η
λύρα και το τόξο ήταν το ίδιο όργανο,
αφού και τα δύο έβγαζαν ήχο και σκόρπιζαν
φως, και τα δύο ήταν στον ύψιστο βαθμό
αλάνθαστα και ακριβή κι
έδιναν με διαφορετικό τρόπο τον θάνατο.
Ο
Θεός Απόλλωνας
όρισε αμέσως το βασίλειό του (το τόξο,
τη λύρα, τους χρησμούς), κι έβαλε τη δική
του σφραγίδα.
Με
το ακτινοβόλο τόξο του, ανέβηκε στον
Όλυμπο.
Οι
Θεοί τρέμοντας, όπως τα νησιά του Αιγαίου
προτού ακόμη γεννηθεί ο Θεός
Απόλλωνας, πετάχτηκαν
όρθιοι, νιώθοντας τον
ίδιο σεβασμό και τον ίδιο φόβο,
που ξυπνούσε μέσα τους, η εμφάνιση του
Θεού Δία.
Το
όνομα του Θεού Απόλλωνα,
Φοίβος,
θύμιζε σε όλους τον φόβο.
Μονάχα
η Λητώ
ήταν γαλήνια: χαλάρωσε τη χορδή του
τόξου, έκλεισε τη φαρέτρα, πήρε το τόξο
από τον ώμο του και το κρέμασε σ' ένα
χρυσό καρφί
σε μια κολόνα, κοντά στην οποία καθόταν
ο Θεός Δίας.
Κατόπιν,
σε ένδειξη τιμής, κάλεσε τον γιο της να
καθίσει (όχι σε κάθισμα
απλό, όπως οι Θεοί και
οι Θεές), αλλά σε θρόνο.
Ο
Θεός Δίας
χαιρέτισε το παιδί του και του πρόσφερε
μια χρυσή κούπα
ξέχειλη νέκταρ.
Η
σκηνή με την οποία ανοίγει ο Ύμνος στον
Θεό Απόλλωνα, δεν έχει
όμοιά της, στην Ελληνική μυθολογία:
μονάχα ο Θεός
Απόλλωνας, μπορούσε
να ξυπνήσει τον φόβο και τον τρόμο στους
Θεούς, αν και ήταν σαν
κι αυτούς.
(Ύμνος
στον Απόλλωνα: 1-13).
(Όμηρος:
Ιλιάδα: A,
533-535).
(Fiorella
Guida:
«Apollo arciero» , στο
Studi omerici ed esiodei I (1972), Τεργέστη,
σελίδα
11).
(Inni
omerici
(Ομηρικοί Ύμνοι), επιμ.
Filippo Cassola,
Vala-Mondadori
1975, σελίδα
84).
Όταν ξανασυναντάμε τον Θεό Απόλλωνα στον Όλυμπο, γνωρίζουμε την αντίθετη όψη του: την αρμονία.
Παίζει
τη λύρα με τη χρυσή
του πένα, κινούμενος
ζωηρά με μεγάλα βήματα.
Γύρω
του πάλλεται το φως και οι αστραπές
φεγγοβολούν, απ' τα σανδάλια και τον
χιτώνα του.
Καθώς
παίζει, οι Μούσες τον συνοδεύουν στο
τραγούδι, το οποίο μας
θυμίζει τη φιλοσοφία και την ηθική
του Θεού
Απόλλωνα:
Από
τη μια μεριά είναι οι Θεοί με τα αιώνια
προνόμιά τους κι από την άλλη οι άνθρωποι,
πεπερασμένοι, επιπόλαιοι, αστόχαστοι,
άλογοι, αναποφάσιστοι, ανίκανοι να
προβλέψουν οτιδήποτε (αν
οι Θεοί είναι αιώνια νέοι)… οι
άνθρωποι, δεν
γνωρίζουν γιατρικό για τα γηρατειά και
τον θάνατο, αλλά τα υποφέρουν με την
πεισματική επιμονή, που είναι η ύψιστη
δύναμη του Οδυσσέα.
Γύρω
του χορεύουν, πιασμένοι χέρι – χέρι, οι
Χάριτες, οι
Ώρες,
η Αρμονία, η
Ήβη, η
Θεά
Αφροδίτη,
ο Θεός Άρης
και ο Θεός Ερμής…
ενώ η Θεά
Άρτεμη τραγουδά.
Το
τραγούδι των Μουσών
θυμίζει την ομορφιά και τη χαρά: την
τάξη, τον νόμο, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη,
τον κύκλο των εποχών, τη μοίρα, τον
κατάλληλο καιρό, την άνοιξη, τη συναρμογή,
τη σύζευξη και τη συμφωνία μεταξύ όλων
των πραγμάτων, τη φλεγόμενη νιότη και
τον έρωτα.
Όπως
θα δούμε, το τραγούδι τους θυμίζει
επιπλέον και πράγματα πιο σκοτεινά…
αλλά πάνω στον Όλυμπο
(σε τούτη τη μετέωρη στιγμή)… ο
Θεός Απόλλωνας
και οι Μούσες
ξυπνούν μονάχα τη γαλήνη και την αρμονία.
(Ύμνος
στον Απόλλωνα:
182-203).
Η
αναζήτηση του τόπου, όπου επρόκειτο να
εγκατασταθεί το μαντείο, υπήρξε μακρά
και βασανιστική.
Ο
Θεός Απόλλωνας
με γοργό και μεγαλόπρεπο βήμα, κατευθύνθηκε
προς το κέντρο του κόσμου, τον Πυθώ,
στους γνωστούς μας Δελφούς.
Πότε
έμοιαζε να πετάει πάνω απ' τις στεριές,
πότε να κινείται διστακτικά και αβέβαια,
σαν να μην γνώριζε τον στόχο του.
Έψαχνε
έναν τόπο γαλήνιο, μακριά από τους
θορύβους της ζωής, έναν τόπο, που να μην
κατέχεται από άλλο Θεό, φτωχικό και
άσημο σαν τη Δήλο,
για να χτίσει τον ναό του.
Άφησε
πίσω του τον Όλυμπο,
πέρασε το Λέκτο,
έφτασε στο Κηναίο,
σταμάτησε για λίγο στο Ληλάντιο
πεδίο, διέσχισε
τον Εύριπο,
έφτασε στη Θήβα και
κατόπιν στην Ογχηστό,
στον Κηφισό,
στην Ωκαλέη,
στον Αλίαρτο
και στην Τέλφουσα,
όπου του άρεσε το πυκνόδεντρο δάσος.
Το
τοπίο ήταν σκεπασμένο με δάση, αλλά οι
τόποι, προσωποποιημένοι, μιλούσαν με
ανθρώπινη φωνή.
Ένας
απ' αυτούς, η Τέλφουσα,
αντέδρασε στην επιθυμία του Θεού
Απόλλωνα και τον
ξεγέλασε.
Ο
Θεός των χρησμών, ο Θεός που γνώριζε και
αποκάλυπτε την αλήθεια, δεν ανακάλυψε
το ψέμα: πίσω από την τρομακτική του
δύναμη κρυβόταν πάντοτε ένα παράδοξο
και οδυνηρό (συμβολικό)
ελάττωμα… η αδυναμία
της δύναμης, της
μεγαλοπρέπειας και του φωτός.
(Ύμνος
στον Απόλλωνα:
216-280).
Τέλος,
ο Θεός Απόλλωνας
έφτασε στην Κρίσσα,
έναν λόφο στους πρόποδες του χιονοσκέπαστου
Παρνασσού,
όπου στο βάθος ενός φαραγγιού υπήρχε
μια απόκρημνη, πολύχρωμη κοιλάδα και
μια πηγή.
Εκεί
αποφάσισε να φτιάξει ένα μαντείο για
τους Έλληνες, που θα έρχονταν από όλα
τα μέρη να τον λατρέψουν:
«...εγώ
την άσφαλτη κρίση μου σ΄ αυτούς όλους
θα δίνω χρησμό μέσα στον πλούσιο ναό».
(Ύμνος
στον Απόλλωνα:
292-293).
Στην
Κρίσσα υπήρχε
ένα τέρας, ένα θηλυκό φίδι, το όνομα του
οποίου δεν μας αποκαλύπτει ο Ύμνος, ένα
«τέρας αχόρταγο, μεγάλο, άγριο», παιδί
της Θεάς Γαίας,
που φύλαγε το μαντείο, καταβροχθίζοντας
ανθρώπους και ζώα.
Σύμφωνα
με τον Ευριπίδη,
είχε το χρώμα του
κρασιού,
« η ράχη του ήταν
ποικιλόχρωμη, σκεπασμένη σαν από θώρακα
λες, με πυκνόφυλλη και σκιερή δάφνη»
και αργότερα ονομάστηκε Πύθων.
(Ευριπίδης:
Ιφιγένεια εν Ταύροις: 45- 49).
(Ύμνος
στον Απόλλωνα: 369,
371, 372).
Ο
Θεός Απόλλωνας
χτύπησε το θηλυκό φίδι με το τόξο του
και κείνο σωριάστηκε καταγής, συστρεφόμενο
και αγκομαχώντας, αφήνοντας απόκοσμες
κραυγές, ώσπου έσβησε μ' έναν ματωμένο
ανασασμό.
Με
τη δύναμη των αχτίδων του ήλιου και την
επίδραση της γης, το σώμα του αποσυντέθηκε
κι έτσι το τέρας έδωσε το όνομά του στο
μέρος (Πυθώ)
και στον Θεό: Πύθιος
Απόλλων.
(@
Πύθων: από το πύθω.
Από
το ρήμα πύθω
= κάνω κάτι να σαπίσει.
Ο
δράκοντας Πύθων,
που εμφανίζεται ως ο κύριος εχθρός του
Θεού Απόλλωνα,
φαίνεται ότι είχε
προηγουμένως καταδιώξει τη Λητώ, θέλοντας
να εμποδίσει τη γέννηση του Θεού.
Σύμφωνα
με ορισμένες παραδόσεις, στους Δελφούς
υπήρχαν δύο φίδια
(δράκοντες
): ένα θηλυκό, που λεγόταν Δελφύνη
(η λέξη σχετίζεται με τη λέξη δελφύς,
-ύος, που σημαίνει τη
μήτρα της γυναίκας
)… και ένα αρσενικό, ο
Τυφών, ή
Τυφωεύς,
ο οποίος μερικές φορές συγχέεται με τον
Πύθωνα,
όπως κάποτε και η Δελφύνη,
εμφανίζεται με την αρσενική μορφή και
ονομάζεται Δελφύνης,
ή Πύθων.
(Δες
σχετικά: Καρλ Κερένυϊ:
Η μυθολογία των Ελλήνων,
Αθήνα 1984, σελίδες 134-135).
Άλλες εκδοχές του μύθου αναφέρουν, ότι το τέρας, καταδιωκόμενο από τον Θεό Απόλλωνα, κατέφυγε ματωμένο στη Θεσσαλία, στην κοιλάδα των Τεμπών.
Το
μέρος εκείνο, που δεν θύμιζε σε τίποτα
την ορεινή σκληρότητα του Παρνασσού,
ήταν ο γλυκός τόπος της κλασικής
«φαντασίας».
Στη
μέση της κοιλάδας κυλούσε τα νερά του,
αργόσυρτα σαν λάδι, ο Πηνειός.
Δέντρα
πυκνά κάθε λογής, σκιερά καταφύγια για
τους καλοκαιρινούς διαβάτες, κισσοί
που τυλίγονταν στα δέντρα, δάφνες,
σμίλακες, πηγές και ρυάκια με ολόγλυκα
νερά, πουλιά που βουτούσαν στα νερά.
Σε
τούτο τον ειρηνικό και γαλήνιο τόπο
πέθανε ο Πύθων,
ενώ ο Θεός
Απόλλων, τον
πρόφθασε στις τελευταίες του στιγμές
.
(Ύμνος
στον Απόλλωνα: 300-304,
355-374).
(Πλούταρχος:
Αίτια Ελληνικά: XIII
293 c).
(Αιλιανός:
Ποικίλη Ιστορία: III
1).
Σκοτώνοντας
τον Πύθωνα
ο Θεός Απόλλωνας,
υπάκουε σε εντολή του Θεού
Διός, ο οποίος ήθελε
να χτίσει στους Δελφούς
το μαντείο, απ' όπου, μέσω
της φωνής του γιου του,
θα διακήρυττε την
πάναγνη αλήθεια.
Και
όμως ο Θεός Απόλλωνας,
ήταν ένοχος για κάτι.
Σύμφωνα
με τους συμβολισμούς των Ελλήνων
προγόνων μας,
οι Θεοί μπορούν να είναι
ένοχοι, όπως και οι άνθρωποι: κάνουν
ανόσιες πράξεις, παραβιάζουν την τάξη…
και πρέπει να «τιμωρηθούν», όπως κι
εμείς.
Τούτο
ισχύει για όλους, εκτός
από την Αθηνά και κυρίως τον Θεό Ερμή (ο
οποίος ό,τι κι αν κάνει)…
τυλιγμένος σε μια
παιδική και
δαιμονιακή αθωότητα, ούτε
μετανιώνει, ούτε εξαγνίζεται.
Ο
μεγάλος ένοχος είναι ο Θεός
Απόλλωνας, ο
οποίος μετά τη δολοφονία του τέρατος,
θα διαπράξει κι άλλα συμβολικά
εγκλήματα: αυτός,
ο απόλυτα αμόλυντος…
Μετά
τη δολοφονία του θηλυκού εκείνου φιδιού,
ένιωσε φόβο.
Σ'
έναν τόπο, που από το όνομά του αποκλήθηκε
«Φόβος», κυριεύτηκε από το άγχος της
αίσθησης του ακάθαρτου και από την
τρέλα, κι αφού το κακό είναι μεταδοτικό,
μόλυνε γύρω του τα πάντα, σκορπίζοντας
στο πέρασμά του λοιμούς, όπως στην αρχή
της Ιλιάδας.
(Παυσανίας:
Ελλάδος περιήγησις: II,
7, 7).
(Roberto Galasso: Le nozze di Cadmo e di Armonia, Adelphi 1988, σελίδα 357).
(Detienne
Marcel:
Apollon le
couteau a la main, Gallimard 1998, σελίδες,
199-202).
Σαν
τον έσχατο των δυστυχισμένων, των
καταραμένων και των περιπλανώμενων, ο
Θεός Απόλλωνας
έφυγε, ή εξορίστηκε από
τον Θεό Δία,
όπως οι προφήτες του, οι οποίοι στην
Οδύσσεια έχουν το χάρισμα της μαντικής.
Όπως ο θεοκλύμενος στο Ο της Οδύσσειας: στίχος 222).
Κατέφυγε
στην κοιλάδα των Τεμπών,
μέσα στα δάση, τα ρυάκια και τα τραγούδια
των πουλιών, που τον έκαναν να διαισθανθεί
τη μακαριότητα· (ή έγινε δούλος του
Αδμήτου)… ή εξαγνίστηκε κοντά στους
Υπερβόρειους, έναν αγνό λαό του Βορρά,
«στα σύνορα του κόσμου,
στης νυχτός τις πηγές»… ή
σ' έναν άλλο κόσμο, όπου έζησε εννιά
ατελείωτα χρόνια, κατά τη διάρκεια των
οποίων το σύμπαν ανανεώθηκε εννιά
φορές.
Όπου
κι αν πήγε ο Θεός
Απόλλωνας, εξιλεώθηκε.
Φόρεσε
τον στέφανο του ικέτη,
τέλεσε τις σπονδές και
τις τελετές που τελούν οι άνθρωποι…
όταν θέλουν να εξευμενίσουν τη
Δίκη και
την Άτη…
μύρισε το άρωμα της δάφνης (η οποία έγινε
το δικό του φυτό) : συμβολικό
σημείο εξαγνισμού,
κάθαρσης και θεοποίησης.
Κατόπιν
επέστρεψε στους Δελφούς,
δαφνοστεφανωμένος και κρατώντας στο
χέρι ένα κλαδί του ίδιου φυτού.
Από
κείνη τη στιγμή, καθισμένος
στο ιερό των Δελφών
εξάγνιζε τους δύστυχους,
που σαν κι αυτόν, είχαν γνωρίσει την
ενοχή, με τη διπλή ιδιότητα
του κυρίου των χρησμών και του γιατρού.
Ας
φανταστούμε τι θα ξυπνούσαν αυτές οι
αντιλήψεις στο πνεύμα του Ντοστογιέφσκι
και του Προυστ !
Όπως
οι Έλληνες πρόγονοι μας, έτσι
κι αυτοί πίστευαν:
ότι μόνο όποιος έχει
κάνει το κακό, όποιος το έχει γνωρίσει
βαθιά κι έχει εξαγνιστεί… μόνον
αυτός, μπορεί
να λευτερώσει τους ανθρώπους από το
κακό,
μέσα στο οποίο αναπότρεπτα
κατοικούν.
(Πλούταρχος:
Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων:
421c),
(Δελφικοί Διάλογοι).
(Αιλιανός:
Ποικίλη Ιστορία: III
1).
(Τερτυλιανός:
De corona 7).
(Walter
Burkert:
I Greci, Jaka Book 1984, σελίδα
111).
Γεώργιος
Γρηγορομιχελάκης: Συγγραφέας, Ιστορικός
Ερευνητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου